Τον Μάιο του 1945, μόλις ένα μήνα πριν ο Thomas Hoepker κλείσει τα 10, δύο αμερικανικά τανκς Sherman μπήκαν στη μικρή βαυαρική πόλη κοντά στο Μόναχο όπου ζούσε. Ένας μαύρος και ένας λευκός στρατιώτης ντυμένοι με στολές παραλλαγής βγήκαν έξω από τους πυργίσκους και μοίρασαν σοκολατένιες μπάρες και τσίχλες με γεύση δυόσμου στα παιδιά της περιοχής. Εκείνη τη στιγμή, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε επιτέλους φτάσει στο τέλος του και ο νεαρός Hoepker ερωτεύτηκε την ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Γεννημένος το 1936, ο Hoepker απέκτησε μια εμμονή με τη φωτογραφία, όταν ήταν μόλις 14 ετών, αφού τράβηξε τις πρώτες του φωτογραφίες με μια κάμερα του παππού του με γυάλινες πλάκες. Έκανε τις εκτυπώσεις του στην κουζίνα και το μπάνιο της οικογένειάς και άρχισε να κερδίζει λίγα χρήματα πουλώντας φωτογραφίες σε φίλους και συμμαθητές. Ακολουθώντας τις επιθυμίες των γονιών του, ξεκίνησε να σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, που τον βοήθησαν να εκπαιδεύσει και να βελτιώσει την οπτική του ευαισθησία. Στα φοιτητικά του χρόνια επισκεπτόταν τακτικά την Ιταλία και φωτογράφιζε, όχι με τη ματιά ενός τουρίστα, αλλά ενός εξερευνητή. Σ’ αυτές τις πρώτες του φωτογραφίες ο Hoepker ανιχνεύει μια κοινωνική οπτική που θα συνοδεύει και θα διαμορφώνει όλη τη μελλοντική δουλειά του. Η ανθρωπιστική του ματιά και οι συχνά κινηματογραφικές συνθέσεις φέρνουν τις φωτογραφίες του κοντά στο πνεύμα του νεορεαλιστικού σινεμά της εποχής. Ο Hoepker κατέγραψε την Ιταλία της απλότητας των μικρών χωριών και της φτώχειας του νότου, αλλά και την έναρξη του μαζικού τουρισμού στις μεγάλες πόλεις, που συνοδεύτηκε από έναν έντονο εκσυγχρονισμό. Το αποτέλεσμα δημιουργεί ένα καλειδοσκόπιο γεμάτο με την καθημερινότητα των Ιταλών, σκηνές στους δρόμους με στοιχεία συμπόνιας και χιούμορ, θρησκευτικές παρελάσεις ή πολιτικές διαδηλώσεις. Τελικά ο Hoepker δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Σ’ αυτά τα ταξίδια του στην Ιταλία συνειδητοποίησε ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τους ανθρώπους που έβλεπαν την τέχνη παρά για τα ίδια τα αριστουργήματα. Όταν μάλιστα ξεμυαλίστηκε και από την βράβευσή του τον διαγωνισμό «Jugend photographiert» (Νέοι Φωτογράφοι) στη Ρhotokina του 1960, παράτησε το Πανεπιστήμιο και ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ στο περιοδικό Münchner Illustrierte.
Δύο χρόνια αργότερα βρήκε δουλειά στο γραφείο σύνταξης του περιοδικού Kristall στο Αμβούργο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι επειδή το περιοδικό εκτυπωνόταν έγχρωμο, ο Hoepker δούλευε με έγχρωμο φιλμ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το 1963 το Kristall του ανέθεσε να «ανακαλύψει» την Αμερική μέσα από την κάμερά του με τη λακωνική οδηγία «Ρίξτε μια ματιά τριγύρω». Ο 27χρονος τότε Hoepker, συνοδευόμενος από τον συγγραφέα Rolf Winter, έφτασε στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο. Πήδηξαν αμέσως σε ένα Oldsmobile Cutlass, που τέθηκε στη διάθεσή τους από την General Motors και ταξίδεψαν νότια, επισκέφθηκαν την Ουάσιγκτον και την Ατλάντα πριν ταξιδέψουν δυτικά στη Νέα Ορλεάνη, το Ντάλας, το Λας Βέγκας, το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο. Έπειτα γύρισαν πίσω, ταξιδεύοντας μέσα από το Ρίνο, το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και τη Βοστώνη πριν φτάσουν ξανά στη Νέα Υόρκη, διανύοντας σε τρεις μήνες 26.785 χιλιόμετρα και τραβώντας περίπου 4.000 αρνητικά Kodak Tri-X.
