Francesca Woodman (1958-1981)

Ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωινό, στις 19 Ιανουαρίου του 1981, μια νεαρή κοπέλα πήδηξε από τη σοφίτα ενός ψηλού κτιρίου της Ανατολικής πλευράς του Μανχάταν και έβαλε πρόωρο τέλος στη μικρή, μόλις είκοσι δύο ετών, ζωή της. Κανείς απ’ όσους παραβρέθηκαν στη σκηνή δεν ήξεραν κάτι γι’ αυτήν, ούτε υπήρχε κάποιο προσωπικό στοιχείο πάνω της που να βοηθούσε στην αναγνώρισή της. Η βίαιη πρόσκρουση από τη πτώση είχε παραμορφώσει το πρόσωπό της κι έτσι το σώμα της παρέμεινε αζήτητο στο νεκροτομείο, μέχρι να την ταυτοποιήσουν από τα ρούχα που φόραγε. Οι γονείς της κοπέλας έχαιραν μεγάλης εκτίμησης στη καλλιτεχνική κοινότητα των ΗΠΑ, καθώς ο πατέρας της George Woodman ήταν ζωγράφος και καθηγητής κριτικής της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, ενώ η μητέρα της, Betty Abrahams-Woodman, ήταν μια συνεχώς εξελισσόμενη κεραμίστρια. Η νεαρή αυτόχειρας Francesca Woodman είχε προλάβει, στο μικρό διάστημα που έζησε, να δημιουργήσει ένα πολύ σημαντικό και απολύτως προσωπικό φωτογραφικό έργο, το οποίο συνεπικουρούμενο από το σοκ του απρόσμενου θανάτου της εκτίναξε το ενδιαφέρον των κριτικών και των γκαλερί στα ύψη, χρίζοντας την ως την απόλυτη underground star της φωτογραφίας στις αρχές του millennium. Η ειρωνεία είναι ότι η, διαγνωσμένη καταθλιπτική, Francesca έβαλε αυτό το τραγικό τέλος στη ζωή της απογοητευμένη επειδή θεωρούσε ότι οι φωτογραφίες της δεν έβρισκαν την αναγνώριση που αυτή επιθυμούσε. Ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο και το ήθελε «τώρα», όπως τόνιζαν οι στίχοι και τα συνθήματα της εποχής στην οποία μεγάλωσε. Η Betsy Berne, παιδική φίλη και συμφοιτήτρια της, δημοσιογράφος και συγγραφέας σήμερα, θυμάται σχετικά: «Ήταν πολύ περισσότερο εξελιγμένη πνευματικά (sophisticated) από ό, τι οι υπόλοιποι της παρέας. Ήταν 20 ετών, και όμως τόσοι πολλοί άνθρωποι ήδη τη ζήλευαν. Στα 20 σου όμως βιάζεσαι για να πετύχεις. Θεωρείς ότι πρέπει να γίνεις διάσημος μέσα σε 30 δευτερόλεπτα, πολύ περισσότερο αν έχεις κάνει αυτό το πολύ σημαντικό έργο από την ηλικία των δεκατεσσάρων. Η πίεση που ένιωθε ήταν έντονη».

Η Francesca Woodman γεννήθηκε στο Denver του Coloranto των ΗΠΑ στις 3 Απριλίου του 1958. Σε όλη τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, τόσο αυτή όσο και ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος της αδελφός της Charles,  περιτριγυριζόταν  συνεχώς από ζωγράφους, σκηνοθέτες, συγγραφείς, κριτικούς τέχνης – φίλους και συνεργάτες των γονιών της. Το σπίτι τους ήταν τόπος κοινωνικής συνεύρεσης και στέκι για όλη την καλλιτεχνική κοινότητα του Boulder, όπου έμεναν. Συχνά φιλοξενούσαν και επισκέπτες καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο David Hockney και ο Richard Serra. Η Τέχνη ήταν η ουσιαστική θρησκεία της οικογένειας Woodman. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, με όλο αυτό το πνευματικό φορτίο και την ευρύτερη καλλιέργεια, αλλά και με βαθιά γνώση γύρω από την ευρωπαϊκή παιδεία, ήταν κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένο ότι τα αδέλφια θα στρεφόντουσαν κι αυτά προς τη δημιουργική και την καλλιτεχνική ενασχόληση. Σήμερα ο Charles Woodman είναι ένας γνωστός video artist που επεκτείνεται στα μέσα ενημέρωσης και εργάζεται με έδρα το Πανεπιστήμιο του Cincinnati.

