Elliot Erwitt (1932)
Ευρωπαίος που κατέληξε στο Λος Άντζελες μετά από μια νομαδική εφηβεία, ακολουθώντας τους γονείς του στο Παρίσι, Ρώμη και Μιλάνο, ο Elliott Erwitt ανακαλύπτει πολύ νέος την φωτογραφία, παθιάζεται και αποφασίζει ότι αυτό θα είναι το επάγγελμά του. Το 1946, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου αποδεικνύει ότι ξέρει να κινείται, να γνωρίζει και συναναστρέφεται με τα κατάλληλα πρόσωπα, όπως τον Edward Steichen και τον Roy Stryker. Έχει πάντα εύχερη μια φωτογραφική μηχανή και φωτογραφίζει συνεχώς. Από τις πρώτες φωτογραφίες του μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα καταπληκτικό, φυσικό ταλέντο που θα γίνει αργότερα ένα στυλ, το δικό του, αδιαμφισβήτητο στυλ, που γεννιέται από μια έμφυτη ικανότητα να
συλλαμβάνει αστραπιαία το ασυνήθιστο στην καθημερινότητα. Μερικές φορές πρόκειται για την ικανότητα του να μπορεί να διακρίνει μια χειρονομία ή ένα βλέμμα, αλλά μερικές φορές πρόκειται για διαίσθηση, να προβλέπει την εξέλιξη μιας δράσης που μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια ιδιόμορφη, ή αστεία ή συγκινητική κατάσταση. Ξέρει να μεταφράζει σε εικόνες τον εύθυμο χαρακτήρα του, πάντοτε έτοιμος να χαμογελάσει, με την λεπτή του ειρωνεία, την αίσθηση του χιούμορ, την ευχαρίστησή του για το παράδοξο, την τρυφερότητά του. Σ’ αυτό το ταλέντο αρχίζουν να προσφεύγουν και τα μεγάλα περιοδικά ποικίλης ύλης, εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερα, που εμφανίζονται εκείνα τα χρόνια, ενώ η τηλεόραση ακόμα δεν υπάρχει. Διαδίδουν όλες τις οπτικές πληροφορίες από τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα στον κόσμο: στις ΗΠΑ το “Life”, το “Look” και το μυθικό “Picture Post” του Bert Hardy, στην Ευρώπη το “Stern”, το “Paris Match”, το “Le Ore” και ύστερα το “Epoca” και το “L’Europeo”.
To Magnum και το μεγάλο ρεπορτάζ
Με το περιοδικό ποικίλης ύλης δημιουργείται και η μεγάλη, σύγχρονη, φωτοδημοσιογραφία. Τέσσερις φωτογράφοι – ο Henri Cartier-Bresson, ο Robert Capa, ο George Rodger, o David Seymour – και o William Vandivert ιδρύουν το Magnum Photos, αυτό που θα γίνει και θα παραμείνει το πιο έγκυρο, φωτοδημοσιογραφικό πρακτορείο του κόσμου και θα είναι συγκεκριμένα ο Robert Capa αυτός που θα προτείνει την αποδοχή του Erwitt στο πρακτορείο, ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Γιατί στο Magnum, σήμερα όπως και τότε, η είσοδος ενός νέου μέλους γινόταν και γίνεται μόνο κατόπιν πρόσκλησης ή μετά την έγκριση του δημοσιευμένου έργου ενός φωτογράφου από μια επιτροπή μελών-φωτογράφων του πρακτορείου.
Τα θέματα δεν απουσιάζουν. Στην Ευρώπη ο ψυχρός πόλεμος συνοδεύει την επίπονη ανασυγκρότηση από τα ερείπια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στον
κόσμο ξεσπάει ο “θερμός” πόλεμος στην Νοτιοανατολική Ασία και στην Αλγερία. Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει στρατιωτικά στην Ουγγαρία και λίγα χρόνια αργότερα, στην Τσεχοσλοβακία. Όμως τα περιοδικά ποικίλης ύλης χρειάζονται μικρά, καθημερινά γεγονότα. Πρέπει να ξέρεις να χαμογελάς και να κάνεις τους άλλους να χαμογελούν και για να μην καταλήξεις στην κοινοτυπία θα πρέπει να ανακαλύψεις το ασυνήθιστο, το αναπάντεχο, την εικόνα, που θα είναι σε θέση να εντυπωσιάσει. Σ’ αυτό, ο Erwitt έχει ήδη γίνει ένας αυθεντικός δάσκαλος και στο ταλέντο του προσφεύγουν ακόμα και σε καταστάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την καθημερινότητα. Απόδειξη είναι η ιστορική συνάντηση μεταξύ του Nikita Kruscev και του Richard Nixon, όπου ξαναβρίσκουμε επίσης δύο βασικά στοιχεία του δικού του στυλ, την χειρονομία και το βλέμμα, που μεταβάλλονται σε μήνυμα, που υποδεικνύουν μια σαφή λεζάντα στη φωτογραφία.
