Ο Elliott Erwitt, οι φωτογραφίες του οποίου πολύ συχνά χάριζαν πλατιά χαμόγελα στους θεατές –ακόμη κι αν δεν ήξεραν τον δημιουργό τους- άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 95 ετών τη Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023. Ευρωπαίος εβραϊκής καταγωγής, που κατέληξε στο Λος Άντζελες μετά από μια νομαδική εφηβεία ακολουθώντας τους γονείς του, o Elliott Erwitt γεννήθηκε ως Elio Romano Erwitz στο Παρίσι στις 26 Ιουλίου 1928. «Romano, γιατί ο πατέρας μου είχε σπουδάσει κάποτε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και του άρεσε». Η μητέρα του, Eugenia, καταγόταν από μια οικογένεια πλούσιων εμπόρων της Μόσχας που, «όπως όλα τα καλά κορίτσια από τέτοιες οικογένειες, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο από την ηλικία των 18 ετών για να αποκτήσει εμπειρίες». Στη διάρκεια των περιπλανήσεων της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Boris Erwitz, έναν φοιτητή αρχιτεκτονικής με καταγωγή από την Οδησσό και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν στην Τεργέστη. Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917, η Eugenia έπεισε έναν απρόθυμο Boris, ο οποίος ήταν και θα παρέμενε αφοσιωμένος σοσιαλιστής, να εγκαταλείψουν οριστικά τη Ρωσία, πηγαίνοντας πρώτα στη Ρώμη και στη συνέχεια μετακομίζοντας στο Παρίσι. Μετά τη γέννηση του μωρού, εγκαταστάθηκαν στο Μιλάνο, όπου παρέμειναν για τα επόμενα 10 χρόνια και όπου ο μικρός Elio ξεκίνησε το σχολείο. «Όταν ήμουν τεσσάρων ετών οι γονείς μου χώρισαν στο Μιλάνο κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, για να το θέσω όσο πιο ήπια γίνεται», λέει. Η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, επανένωσε προσωρινά την οικογένεια Erwitz και όλοι μαζί μετακόμισαν πρώτα στη Γαλλία και μετά, τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες: «Στην πραγματικότητα φύγαμε την 1η Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος ξεκίνησε στις 3», θυμάται. «Ήταν το τελευταίο καράβι που έφυγε».

Όταν έφτασε στην Αμερική, ο Elliott Erwitt, όπως θα ονομαζόταν πλέον, δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά, αλλά γράφτηκε σε Δημόσιο Σχολείο στη Νέα Υόρκη και αφέθηκε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Παρά τα προφανή εμπόδια, κατάφερε να αποφοιτήσει, αν και βαριόταν αρκετά στα μαθήματα και κατέφευγε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης για να μελετήσει τον Πικάσο και τον Μαγκρίτ. Τις περισσότερες φορές, ζούσε με τον πατέρα του και επισκεπτόταν τη μητέρα του τα Σαββατοκύριακα. Η ήδη προβληματική σχέση των γονιών πολύ γρήγορα διαταράχτηκε οριστικά και ο Elliott ξεριζώθηκε για μια ακόμη φορά, ακολουθώντας τον πατέρα στη Καλιφόρνια. Οδηγώντας σε όλη τη διαδρομή, πουλούσαν ρολόγια χειρός στις μικρές πόλεις απ’ όπου περνούσαν για να επιβιώσουν και τελικά έφτασαν στο Λος Άντζελες το καλοκαίρι του 1941, όπου εγκαταστάθηκαν σε ένα λιτό σπίτι στο Χόλυγουντ. Εκεί ήταν που ο Elliott ασχολήθηκε «κατά λάθος» με τη φωτογραφία. Εντυπωσιασμένος περισσότερο από την αστραφτερή της εμφάνιση, παρά από την ικανότητά της να βγάζει φωτογραφίες, αγόρασε μια επιχρωμιωμένη κάμερα Argos. Ωστόσο, σύντομα γοητεύτηκε και μετέτρεψε το πλυσταριό του σε σκοτεινό θάλαμο. Αργότερα, με χρήματα που συγκέντρωσε πουλώντας τα ρολόγια του Boris, ο Elliott αναβάθμισε τον εξοπλισμό του, αγοράζοντας σε μια Rolleiflex, την πρώτη του «πραγματική» φωτογραφική μηχανή. Τα πρώτα θέματα που άρχισε να τραβάει ήταν οι άνθρωποι που βρήκε γύρω του – γείτονες, πεζοί στο δρόμο, σέρφερ στην παραλία. Ωστόσο, από την αρχή, μοίρασε τον χρόνο του ανάμεσα στο να τραβά τις «δικές του» φωτογραφίες και σε αυτές που του εξασφάλιζαν τα προς το ζην: γάμους και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς και εκτυπώσεις φωτογραφιών με αστέρια του κινηματογράφου.