Το 1965 η φοίτηση της Francesca στο δημόσιο δημοτικό σχολείο του Boulder διεκόπη, καθώς η οικογένεια Woodman μετακόμισε για ένα χρόνο στην Ιταλία, εκμεταλλευόμενη το sabbatical του πατέρα της. Η αγάπη των γονιών της για τη πατρίδα της Αναγέννησης και το πάθος τους για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, τους ώθησαν να αγοράσουν το 1968 ένα παλιό αγρόκτημα στην Antella, μια περιοχή κοντά στη Φλωρεντία και έκτοτε να περνούν εκεί τα καλοκαίρια τους. Το 1972, σε ηλικία 13 χρονών, η Francesca ξεκίνησε να φοιτά στο γυμνάσιο Abbott Academy ένα ιδιωτικό οικοτροφείο της Μασαχουσέτης. Έχοντας ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη φωτογραφία, παίρνει μαζί της την φωτογραφική μηχανή του πατέρα της, μια διοπτική Yashica 6X6, την οποία συνέχισε να χρησιμοποιεί σε όλη την πορεία της. Ο George Woodman αναφέρει σχετικά: “Εγώ και η μητέρα της ήμασταν καλλιτέχνες, οι φίλοι μας ήταν επίσης καλλιτέχνες. Η Τέχνη ήταν πολύ σοβαρή δουλειά για μας. Έτσι ήταν πολύ φυσιολογικό για τη Francesca να ασχοληθεί με τη τέχνη, αν και δεν προσπάθησε να κάνει ότι κάναμε εμείς. Έστρεψε τη προσοχή της από την αρχή στη φωτογραφία, ένα μέσο με το οποίο εμείς δεν είχαμε ασχοληθεί ποτέ. Κόλλησε από μόνη της, αλλά είχε 50 εκατομμύρια ιδέες!”. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης της στο γυμνάσιο η Woodman απέκτησε τις απαραίτητες γνώσεις για τη λήψη και την επεξεργασία της φωτογραφίας παρακολουθώντας τα σχετικά μαθήματα που της επέτρεψαν να ξεκινήσει τη φωτογραφική σταδιοδρομία της.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε να εξερευνά μερικές από τις ιδέες που θα εμφανίζονταν στο μεταγενέστερο έργο της, όπως η εντυπωσιακά γκροτέσκ σειρά φωτογραφιών στο νεκροταφείο του Boulder. Σε μία από αυτές η Woodman σέρνεται γυμνή μέσα από το άνοιγμα μιας επιτύμβιας στήλης. Το κινούμενο σώμα της κατέγραψε ένα θολό είδωλο στο φιλμ, σαν να ήταν τόσο ασήμαντο και άυλο όσο ο αέρας γύρω του. Είναι το πιο πρώιμο δείγμα της τεχνικής που υιοθέτησε και που έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία της μανιέρας της: χρησιμοποιώντας αργές ταχύτητες κλείστρου, επέτρεπε στο σώμα της να κινηθεί κατά τη διάρκεια της λήψης, μετατρέποντας έτσι αυτή τη κίνηση σε μια αινιγματική, αιθέρια φιγούρα. Στο ίδιο νεκροταφείο τραβήχτηκε και ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά αυτοπορτραίτα της. Η Woodman κείτεται ξαπλωμένη κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο στην όχθη ενός ποταμού, μισοβυθισμένη στο νερό. Οι ρίζες του δέντρου περικυκλώνουν απειλητικά το πάλλευκο γυμνό σώμα της που ξεπροβάλει από το νερό, ενώ τα βυθισμένα μέλη της και τα μακριά κυματιστά μαλλιά της μοιάζουν με προεκτάσεις των ριζών που χάνονται στο υγρό στοιχείο. Πίσω από το κορμό του δέντρου εκπέμπεται ένα αχνό, απόκοσμο λευκό φως αρκετό όμως για να αναδείξει τις ταφόπλακες των μνημάτων στο φόντο. Σ΄ αυτά τα πρώτα της βήματα η νεαρή Francesca βρήκε μεγάλη υποστήριξη από τον καθηγητή της Wenty Snyder MacNeil.  Πολύ αργότερα σημείωσε στο περιθώριο ενός τετραδίου της: “είχα πάντα την ανάγκη ενός εραστή ή ενός δασκάλου για να με ενθαρρύνει”.  