Το φιλόδοξο φωτογραφικό ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε σε πέντε διαδοχικά τεύχη του περιοδικού καταλαμβάνοντας συνολικά 65 σελίδες, αποκάλυψε την περίπλοκη, σκεπτική και μερικές φορές μελαγχολική άποψη του Hoepker για την αμερικανική καθημερινότητα. Οι φωτογραφίες του έρχονταν σε αντίθεση με το εξιδανικευμένο όραμα του American Way of Life, που υπήρχε στη μεταπολεμική Γερμανία – μια πολιτιστική επιρροή που ασκήθηκε μέσω των οικονομικών ευλογιών του Σχεδίου Μάρσαλ, των τηλεοράσεων και των γυαλιστερών περιοδικών. Αυτό που συνάντησε ο Hoepker ήταν περισσότερο μια ερημιά αθετούμενων υποσχέσεων παρά μια χώρα ευκαιριών. Με ίση συμπόνια και κυνισμό, κατέγραψε τη σχέση μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας, της παρακμής και της ερήμωσης, της θρησκείας και της ηθικής – και των μυριάδων αδικιών. Σε μια εποχή που τα υπερατλαντικά ταξίδια ξεπερνούσαν τις δυνατότητες των περισσότερων Ευρωπαίων, οι ΗΠΑ θεωρούνταν χώρα των δυνατοτήτων και της ελευθερίας, με τους ουρανοξύστες και τους αυτοκινητόδρομους. Οι εικόνες του Hoepker αποκάλυψαν επίσης τα προβλήματα: φτώχεια, έλλειψη στέγης, ρατσισμό, καθημερινή βία και δεξιό εξτρεμισμό. Ο φωτορεπόρτερ εντυπωσιάστηκε, πάνω απ’ όλα, από την αδιαφορία μεγάλου αριθμού Αμερικανών για τις διαιρέσεις της κοινωνίας που φαινόταν παντού: φτωχοί και πλούσιοι, αλλά και μαύροι και άσπροι. Άκουσαν για την δολοφονία του John F. Kennedy τον Νοέμβριο του 1963, όταν βρίσκονταν στο Λας Βέγκας, όπου η είδηση δεν φαινόταν να ενοχλεί κανέναν. «Όταν δολοφονήθηκε ο JFK, μόλις είχαμε φτάσει. Ήμουν τρομοκρατημένος που οι άνθρωποι στα τραπέζια τυχερών παιχνιδιών απλώς συνέχισαν να παίζουν».
Καθώς ο Hoepker δεν χειραγωγούσε ποτέ τις φωτογραφίες του, οι οπτικές του μαρτυρίες ήταν ειλικρινείς και μερικές φορές κωμικοτραγικές. Φωτογράφισε έναν τραγικό κλόουν που πίνει τον καφέ του σ’ ένα ταχυφαγείο στο Moreno Valley της Καλιφόρνια και το ενεχυροδανειστήριο του Honest Joe στο Τέξας, με το Honest (τίμιος) να εμφανίζεται επανειλημμένα στη βιτρίνα – ένα είδος σιωπηρής παρωδίας. Συνέλαβε έναν ακρωτηριασμένο βετεράνο του Πολέμου της Κορέας να απλώνει το χέρι του για ελεημοσύνη στους δρόμους του Ιλινόις. Ένα αγόρι που στρέφει το όπλο παιχνίδι του σε κορίτσια σε ένα αυτοκίνητο στη Νότια Ντακότα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων κοιτάζει μέσα από το παράθυρο ενός λεωφορείου στη Νέα Υόρκη, με τα θλιμμένα πρόσωπά τους να δημιουργούν ένα έντονο κοντράστ με τα χαμόγελα μιας διαφήμισης Pepto-Bismol κολλημένης από κάτω. Μια μεγάλη επιλογή από αυτό το ρεπορτάζ εμφανίστηκε, δεκαετίες αργότερα, σε μια σειρά φωτογραφικών άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου του Heartland: An American Road Trip in 1963, το 2013. Οι περισσότερες από αυτές τις φωτογραφίες δεν έχουν χάσει τίποτα από την απήχησή τους και έχουν αποκτήσει εδώ και πολύ καιρό εμβληματική σημασία. Το ρεπορτάζ για την Αμερική είχε μεγάλη επιτυχία πίσω στη Γερμανία και του άνοιξε τη πόρτα του μεγαλύτερου γερμανικού περιοδικού της εποχής, του Stern, στο οποίο μεταπήδησε το 1964. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συνεργασία του με το πρακτορείο της Magnum, το οποίο άρχισε να διανέμει τις φωτογραφίες του, αν και πλήρες μέλος -και μάλιστα ο πρώτος Γερμανός- έγινε πολύ αργότερα, το 1989.