Στριμωγμένος οικονομικά ο Boris, μετακόμισε για μια ακόμη φορά στη Νέα Ορλεάνη και στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ιαπωνία για να χειροτονηθεί Βουδιστής ιερέας και επέστρεψε για να ασκήσει τη θρησκεία του στο Μανχάταν. Ο δεκαοκτάχρονος Elliott έμεινε μόνος του πίσω και κατευθύνθηκε προς τη Νέα Υόρκη, πεπεισμένος ότι το πεπρωμένο του ήταν να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος. Παρακολουθεί μαθήματα φωτογραφίας και ιστορίας του κινηματογράφου στο New School for Social Research, με καθηγήτρια, μεταξύ άλλων, την Berenice Abbott, ανταλλάσσοντας το κόστος των μαθημάτων με την προσωπική του εργασία στη σχολή. Στη συνέχεια γνώρισε τον Valentino Sarra, ο οποίος του ανέθεσε μερικές από τις πρώτες εμπορικές του δουλειές στο στούντιο Sarra. Ο κύριος πελάτης τους ήταν η μπύρα Rheingold. Ο Erwitt έπρεπε να βρίσκει και να φωτογραφίζει μια νέα Miss Rheingold κάθε μήνα. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε και ανέπτυξε μια μακροχρόνια φιλία με έναν άγνωστο τότε Ελβετό φωτογράφο μόδας του Harper’s Bazaar, τον μετέπειτα διάσημο Robert Frank. Χαρακτηριστική είναι μια φωτογραφία του από εκείνη την γνωριμία. Το φως που μπαίνει από ένα παράθυρο φωτίζει ελάχιστα το εσωτερικό του δωματίου αναδεικνύοντας υπέροχα μια ήσυχη, οικογενειακή στιγμή. Στο βάθος, η Mary Lockspeiser – Frank είναι απασχολημένη, διαβάζοντας και πίνοντας ένα καφέ. Ο Robert Frank βρίσκεται στο προσκήνιο, ακουμπώντας χαλαρά στο πρεβάζι. Τα χαρακτηριστικά του είναι μισοφωτισμένα, εντούτοις φαίνεται βυθισμένος στις σκέψεις του. Αν και γέρνει νωχελικά προς τα πίσω, φαίνεται σε εγρήγορση – έτοιμος να πει ή να κάνει κάτι αμέσως. Σε μια μόνο εικόνα, συνυπάρχει η χαλαρότητα, αλλά και η ένταση. Κοιτάζοντας κανείς τόσο πίσω, εντυπωσιάζεται από την ικανότητα του Erwitt στη σύνθεση, καθώς τότε έθετε τα θεμέλια της καριέρας του.

Στα 21 του αποδεικνύει ότι ξέρει να κινείται, να γνωρίζει και συναναστρέφεται με τα κατάλληλα πρόσωπα. Η γνωριμία του με τον Robert Capa και τον Edward Steichen, στους οποίους έδειξε το χαρτοφυλάκιο του, τον οδήγησε στην πρώτη του εμπορική ανάθεση από τον Roy Stryker (τον πρώην Διευθυντή του Farm Security Administration) στο Πίτσμπουργκ για λογαριασμό του Ιδρύματος Mellon, κάτι που οδήγησε σε ένα από τα πρώτα του μεγάλα φωτογραφικά δοκίμια. Αυτή ήταν μια κρίσιμη καμπή στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας του Erwitt, καθώς στη συνέχεια η καριέρα του επιταχύνθηκε. Επίσης, στο Πίτσμπουργκ, στη λιγότερο φανταχτερή πλευρά της αμερικανικής κοινωνίας, άναψε μια ανθρωπιστική σπίθα στο βλέμμα του Elliott, που τον ακολουθεί σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Από τις πρώτες φωτογραφίες του μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα καταπληκτικό, φυσικό ταλέντο που θα εξελιχθεί αργότερα σ’ ένα στυλ, το δικό του, αδιαμφισβήτητο στυλ, που γεννιέται από μια έμφυτη ικανότητα να συλλαμβάνει αστραπιαία το ασυνήθιστο στην καθημερινότητα. Μερικές φορές πρόκειται για την ικανότητα του να μπορεί να διακρίνει μια χειρονομία ή ένα βλέμμα, αλλά μερικές φορές πρόκειται για διαίσθηση, να προβλέπει την εξέλιξη μιας δράσης που μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια ιδιόμορφη, αστεία ή συγκινητική κατάσταση. Ξέρει να μεταφράζει σε εικόνες τον εύθυμο χαρακτήρα του, πάντοτε έτοιμος να χαμογελάσει, με την λεπτή του ειρωνεία, την αίσθηση του χιούμορ, την ευχαρίστησή του για το παράδοξο, την τρυφερότητά του.