Το 1975 ξεκίνησε τις σπουδές της στο Rhode Island School of Design (RISD), στην Providence. Δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο παράρτημα του RISD στη Ρώμη της Ιταλίας, όπου φοίτησε για ένα χρόνο ακόμη, διάστημα κατά το οποίο έκανε κάποια από τα πιο ποιητικά και προκλητικά έργα της ζωής της. Λόγω των καλοκαιρινών διακοπών που είχε περάσει με την οικογένεια της στην Ιταλία, η Francesca μιλούσε άπταιστα ιταλικά. Σύχναζε στο βιβλιοπωλείο-γκαλερί Libreria Maldoror, που αποτελούσε στέκι των σουρεαλιστών και έτσι κατάφερε να έρθει σε επαφή με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κύκλο διανοούμενων και καλλιτεχνών, μέσω των οποίων γνώρισε το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό. Στους  χώρους του βιβλιοπωλείου μάλιστα, πραγματοποίησε και την πρώτη μικρή έκθεσή της. Επηρεασμένη από τον σουρεαλισμό άρχισε να χρησιμοποιεί πολλά από τα συμβολικά στοιχεία-φετιχ των σουρεαλιστών, όπως καθρέφτες, γάντια, πουλιά και κύπελλα. Το 1978 επέστρεψε στην Αμερική και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο RISD. Η συμφοιτήτριά της Betsy Berne αναφέρει: «Ήταν εκκεντρική. Τον πρώτο καιρό δεν ήθελα καθόλου να κάνουμε παρέα, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, καθώς μοιραζόμασταν τον ίδιο κοιτώνα και έτσι δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτήν. Φαινόταν σαν να έχει γεννηθεί σε λάθος αιώνα – δεν παρακολούθησε ποτέ της τηλεόραση, δεν έδειχνε κανένα σοβαρό ενδιαφέρον για τη μουσική και ήταν εντελώς έξω από την ποπ κουλτούρα. Αλλά αν ήθελε κάτι έκανε τα πάντα για να τα καταφέρει. Ζούσε έντονα και αφιερωνόταν στους στόχους της. Ήταν το είδος του ανθρώπου που ή τον αγαπάς ή τον μισείς».

Ενώ άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς της, όπως π.χ. η Cindy Sherman εργάστηκαν πάνω στις σύγχρονες εννοιολογικές και διαφημιστικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Woodman υποστήριξε μια πιο διαχρονική άποψη που εμπνέεται από τους κλασικούς μύθους και ενδιαφέρεται για τα κοινά καθημερινά αντικείμενα και κυρίως για την εξερεύνηση και του ίδιου του εαυτού της. Από το 1971, όταν σε ηλικία 13 χρονών τράβηξε το πρώτο αυτο-πορτραίτο της, μέχρι και τον πρόωρο θάνατό της η Woodman χρησιμοποίησε μανιωδώς τον εαυτό της σαν μοντέλο. Η ίδια ισχυριζόταν ότι ήταν απλώς θέμα “ευκολίας”. Ήταν πάντα διαθέσιμη, ενώ για την εύρεση ενός άλλου, κανονικού, μοντέλου θα χρειαζόταν και χρόνο και χρήμα. «Άλλωστε είναι πολύ πιο εύκολο να πείτε στον εαυτό σας τι να κάνει ή να χαμογελάσει ή να κοιτάξει με αυτόν ή τον άλλο τρόπο από το να το πείτε σε κάποιον άλλο». Παρούσα ως υπόσταση, σχεδόν πάντα φευγαλέα, σπανίως χειροπιαστή. Με τα μαλλιά να καλύπτουν το πρόσωπο της, με το κεφάλι συχνά εκτός κάδρου, με το σώμα ανεστίαστο ή θολό εξαιτίας της κίνησης. Μια θεμελιώδης και συνειδητή διαφοροποίηση από τις υπόλοιπες κοπέλες όλου του κόσμου, οι οποίες στην εφηβεία τους έχουν αποπειραθεί να φωτογραφίσουν τον εαυτό τους, ηδυπαθή, ευάλωτο, ευαίσθητο, μοιραίο, όπως τον φαντασιώνονται, όπως θα τον ήθελαν, όπως προσπαθούν να τον ανακαλύψουν.