Έχει γραφτεί ότι ο Erwitt είχε αναπτύξει αυτή την ιδιαίτερη ικανότητα από παιδί, όταν χρησιμοποιούσε ακριβώς τις χειρονομίες και τις εκφράσεις του προσώπου του για να προσπαθήσει να κατανοήσει τους συνομιλητές του που μιλούσαν άγνωστες γι’ αυτόν γλώσσες. Πράγματι, από την οικογένειά του είχε μάθει μόνο τα ρωσικά, που μιλούσαν οι γονείς του. Στη συνέχεια φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο στην Ιταλία και λίγα χρόνια αργότερα, σε ένα λύκειο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η “υπάκουη δημιουργικότητα”
Εάν αληθεύει το γεγονός ότι ο Erwitt είναι μεταξύ των φωτογράφων οι οποίοι περισσότερο από τους άλλους ήξεραν να διαχωρίζουν και να κρατούν ξεχωριστές, την προσωπική από την εμπορική έρευνα (“εγώ είμαι ο καλύτερος πελάτης του εαυτού μου”), είναι επίσης αληθές, όπως παραδέχεται, ότι μερικές φορές μπορεί να υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη. Μια παραγγελία που μπορεί κιόλας να είναι καλά αμοιβόμενη, “που σου ζητούν να δημιουργήσεις φωτογραφίες που εσύ θα τις τραβούσες σε κάθε περίπτωση, μόνο και μόνο από πάθος. Τότε είναι το άκρον άωτον”.
Από τις εικόνες του φωτογράφου, διαφαίνεται ξεκάθαρα και ο χαρακτήρας του ανθρώπου Erwitt, που διαθέτει τεράστια καλοσύνη. Ο Erwitt είναι τρυφερός και η τρυφερότητά του διοχετεύεται κυρίως σε σκυλιά και σε παιδιά. Τα φωτογράφιζε και τα δύο από την ίδια ημέρα που έπιασε μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια του. Στα σκυλιά αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο, με τίτλο “Dog Dogs”, αρχίζοντας ακριβώς από εκείνες τις μέρες που κατεβαίνοντας από ένα λεωφορείο Greyhound, έφθασε στη Νέα Υόρκη. Όμως ο Erwitt έχει επίσης και μια έκδηλη αίσθηση του χιούμορ. Μια τρυφερή ειρωνεία που εκφράζεται στο αστείο που το έχει πάντα έτοιμο, τόσο στη συζήτηση όσο και τη στιγμή που ετοιμάζεται να φωτογραφήσει, καθώς και στην απόλαυση του παράδοξου.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται θετικά
Δεν μπορούμε να κλείσουμε αυτές τις σύντομες, εισαγωγικές σημειώσεις χωρίς να μιλήσουμε για μια άλλη πλευρά, που είναι η πιο σημαντική, του χαρακτήρα του: την
θετική σκέψη. Ο Erwitt είναι ο άνθρωπος που σκέφτεται θετικά, όπως θετική είναι μια φωτογραφία, αν και για να δημιουργηθεί θα πρέπει πρώτα να εκτεθεί ένα αρνητικό και σε ολόκληρη την παραγωγή του δεν μπορούμε να βρούμε ούτε μια εικόνα πολέμου, βίας ή ωμότητας. Δεν είναι ότι κλείνει τα μάτια του μπροστά στην πραγματικότητα: απλά, η ακλόνητη αποστροφή του για κάθε μορφή βίας και επιβολής εκδηλώνεται στη φωτογραφία του όπως και στην ίδια του τη ζωή, με την περισυλλογή και μια πρόσκληση στην περισυλλογή. Εκείνο το πρώτο πλάνο της Jacqueline Kennedy στην κηδεία του συζύγου της συγκίνησε περισσότερο από την ίδια την απόπειρα δολοφονίας, που όλοι είδαν και ξαναείδαν στην τηλεόραση. Εκείνη την τραγική 11 η Σεπτεμβρίου 2001, παρά το γεγονός ότι έμενε στο Μανχάταν, δεν μπόρεσε να τραβήξει ούτε μία φωτογραφία και πλησίασε στο “Σημείο Μηδέν” μόνο μερικές μέρες αργότερα. Από την άλλη πλευρά, είχε ήδη φωτογραφήσει ένα “Σημείο Μηδέν” όταν το 1965 είχε πάει στο Alamogordo, στο Νέο Μεξικό, θέατρο του πρώτου αμερικανικού πειράματος ατομικής έκρηξης, ένα σύμβολο για κάθε αντιπυρηνική σκέψη ή στάση. Όπως η εικόνα των δύο νιπτήρων, “white and coloured”, που υπερβαίνει την ντοκουμενταρίστικη αξία της για τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ και απετέλεσε ένα σύμβολο, το σύμβολο, πανίσχυρο και σπαρακτικό, για οποιαδήποτε αδικία στον κόσμο.