Με το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας, ο Erwitt επιστρατεύτηκε ως πυροβολητής αντιαεροπορικών. «Οι μισοί από τους νεαρούς άνδρες που εντάχθηκαν ως πυροβολητές δεν γύρισαν ποτέ πίσω στο σπίτι τους», λέει. Λόγω όμως της εμπειρίας του μεταφέρθηκε στην Ευρώπη ως βοηθός φωτογράφου στο US Army Signal Corps, σε μια μονάδα με έδρα τη Γαλλία. Εκεί τράβηξε τις δικές του φωτογραφίες από την μάλλον βαρετή ζωή του στρατώνα, με τις οποίες συμμετείχε σε διαγωνισμό του περιοδικού Life για νέους φωτογράφους, με τον τίτλο «Κρεβάτι και πλήξη». Σε πλήρη αντίθεση με τη συνηθισμένη έμφαση στο αίμα της πολεμικής φωτογραφίας, ο Erwitt έδειξε στρατιώτες να χαλαρώνουν, προσπαθώντας να περάσουν τον χρόνο της θητείας του και κέρδισε το δεύτερο βραβείο και ένα χρηματικό έπαθλο 2.500 δολαρίων. Με την επιταγή των 2.500 δολαρίων («αστρονομικό ποσό εκείνη την εποχή»), ο Erwitt αγόρασε ένα αυτοκίνητο και του έδωσε το παρατσούκλι «Σε ευχαριστώ, Henry», από τον εκδότη της Time-Life, Henry Luce. Το αντιηρωικό και το παράξενο είχαν ήδη γίνει μοτίβα της φωτογραφικής υπογραφής του.

Μετά τη βράβευση και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, ανέλαβε επίσης μια σειρά αναθέσεων από περιοδικά των ΗΠΑ που του επέτρεψαν να ταξιδέψει στην Ισπανία και το Άμστερνταμ. Ήταν η απαρχή μιας εποχής που γιγαντώθηκαν τα μεγάλα περιοδικά ποικίλης ύλης, εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερα, καθώς δεν υπήρχε ακόμη η τηλεόραση. Στις ΗΠΑ το Life, το Look και το μυθικό Picture Post του Bert Hardy, στην Ευρώπη το Stern, το Paris Match, το Le Ore και ύστερα το Epoca και το LEuropeo, διέδιδαν όλες τις οπτικές πληροφορίες από τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα στον κόσμο. Με την ανάπτυξη των περιοδικών ποικίλης ύλης δημιουργείται και η μεγάλη, σύγχρονη, φωτοδημοσιογραφία. Πέντε φωτογράφοι, ο Henri CartierBresson, ο Robert Capa, ο George Rodger, o David Seymour και o William Vandivert ιδρύουν το φωτογραφικό πρακτορείο Magnum Photos, αυτό που θα γίνει – και παραμένει – το πιο έγκυρο, φωτοδημοσιογραφικό πρακτορείο του κόσμου. Ο Capa είναι αυτός που θα προτείνει, την είσοδο του Erwitt στο πρακτορείο. Γιατί στο Magnum, τότε όπως και σήμερα άλλωστε, η αποδοχή ενός νέου μέλους γινόταν και γίνεται μόνο κατόπιν πρόσκλησης ή μετά την έγκριση του δημοσιευμένου έργου ενός φωτογράφου από μια επιτροπή μελών-φωτογράφων του πρακτορείου. «Στη Νέα Υόρκη με βοήθησε ο Steichen και συνάντησα τον Robert Capa, που ήταν διευθυντής σε ένα μικρό, φωτογραφικό πρακτορείο για το οποίο ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι και που ιδρύθηκε από μια ομάδα φωτογράφων. Ήμουν έτοιμος να καταταγώ στο στρατό και ο Capa μου είπε να πάω να τον βρω στο Παρίσι. Ενώ έκανα τη θητεία μου στη Γαλλία, του έδειξα τη δουλειά που είχα κάνει για μερικά περιοδικά. Όταν απολύθηκα από το στρατό, το 1953, αντιλήφθηκα ότι το πρακτορείο Magnum, υπό την διεύθυνση του Capa, είχε γίνει μια κλειστή για τους πολλούς και έγκριτη ομάδα: μόλις έβγαλα τη στολή, εντάχθηκα στο Magnum μετά από περίπου είκοσι λεπτά».