Στη διάρκεια των σπουδών της και για τις ανάγκες των φωτογραφίσεων, αντί για στούντιο, έβρισκε παρακμιακούς και εγκαταλελειμμένους χώρους με ξεφτισμένους τοίχους, σκισμένες ταπετσαρίες, και σκονισμένα πατώματα για να ζει και να φωτογραφίζει. Παλιές πολυθρόνες ντυμένες με πολυτελή βελούδινα υφάσματα, ξεθωριασμένοι καθρέφτες και μεταλλικά κρεβάτια δημιουργούν την αίσθηση μιας άλλης εποχής, χωρίς κανένα σύγχρονο αντικείμενο που να συνδέει το θεατή με το παρόν. Η Woodman διάβαζε πολύ “Gothic” λογοτεχνία, η οποία είναι γεμάτη με νεκρικά σύμβολα, ταφικά μνημεία, στοιχειωμένα κτίρια, φαντάσματα και αγγέλους. Σε πολλές από αυτές τις ιστορίες οι θηλυκές πρωταγωνίστριες φυλακίζονται λόγω κάποιων εμμονών τους και παραμένουν φυλακισμένες μέχρι τον, συχνά βίαιο, θάνατό τους. Επηρεασμένη από αυτή τη “Gothic” αισθητική η Woodman φωτογραφίζει τον εαυτό της ντυμένο με παλιομοδίτικα ρούχα ή γυμνό να περιφέρεται σαν σκιά που αποσυντίθεται με φόντο ξεφλουδισμένους ετοιμόρροπους τοίχους. Άλλοτε πάλι αυτο-φωτογραφίζεται εγκλωβισμένη σε γυάλινες προθήκες, ντουλάπια ή άλλα έπιπλα δημιουργώντας μια κλειστοφοβική αίσθηση και προσπαθώντας να οπτικοποιήσει την αέναη κατάσταση άγχους που βίωνε ζώντας καθημερινά με το θάνατο συνεχώς σφηνωμένο στο μυαλό της.

Χρησιμοποιούσε μηχανές κυρίως μεσαίου ή μεγάλου φορμά και είχε υιοθετήσει τη χρήση αργών ταχυτήτων με σκοπό η ηθελημένη κίνηση του σώματος να δημιουργήσει από ένα θολό, φευγαλέο είδωλο στη φωτογραφία, μέχρι και να προκαλέσει την παντελή εξαφάνιση του υποκειμένου. Η Woodman με αυτό τον τρόπο επεδίωξε να ενσωματώσει την έννοια του χρόνου στις φωτογραφίες της ανατρέποντας τη γραμμική ροή μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Έτσι η ίδια, ή τα μοντέλα της, αφομοιώνονται από το περιβάλλον τους, προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητα, γίνονται ένα με τις σκιές και τα σημάδια της φθοράς του χρόνου στους τοίχους. Την ίδια αντίληψη παιχνιδιάρικης οφθαλμαπάτης προσπαθεί να εφαρμόσει η Woodman ακόμη και σε εξωτερικές λήψεις σε φυσικούς χώρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φωτογραφία στην οποία ποζάρει με τα χέρια στην ανάταση έχοντας τοποθετήσει στα μπράτσα της, σαν μανίκια, φλοιούς δέντρου. Τα χέρια της ανυψώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιπαρατίθενται με τους λεπτούς κορμούς των σημύδων που την πλαισιώνουν στο βάθος.