Ο Elliott Erwitt γεννήθηκε το 1928 στο Παρίσι από Ρώσους γονείς. Φοιτά το 1934 σε δημοτικό σχολείο στην Ιταλία, όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς του, αλλά το 1939 η οικογένεια Erwitt αποφασίζει να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1942, σε ηλικία 13 ετών, φοιτά στο Hollywood High School και αργότερα στο Los Angeles City College. Μετά την μετακόμισή του στη Νέα Υόρκη το 1946, παρακολουθεί ένα σεμινάριο ιστορίας του κινηματογράφου στο New School for Social Research, ανταλλάσσοντας το κόστος των μαθημάτων με την προσωπική του εργασία στην ίδια σχολή. Το 1953, μετά την στρατιωτική του θητεία
στην Ευρώπη ως βοηθός φωτογράφου στο US Army Signal Corps, o Erwitt αρχίζει να εργάζεται κανονικά με έγκυρες εφημερίδες και περιοδικά όπως “Look”, “Life”, “Collier’s”, “Saturday Evening Post” και “Holiday”. Τον ίδιο χρόνο περνάει στο Magnum Photos σαν συνεργαζόμενος φωτογράφος και ένα χρόνο αργότερα, το 1954, γίνεται ενεργό μέλος. Από το 1970 η φωτογραφική δραστηριότητα συνδυάζεται με την κινηματογραφική, που πολύ γρήγορα θα απορροφήσει μεγάλο μέρος του χρόνου του, με την δημιουργία τόσο διαφημιστικών ταινιών και ρεπορτάζ, όσο και θεματικών ταινιών. Το 1974, με το “Son of Bitch” αρχίζει την παραγωγή βιβλίων, που συνοδεύεται και υποστηρίζεται από εκθέσεις σε γκαλερί και μουσεία. Καταγράφει θεματικά έργα (όπως “On the Beach”, το 1991 ή το “Museum Watching” του 1999) και γενικά έργα όπως το πρόσφατο “Snaps”, που δημιούργησε το 2001.
Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα που μπορείς να επιτύχεις, είναι να κάνεις τον κόσμο να γελάει. Εάν στη συνέχεια κατορθώσεις, όπως έκανε ο Chaplin, να εναλλάσσεις το γέλιο με το κλάμα, έχεις επιτύχει την απόλυτη και σημαντικότερη κατάκτηση. Δεν σκοπεύω απαραιτήτως σε κάτι τέτοιο, αλλά αναγνωρίζω ότι πρόκειται για τον απώτερο σκοπό.
Τα σκυλιά γαβγίζουν. Γι’ αυτό το λόγο το σκυλάκι σε μια από τις φωτογραφίες μου έχει πηδήξει στον αέρα. Εγώ γάβγισα κι αυτό πήδηξε. Μια φορά στο Κιότο περπατούσα πίσω από μια κυρία που πήγαινε περίπατο ένα σκυλί με πολύ ενδιαφέρουσα εμφάνιση. Μόνο και μόνο για να δω τι θα γινόταν, γάβγισα. Η κυρία τράβηξε αμέσως μια κλωτσιά στο ταραγμένο σκυλί. Φαίνεται ότι γαβγίζαμε με τον ίδιο τρόπο.
Οι ιδέες, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν ένα εξόχως ευχάριστο ρόλο στη συζήτηση και στη γοητεία, δεν έχουν όμως μεγάλη σχέση με την φωτογραφία. Η φωτογραφία είναι η στιγμή, η σύνθεση μιας κατάστασης, η στιγμή κατά την οποία όλα αυτά αναμειγνύονται. Ένα ασύλληπτο ιδανικό.
Όταν είναι καλοφτιαγμένη, η φωτογραφία είναι ενδιαφέρουσα. Όταν είναι καλοφτιαγμένη, γίνεται ανορθολογική ακόμα και μαγική. Δεν έχει καμία σχέση με τη θέληση ή την ενσυνείδητη επιθυμία του φωτογράφου.
Όταν δημιουργείται η φωτογραφία, γίνεται χωρίς καμιά προσπάθεια, σαν ένα δώρο όπου δεν χωρούν ερωτήσεις αλλά ούτε και αναλύσεις.
Έφυγα από τη Νότια Καλιφόρνια επειδή δεν συνέβαινε τίποτα. Στη Νέα Υόρκη με βοήθησε ο Steichen και συνάντησα τον Robert Capa, που ήταν διευθυντής σε ένα μικρό, φωτογραφικό πρακτορείο για το οποίο ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι και που ιδρύθηκε από μια ομάδα φωτογράφων. Ήμουν έτοιμος να καταταγώ στο στρατό και ο Capa μου είπε να πάω να τον βρω στο Παρίσι. Ενώ έκανα τη θητεία μου στη Γαλλία, του έδειξα τις εργασίες που είχα πραγματοποιήσει για μερικά περιοδικά. Όταν απολύθηκα από το στρατό, το 1953, αντιλήφθηκα ότι το πρακτορείο Magnum, υπό την διεύθυνση του Capa, είχε γίνει μια κλειστή για τους πολλούς και έγκυρη ομάδα: μόλις έβγαλα τη στολή, κατατάχθηκα στο Magnum μετά από περίπου είκοσι λεπτά.
Sergio Daho : Elliot Erwitt, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum – Hachette (2005)