Μαζί με την απογείωση της καριέρας του Erwitt ήρθε και η αλλαγή στη προσωπική του ζωή. Σε μια αποστολή του στο Βερντέν, στα σύνορα Γαλλίας και Λουξεμβούργου, συνάντησε μια νεαρή Ολλανδή ονόματι Lucienne van Kam, η οποία εργαζόταν εκεί. Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν και κάπου ανάμεσα στα επαγγελματικά ταξίδια του Erwitt, η Louie, όπως ήταν γνωστή, έμεινε έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Χάρη σε κάποιες διασυνδέσεις και έναν βιαστικό γάμο Βερμούδες, η Louie μπόρεσε να παρακάμψει τους αυστηρούς νόμους για τη μετανάστευση και πήρε βίζα για τις ΗΠΑ, όπου το 1953, το νεαρό ζευγάρι μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν. Εκεί τραβήχτηκαν μερικά από τα πιο τρυφερά πορτρέτα του Erwitt, μια συλλογή που παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις καλύτερές του: η Louie γυμνή σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, αγκαλιά με τη νεογέννητη κόρη, η Louie και η Ellen ξαπλωμένες στο κρεβάτι μαζί με ένα γατάκι, που κοιτάζει ήρεμα τη σκηνή.

Πίσω στη Νέα Υόρκη, άρχισε να δουλεύει φωτογραφίζοντας διασημότητες όπως ο Jack Kerouac και ο Roald Dahl. Μέσω του Magnum έγινε φωτογράφος σκηνής σε μια σειρά από ταινίες, συμπεριλαμβανομένων των On the Waterfront (Το λιμάνι της αγωνίας) και The Misfits (Οι Αταίριαστοι), όπου οι φωτογραφίες του με την Marilyn Monroe στα πρόθυρα της κατάρρευσης έχουν μια μελαγχολική χροιά. Άλλοι αστέρες του κινηματογράφου στο χαρτοφυλάκιό του ήταν ο Humphrey Bogart, η Grace Kelly, η Marlene Dietrich και η Vera Miles, με την πατρική φιγούρα του Hitchcock να την κοιτάζει.

Παρά την διαρκώς ανερχόμενη επαγγελματική του επιτυχία ή, ίσως εξαιτίας αυτής, η προσωπική ζωή του Erwitt συνέχιζε να περνάει από τον έναν κύκλο επώδυνων καταστάσεων στον άλλον. Ο γάμος του με τη Lucienne είχε προ πολλού χαλάσει και χώρισαν το 1960. Τρία χρόνια αργότερα γνώρισε την Diana Dann, την οποία παντρεύτηκε το 1968 για να χωρίσει μαζί της το 1975. Σε μια αποστολή για ένα επιχειρηματικό περιοδικό στο Σαν Φρανσίσκο, συνάντησε μια νεαρή Τεξανή ονόματι Susan Ringo και την παντρεύτηκε το 1977. Η σχέση τους έληξε επώδυνα στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η τέταρτη σύζυγός του, Pia Frankenberg, είναι Γερμανίδα σκηνοθέτης που ερωτεύτηκε τον Elliott όταν γύριζε ένα ντοκιμαντέρ για αυτόν. Παντρεύτηκαν το 1995, αλλά χώρισαν μερικά χρόνια αργότερα. «Όλοι οι γάμοι μου διήρκεσαν επτά χρόνια», λέει ο Erwitt ανασηκώνοντας τους ώμους του. Μερικοί φίλοι του βλέπουν την αποτυχία των σχέσεών του ως συνέπεια του τρόπου ζωής που επέβαλε το επάγγελμα και η φιλοδοξίες του: «Οι φωτογράφοι εξ ορισμού ενδιαφέρονται για την επιφάνεια των πραγμάτων, αυτό είναι το μόνο που μπορείς να φωτογραφίσεις. πώς ονομάζουμε τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται μόνο για τις επιφάνειες των πραγμάτων; Επιφανειακούς!», ισχυρίζεται ο συγγραφέας και για πολλά χρόνια φίλος του Murray Sayle, ο οποίος μάλιστα έχει προλογίσει αρκετά από τα βιβλία του.