Αν αναλογιστούμε ότι η Woodman έζησε σε μια περίοδο φεμινιστικής αφύπνισης και αν επίσης λάβουμε υπόψη μας ότι το σύνολο του έργου της δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβική και μετ΄ εφηβικής ηλικίας της, τότε θα μας φανεί πολύ φυσιολογική η έντονη προσπάθεια εξερεύνησης του σώματος και της σεξουαλικότητας της που εμφανίζεται στις φωτογραφίες της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίοι οι υπαινιγμοί που υποκρύπτονται πίσω από τα αντικείμενα που εμφανίζονται στις φωτογραφίες της: ο κρίνος για να υποδηλώσει την αγνότητα, ο κύκνος για τη γυναικεία χάρη, τα κυματιστά μαλλιά που υπονοούν την ατίθαση φύση της και τα χέλια ή τα λαχανικά με τα επιμήκη σχήματα σε υπενθύμιση σεξουαλικών οργάνων.

Το 1979, μετά την αποφοίτησή της, εγκαταστάθηκε στο MacDowell Colony, μια κοινοβιακή καλλιτεχνική κοινότητα στο New Hampshire, με σκοπό να εργαστεί σαν φωτογράφος μόδας. Έχοντας σαν πρότυπο τη δουλειά της Deborah Turbeville, η οποία συνήθιζε κι αυτή  να φωτογραφίζει τα μοντέλα της σε εγκαταλελειμμένους, ημι-ερειπωμένους χώρους, η Woodman συνέχισε να χρησιμοποιεί τα ίδια σκηνικά και να αυτοφωτογραφίζεται, αλλά … ντυμένη ως μοντέλο αυτή τη φορά. Ποζάρει φορώντας προκλητικά εσώρουχα, δαντέλες, παλιομοδίτικα (vintage θα τα λέγαμε σήμερα στα ελληνικά!) ρούχα και εμπλουτίζει τα αντικείμενα-φετίχ που χρησιμοποιεί τυλίγοντας το κορμί της με πέρλες, γούνες και μακριές εσάρπες. Σε μια φωτογραφία φαίνεται να λυγίζει σαν να παραπατά, φορώντας τις άβολες γι’ αυτήν μυτερές ψιλοτάκουνες γόβες. Οι καθρέφτες, που γεφυρώνουν το χώρο του παραμυθιού με αυτόν της μόδας, εξακολουθούν να κυριαρχούν στις συνθέσεις της, όπως ακριβώς και στη σειρά Selfdeceit (αυτο-εξαπάτηση, Ρώμη 1978) στην οποία εμφανίζεται γυμνή, πότε να ποζάρει μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και πότε να προσπαθεί να εισχωρήσει σ’ αυτόν με σκοπό να αντικαταστήσει το είδωλο της. Στη στροφή προς τη φωτογραφία μόδας η Woodman διατηρεί το μοναδικό, ονειρικό στυλ της, μόνο που τώρα δεν αφήνει για πολύ ώρα ανοιχτό το κλείστρο της μηχανής της αποφεύγοντας τα κουνημένα είδωλα και  υιοθετώντας μια καθαρότερη περιγραφή. Δουλεύει ακατάπαυστα και προσπαθεί να προωθήσει τη δουλειά της κάνοντας τουλάχιστον ένα επαγγελματικό τηλέφωνο την ημέρα, όπως ενημερώνει τους γονείς της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο χώρος της μόδας έχει τα στεγανά του και η Woodman είναι πολύ ανυπόμονη. Οι αποτυχημένες προσπάθειες της να εισχωρήσει στο χώρο της μόδας και το άδοξο τέλος μιας ερωτικής της σχέσης εμφάνισαν τα πρώτα σημάδια κατάθλιψης. Η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας ήρθε το φθινόπωρο του 1980. Επέζησε, έλαβε ψυχιατρική θεραπεία και μετακόμισε κοντά στους γονείς της, οι οποίοι εκείνο το καιρό ζούσαν πια στο Μανχάταν.