Το 1966, ο αρχισυντάκτης του Stern ρώτησε τον Hoepker και τη σύζυγό του, Eva Windmöller (η οποία ήταν επίσης ρεπόρτερ/συγγραφέας στο περιοδικό) αν θα ήθελαν να δουλέψουν πάνω σε μια ιστορία για έναν πυγμάχο με το όνομα Cassius Clay, ο οποίος πρόσφατα είχε αλλάξει το όνομά του σε Muhammad Ali, αμέσως μετά την κατάκτηση του τίτλου του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. Κανείς τους δεν ήξερε τίποτα για την πυγμαχία, αλλά έχοντας διαβάσει αρκετά για αυτήν την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα σκεφτήκαν ότι θα ήταν ωραίο να περάσουν μερικές μέρες στο Λονδίνο – όπου ο Ali επρόκειτο να αντιμετωπίσει τον Βρετανό διεκδικητή του παγκόσμιου τίτλου, Brian London. Ο London άντεξε μόνο δυο γύρους, πριν πέσει νοκ-αουτ στον τρίτο, ανίκανος να αντισταθεί στην ορμή του Ali, από τον οποίο όμως αφαιρέθηκε η άδεια πυγμαχίας και ο τίτλος του παγκόσμιου πρωταθλήματος, μέσα σ’ εκείνη τη χρονιά, επειδή αρνήθηκε να υπηρετήσει στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Hoepker κράτησε επαφή με τον Ali και του δόθηκε η ευκαιρία να τον φωτογραφίσει αρκετές φορές στο μέλλον, μιας και συνδέθηκαν φιλικά. Το 2015 μάλιστα κυκλοφόρησε ένας τόμος που συγκεντρώνει τις φωτογραφίες του Hoepker για τον Ali, με τίτλο Big Champ. Από αυτό το βιβλίο μεταφέρω μια χαριτωμένη ιστορία, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Hoepker:
«Ένα πρωί περνούσαμε με το αυτοκίνητο πάνω από μια γέφυρα στον ποταμό Σικάγο, όταν παρατήρησα ότι από εκεί υπήρχε μια υπέροχη θέα στον ορίζοντα. Ο Muhammad σταμάτησε το αυτοκίνητο και κατέβηκε. «Μπορείς σε παρακαλώ να ανέβεις σε αυτό το κιγκλίδωμα;» ρώτησα. Ο Ali πήδηξε στο κάγκελο, έβγαλε το πουκάμισό του και φώναξε «Είμαι ο καλύτερος! Θέλεις να πηδήξω;» Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα είδα στο σκόπευτρό μου με τον Ali να πετάει – μόνο ένα κλικ, μια ευκαιρία – και συνεχίσαμε να οδηγούμε…
Μετά από λίγο ο Ali ζήτησε από τον οδηγό του να σταματήσει μπροστά σε ένα μικρό αρτοποιείο. Βγήκε και μετά από αρκετή ώρα επέστρεψε με μια χαρτοσακούλα ντόνατς. «Το καλύτερο στην πόλη», είπε. Έμεινα έκπληκτος γιατί ήξερα ότι κατά τη διάρκεια της προπόνησής του έκανε αυστηρή δίαιτα με μπριζόλα και σαλάτα. Αλλά μια ώρα αργότερα, ήμασταν πάλι πίσω στη γειτονιά. Ο Ali εντόπισε το αρτοποιείο και μπήκε για να ξαναγεμίσει ντόνατς. Όταν σταματήσαμε εκεί για τρίτη φορά, κατέβηκα από το αυτοκίνητο μαζί του και τον ακολούθησα στο μαγαζί. Τότε κατάλαβα: Ο Πρωταθλητής δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα ντόνατς, αλλά περισσότερο για την κόρη του φούρναρη. Οι δυο τους φλέρταραν έντονα και περνούσαν υπέροχα. Τράβηξα μερικά γρήγορα στιγμιότυπα από τους λάτρεις των ντόνατς. Τέσσερα χρόνια αργότερα επισκέφτηκα τον Muhammad στο νέο, πολυτελές σπίτι του στη Φιλαδέλφεια. Και εκεί ήταν πάλι, η Belinda Boyd, η όμορφη κόρη του φούρναρη και πλέον η δεύτερη σύζυγος του Ali και μητέρα τριών κοριτσιών τότε».
Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η σύζυγός του, Eva Windmöller ήταν διαπιστευμένη ως δημοσιογράφο στο Ανατολικό Βερολίνο, μπόρεσε να τη συνοδεύσει και ήταν ένας από τους λίγους φωτοανταποκριτές που πέρασαν αρκετά χρόνια εξερευνώντας την καθημερινή ζωή στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), από πρώτο χέρι. Ως ήρεμος, αλλά οξυδερκής παρατηρητής του παρόντος, έκανε πολλές εξορμήσεις στην Ανατολική Γερμανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, και κατέγραψε εντυπωσιακές μαρτυρίες της σύγχρονης ιστορίας φωτογραφίζοντας αφίσες προπαγάνδας, κτίρια που καταρρέουν, νέες πολυκατοικίες, ντόπιους παραθεριστές και αυτοκίνητα Trabant – όλα με έγχρωμα φιλμ. «Νομίζω ότι μια χώρα όπως η ΛΔΓ έχει τη δική της τυπική πολυχρωμία», παρατήρησε ο Hoepker. Οι εμβληματικές πλέον φωτογραφίες του μαρτυρούν αυτό, μια ομοιογενής θάλασσα από πράσινα καπέλα και κόκκινες σημαίες σε μια στρατιωτική συγκέντρωση στο Treptow του Βερολίνου, τα ομοιόμορφα χρώματα του συγκροτήματος εργατικών κατοικιών Plattenbauten σε κοντινό πλάνο. Μια φωτογραφία ενός ένστολου ζευγαριού που έχει εγκαταλείψει μια στρατιωτική αεροπορική επίδειξη για να φλερτάρει στο γρασίδι δείχνει την ικανότητα του Hoepker να βρίσκει στιγμές ανθρώπινης οικειότητας ανάμεσα στην επίσημη αποστολή του.
Η ανθρωπιστική προσέγγιση στο έργο του Hoepker χαρακτηρίζεται κυρίως από το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά θέματα και για τους ανθρώπους. Η αυθεντικότητα και η φωτογραφική μαρτυρία είναι οι καθοριστικές σταθερές των εικόνων του. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες που μπορούν να σοκάρουν τον θεατή. Περισσότερο έχει αποτυπώσει ήσυχα καθημερινά δράματα σε ήρεμες και γεμάτες ευαισθησία φωτογραφίες. Αν και έχει αποτολμήσει να φωτογραφίσει σε εμπόλεμες ζώνες και παραγκουπόλεις και έχει βιώσει τη δυστυχία και την εξαθλίωση από πρώτο χέρι, δεν δείχνει ποτέ τη σκληρότητα αυτής της πραγματικότητας. «Δεν βγάζεις φωτογραφία ενός παιδιού που πεθαίνει», είναι η φράση με την οποία συνοψίζει τις αρχές του. Η φωτογραφική μηχανή του τον προστάτευε πάντα από τα βάσανα στον κόσμο. Ένας άλλος παράγοντας που καθόρισε τη ποιότητά του ήταν το γεγονός ότι επεδίωκε να βρίσκει τον απαραίτητο χρόνο που χρειαζόταν για να εξοικειωθεί με τα θέματα και να τα γνωρίσει σε βάθος πριν τα φωτογραφίσει. «Ο χρόνος ήταν πάντα πιο σημαντικός για μένα από το να πληρώνομαι, γιατί ήθελα να εξοικειωθώ με το θέμα. Πρέπει να ξέρεις πολλά και μετά βλέπεις τα πράγματα με διαφορετικό πρίσμα». Οι φωτογράφοι του Τύπου σήμερα δεν έχουν πλέον αυτή την πολυτέλεια. Η παροδικότητα του Διαδικτύου έχει αφαιρέσει την εκδοτική τους πλατφόρμα. Ο Thomas Hoepker, από την άλλη πλευρά, διέθετε συχνά αρκετές εβδομάδες για να τραβήξει υλικό για μια ιστορία. Ως αποτέλεσμα, οι φωτογραφίες που έκανε είχαν μια οξυδέρκεια και μια ποίηση που είναι χαρακτηριστικά της εικονογραφίας που δημιουργεί. Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη δουλειά του είναι το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους και τα κοινωνικά ζητήματα. Με την «ενσυναίσθητη φωτογραφία» του βοήθησε στη διαμόρφωση ενός φωτογραφικού είδους που αγκαλιάζει τις ανησυχίες των μη προνομιούχων Ο Thomas Hoepker στέκεται σε αυτή την παράδοση. Κάτι άλλο που υπάρχει σε όλες τις φωτογραφίες του Thomas Hoepker είναι η τάση του προς την τυπική τελειότητα. Έχει καταφέρει να συνδυάσει δύο βασικά στοιχεία της φωτογραφίας – το κάδρο και το περιεχόμενο. «Η φωτογραφία μου έχει να κάνει με την αναμονή στο παρασκήνιο μέχρι να ταιριάξουν όλα στη θέση τους και να ενωθούν στην εικόνα». Αυτή η τεχνικά τέλεια κυριαρχία του στο φωτογραφικό μέσο δεν θα αρκούσε για να τον οδηγήσει στην επιτυχία του αν δεν συνδυαζόταν και από μια αλάνθαστη αίσθηση της σύγχρονης ιστορίας, κομμάτι της οποίας ένιωθε ότι αποτελούσε κι ο ίδιος.
Αν και οι πρώτες φωτογραφίες του Hoepker από τις ΗΠΑ ήταν εμποτισμένες με μια αίσθηση μελαγχολίας, εξακολουθούσε να έχει μια πίστη στο Αμερικανικό Όνειρο, γεγονός που τον οδήγησε πίσω στη Νέα Υόρκη, το 1976, ως ανταποκριτή του Stern, για να παραμείνει εκεί για μια δεκαετία. Από το 1978 έως το 1981 ήταν διευθυντής φωτογραφίας για το Αμερικάνικο Geo. Ο Hoepker έχει τεκμηριώσει το χαρακτηριστικό κοινωνικό τοπίο της Νέας Υόρκης από τότε που μετακόμισε εκεί το 1976. Η φωτογραφία του Lovers Lane δείχνει ζευγάρια να ερωτοτροπούν σε ένα πάρκινγκ του Νιου Τζέρσεϊ το ηλιοβασίλεμα, με τους Δίδυμους Πύργους να λάμπουν σε ροζ χρυσό χρώμα στο βάθος. Η πόλη της Νέας Υόρκης είναι επίσης η τοποθεσία της πιο καθοριστικής, αν και αμφιλεγόμενης φωτογραφίας του Hoepker. Καθώς φωτογράφιζε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους σε πραγματικό χρόνο, κατέγραψε πέντε νεαρούς να συνομιλούν σε μια αλέα στο Williamsburg του Μπρούκλιν, στις όχθες του East River. Το φωτεινό μπλε του ουρανού που προβάλλει πάνω από τους νεαρούς διακόπτεται από ένα λευκό σύννεφο καπνού και στάχτης που ανεβαίνει από το μέρος που λίγο πριν είχαν πληγεί οι Πύργοι. Η φωτογραφία προκάλεσε έντονη διαμάχη όταν τελικά δημοσιεύτηκε το 2006. Η εικόνα της Αμερικάνικης νεολαίας που φαινομενικά χαμογελούσε και έκανε ηλιοθεραπεία καθώς ο θάνατος και η καταστροφή μαίνονταν πίσω τους, ερμηνεύτηκε από πολλούς σαν μια σκληρή κοινωνική αδιαφορία. Δύο άτομα που φαίνονται στη φωτογραφία εμφανίστηκαν για να υποστηρίξουν ότι η στάση τους είχε παρεξηγηθεί και παραποιηθεί από τον Hoepker. Οι ίδιοι ισχυρίστηκαν ότι στην πραγματικότητα είχαν συζητήσει για τις επιθέσεις και παραπονέθηκαν ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε χωρίς τη συγκατάθεση τους. Ο Hoepker, υποστηρίζοντας το δικαίωμα του φωτογράφου να φωτογραφίζει ότι ακριβώς βλέπει μπροστά του, δήλωσε: «Ως φωτορεπόρτερ, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μην επηρεάσω τα γεγονότα που βλέπω. Αν ξεκινούσα μια συνομιλία ή ζητούσα την άδεια για να φωτογραφίσω, θα αλλάζατε οποιαδήποτε αυθεντική κατάσταση σε μια στιγμή».