Στην αρχή η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται. Η Francesca, για να ξεφύγει, ασχολήθηκε με την έκδοση ενός μικρού βιβλίου με φωτογραφίες της. Επρόκειτο για την τυπογραφική αναπαραγωγή ενός χειροποίητου βιβλίου που είχε φτιάξει μόνη της κατά τη διάρκεια των σπουδών της στη Ρώμη. Είχε χρησιμοποιήσει ένα πολύ παλιό ιταλικό εγχειρίδιο Γεωμετρίας που είχε το τίτλο Esercizi Graduati di Geometria“. Η Woodman είχε κολλήσει 16 φωτογραφίες της στις κιτρινισμένες από το χρόνο σελίδες του βιβλίου και πρόσθεσε χειρόγραφες σημειώσεις με μολύβι πάνω στα σχήματα και τους μαθηματικούς τύπους. Χρησιμοποίησε λευκό διορθωτικό υγρό για να δημιουργήσει το κατάλληλο φόντο στο μωβ-ροζ απόχρωσης εξώφυλλο και πάνω του έγραψε το τίτλο της συλλογής της Some Disordered Interior Geometries (Κάποιες Διαταραγμένες Εσωτερικές Γεωμετρίες).   Η αντίθεση ήταν προφανής. Ο αρχικός σκοπός του βιβλίου ήταν να βοηθήσει τους αναγνώστες του στην επίλυση των ασκήσεων μέσω των λογικών κανόνων της γεωμετρίας, οι φωτογραφίες της Woodman αφορούν τις αιώνια αναπάντητες ερωτήσεις που θέτουν πάντα οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Το βιβλιαράκι των 24 σελίδων κυκλοφόρησε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1981 και ήταν το μοναδικό βιβλίο της που είδε τυπωμένο. Λίγες μέρες μετά αυτοκτόνησε. Από τα 500 αντίτυπα που εκτυπώθηκαν τα περισσότερα μοιράστηκαν από την οικογένεια της σε όσους τους συμπαραστάθηκαν τη μέρα της κηδεία της, σε ανάμνηση της ζωής και του έργου της. Για τα ελάχιστα πρωτότυπα που μπορείς να βρεις σήμερα πρέπει να είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις από $12.000 ως $18.000 (συν $4 για ταχυδρομικά!) ή να αρκεστείς σε μια αναπαραγωγή του 2016.  Πάντως η πληρέστερη μονογραφία της είναι η ομώνυμη της, που εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Phaidon.

Αν και η Woodman χρησιμοποίησε αρκετές φωτογραφικές μηχανές κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας της, οι περισσότερες από τις φωτογραφίες της λήφθηκαν με κάμερες μεσαίου φορμά που παρήγαγαν τετραγωνικά αρνητικά 6×6 εκατοστών. Άφησε τουλάχιστον 10.000 αρνητικά και περίπου 800 εκτυπωμένες φωτογραφίες, εκ των οποίων μόνο 250 έχουν δημοσιευθεί ή εκτίθενται. Όσο ζούσε είχε λίγες ευκαιρίες να παρουσιάσει δουλειά της, αλλά μετά τη τραγική κατάληξη της το έργο της αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταθανάτιων ατομικών εκθέσεων, αρχής γενομένης από το 1986, οπόταν και οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση της στο Μουσείο Wellesley στη Μασαχουσέτη. Έκτοτε ακολούθησαν πολλές εκθέσεις στα μεγαλύτερα μουσεία της Αμερικής και της Ευρώπης με την πιο πρόσφατη (2015-2017) μια περιοδεύουσα  στα μουσεία Moderna Museet της Στοκχόλμης, Foam Photography Museum του Άμστερνταμ, Fondation Henri Cartier-Bresson του Παρισιού, Moderna Museet στο Μάλμε και στο Finnish Museum of Photography στο Ελσίνκι με τίτλο  On Being an Angel. Το 2005 είχαμε και στην Αθήνα την ευκαιρία να δούμε φωτογραφίες της Woodman, στο Μέγαρο Μουσικής, στα πλαίσια της μεγάλης ομαδικής έκθεσης “Φωτογραφία και Μόδα”, την οποία είχε επιμεληθεί ο Πλάτων Ριβέλλης, ο οποίος μάλιστα είχε επιλέξει μια δική της φωτογραφία για το εξώφυλλο του καταλόγου.

Εκτός από τα βιβλία και τις εκθέσεις, πληροφορίες για τη  Woodman μπορούμε να πάρουμε και από δύο ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί εμπνευσμένα από το έργο, αλλά κυρίως από τη ζωή και το τραγικό θάνατό της. Το παλαιότερο, ένα πειραματικό βίντεο 35 λεπτών με τίτλο  The Fancy, γυρίστηκε το 2000 από την Elisabeth Sybrin, αλλά δεν είχε τη πλήρη συγκατάθεση της οικογένειάς της. Αντιθέτως στο μεγάλου μήκους (1:22:30) ντοκιμαντέρ με τίτλο The Woodmans”, που κυκλοφόρησε την τριακοστή επέτειο από το θάνατό της, ο σκηνοθέτης Scott Willis είχε απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις φωτογραφίες, τα ιδιωτικά ημερολόγια και τα πειραματικά βίντεο της Francesca. Στο φιλμ, που διακρίθηκε ως «Best New York Documentary» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Tribeca, ο σκηνοθέτης προσπαθεί μέσα από τις δηλώσεις των γονέων και του αδελφού της να αποδώσει ένα πληρέστατο πορτραίτο ή ένα επεξηγηματικό «μακροσκελές επιθανάτιο σημείωμα» της Woodman. Αλήθεια, τι είναι αυτό που ωθεί μια νέα, όμορφη, ταλαντούχα και ευαίσθητη κοπέλα να πηδήξει από το παράθυρό της; «Σε κάθε καλλιτέχνη ενυπάρχει ένα υψηλό ψυχικό ρίσκο», λέει ο πατέρας της George Woodman σε ένα απόσπασμα της ταινίας. O οποίος μετά τον θάνατο της κόρης του ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη φωτογραφία, δημιουργώντας όμως συνθέσεις που είχαν τρομακτική ομοιότητα με αυτές της κόρης του. Η μητέρα της σπεύδει να διευκρινίσει ότι αυτός ήταν μάλλον ο τρόπος του για να αντιμετωπίσει την τόσο επώδυνη απώλεια, άφησε όμως ασχολίαστη τη δήλωση για την κόρη του: «Ήταν τόσο καλή, που έκανε τη δική μου δουλειά να φαίνεται αφελής». Ακόμη όμως και αυτές οι φιλότιμες προσπάθειες του σκηνοθέτη, που χρειάστηκαν τρία χρόνια έρευνας, ενδελεχούς ανάγνωσης των ημερολογίων της και γυρισμάτων, συν τρία χρόνια που χρειάστηκαν για να πείσει τους γονείς της να δεχτούν να συμμετάσχουν, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη μυστηριώδη, εύθραυστη φύση αυτής της πολλά υποσχόμενης καλλιτέχνιδος. Η ίδια έγραψε για τελευταία φορά στο ημερολόγιό της: «Δεν με τρομάζει η πραγματικότητα, αλλά τα πράγματα που έχω μέσα στο κεφάλι μου. Δεν έχει να κάνει με το ότι δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη μεγάλη πόλη, δεν έχει σχέση με αυτο-αμφισβήτηση ή με το ότι η καρδιά μου είναι κενή. Ούτε έχω σκοπό να δώσω ένα μάθημα στους ανθρώπους. Απλώς είναι η άλλη πλευρά».

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούνιος 2017

Πηγές: 

  • Francesca Woodman, by Chris Townsend / Phaidon, 2007 & 2016
  • Francesca Woodman, by Corey Keller / Distributed Art Publishers, 2011
  • Francesca Woodman : On Being an Angel / Walther König, 2015
  • Francesca Woodman : Some Disordered Interior Geometries / 2016
  • Φωτογραφία και Μόδα, επιμέλεια Πλάτων Ριβέλλης / Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2004
  • Laura Dodson : Francesca Woodman, Μια σύντομη ζωή, ένα σημαντικό έργο – Περιοδικό Φωτογράφος