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη ο Hoepker αναβαθμίστηκε στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Stern, ενώ από το 2003 έως το 2006 διετέλεσε Πρόεδρος του Magnum. Το 2017, σε ηλικία 81 ετών, διαγνώστηκε με άνοια σε πρώιμο στάδιο. Ο άνθρωπος που η τέχνη του έχει γίνει μέρος της συλλογικής μνήμης άρχισε να χάνει πλέον σιγά-σιγά τις δικές του αναμνήσεις. Το τελευταίο του μεγάλο όνειρο: Ένα οδικό ταξίδι στις ΗΠΑ με τη βοήθεια της δεύτερης συζύγου του, την κινηματογραφίστρια Christine Kruchen. Το νέο road-trip έγινε αυτή τη φορά το 2020 με ένα τροχόσπιτο, συνοδευόμενοι από κινηματογραφικό συνεργείο. Μια λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της. Η πρώτη φωτογραφία τραβήχτηκε στο ίδιο σημείο, στην όχθη του ποταμού, που τραβήχτηκε και η πολύ-συζητημένη φωτογραφία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ταξιδεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες τον καιρό της πανδημίας, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου κινήματος Πολιτικών Δικαιωμάτων στην πρόσφατη ιστορία μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και σε μια προεκλογική χρονιά, ο Hoepker και οι σύνοδοί του συνάντησαν ένα έθνος εξίσου πολωμένο όπως ήταν και 60 χρόνια νωρίτερα. Αν και τα γεγονότα που διαδραματίζονται παραμένουν τα ίδια, η προσέγγιση του Hoepker έχει αλλάξει. Δεν ήταν πλέον νεαρός φωτορεπόρτερ στην αρχή της καριέρας του. Έχει μεγαλώσει, έχει ωριμάσει, έχει γίνει μάρτυρας σχεδόν μισού αιώνα αμερικανικής ζωής.
Οι νεότερες, έγχρωμες και ψηφιακές αυτή τη φορά, οι φωτογραφίες του είναι διαφορετικές: δείχνουν λιγότερο τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής και περισσότερο προσφέρουν μια πανοραμική ματιά στο τοπίο της Αμερικής σήμερα. Από την ομορφιά ενός ηλιοβασιλέματος πίσω από τη γέφυρα Golden Gate μέχρι τη σκοτεινιά του τείχους των συνόρων του Τραμπ με το Μεξικό. Τα νέα κάδρα του συχνά στερούνται ανθρώπους και επικεντρώνονται σε ένα αίσθημα απώλειας, μέσα στα ατελείωτα τοπία. Αντιπροσωπεύουν μια πολύ πιο προσωπική εξερεύνηση της χώρας που έχει αγαπήσει – παρά τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις της. Οι νέες εικόνες αποκαλύπτουν επίσης έναν έμπειρο φωτογράφο, έναν ευαίσθητο χρονικογράφο. Από κοινού όμως, υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος. Και οι δύο σειρές δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ με τίτλο «The Way it Was: Road Trips USA». Βλέποντας τις δύο σειρές μαζί, αναγνωρίζεις τη συναρπαστική ματιά του Hoepker πάνω στη χώρα, όπως αυτή εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, καθώς επίσης αποκαλύπτει και την εξέλιξη του φωτογράφου, αλλά και τη μελαγχολία των γηρατειών. Μερικές από τις αναμνήσεις του Hoepker έχουν πλέον χαθεί, αλλά οι φωτογραφίες του παραμένουν. Στέκονται ως μαρτυρία για τον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί, όπως παραδέχτηκε κάποτε, «Κάθε φωτογραφία που τραβάτε είναι ως ένα βαθμό αυτοπροσωπογραφία. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν μπορείς να κάνεις καμία εικόνα, αν δεν κουβαλάς ήδη αυτή την εικόνα μέσα σου».
Χρήστος Κοψαχείλης, Οκτώβριος 2023
Βιβλιογραφία:
Thomas Hoepker: Italia, Buchkunst Berlin, 2023
Thomas Hoepker: DDR Ansichten, Hatje Cantz Verlag, 2011
Thomas Hoepker: Heartland – An American Road Trip in 1963, Wanderer, 2013
Thomas Hoepker: Wanderlust, teNeues, 2014
Thomas Hoepker: The Way it was, Steidl, 2022