Τα διεθνή θέματα δεν απουσιάζαν από τα περιοδικά τη δεκαετία του ’60. Στην Ευρώπη ο «ψυχρός πόλεμος» συνοδεύει την επίπονη ανασυγκρότηση από τα ερείπια του Β’Π.Π. Στον υπόλοιπο κόσμο ξεσπά ο «θερμός» πόλεμος στην Νοτιοανατολική Ασία και στην Αλγερία. Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει στρατιωτικά στην Ουγγαρία και λίγα χρόνια αργότερα, στην Τσεχοσλοβακία. Όμως τα περιοδικά ποικίλης ύλης χρειάζονται μικρά, καθημερινά γεγονότα. Πρέπει να ξέρεις να χαμογελάς και να κάνεις τους άλλους να χαμογελούν και για να μην καταλήξεις στην κοινοτυπία θα πρέπει να ανακαλύψεις το ασυνήθιστο, το αναπάντεχο, την εικόνα, που θα είναι σε θέση να εντυπωσιάσει. Σ’ αυτό, ο Erwitt έχει ήδη γίνει αυθεντία και αυτό το ταλέντο του δεν αποκαλύπτεται μόνο στις φωτογραφίες που έχουν σχέση με την καθημερινότητα, αλλά και στη κάλυψη επίσημων πολιτικών γεγονότων. Απόδειξη είναι η τεκμηρίωση μιας ιστορικής συνάντησης μεταξύ του Nikita Khrushchev και του Richard Nixon. Το 1959, ο Ewritt, επειδή ακριβώς μιλούσε ρώσικα, βρέθηκε απεσταλμένος των ηλεκτρικών συσκευών Westinghouse στη Μόσχα για τα εγκαίνια της Αμερικανικής Εθνικής Έκθεσης. Ο σκοπός του ήταν να φωτογραφίσει τους ρώσους πολίτες που θα επισκέπτονταν ένα περίπτερο, που είχε συναρμολογηθεί από το πολυκατάστημα Macy’s. Έπρεπε να βρίσκεται συνεχώς εκεί, αλλά η τύχη του χαμογέλασε. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και ο Γενικός Γραμματέας της Ε.Σ.Σ.Δ κοντοστάθηκαν μπροστά στο περίπτερο αυτής της τυπικής αμερικανικής κουζίνας σχεδιασμένης να αναδεικνύει τις ανέσεις του αμερικανικού τρόπου ζωής, στην οποία βρισκόταν και ο Elliott, οπότε ήταν «σαν να πυροβολώ μεγάλα ψάρια μέσα σε ένα βαρέλι». Οι ηγέτες των δυο υπερδυνάμεων εκείνης της εποχής είχαν μια έντονη συζήτηση. «Ήταν γελοίο», θυμάται ο Erwitt. «Ο Nixon έλεγε «Είμαστε πλουσιότεροι από σένα» και ο Khrushchev απαντούσε «Προλαβαίνουμε και θα σας ξεπεράσουμε». Αυτό ήταν το επίπεδο της συζήτησης. Κάποια στιγμή ο Nixon έγινε τόσο εκνευριστικός που άκουσα τον Khrushchev να λέει στα ρωσικά «Πήγαινε γ*μα τη γιαγιά μου». Καθώς η συζήτηση είχε εκτραπεί, ο Ewritt περίμενε τη στιγμή που ο Nixon χτύπησε με το δάχτυλό του το στήθος του Khrushchev, για να απελευθερώσει το κλείστρο της μηχανής του. Για το αμερικάνικο κοινό αυτή η φωτογραφία, έγινε το σύμβολο μιας χώρας, που στέκεται αγέρωχα απέναντι στη σοβιετική εξουσία, ενώ για το κοινό στη Μόσχα ήταν η οπτικοποίηση μιας ξεκάθαρης απειλής. Την επόμενη χρονιά -προς μεγάλη απογοήτευση του Erwitt, που πάντα υποστήριζε τους Δημοκρατικούς- ο Nixon χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην αποτυχημένη προεδρική του εκστρατεία, για να καταδείξει τη σκληρή του στάση απέναντι στον κομμουνισμό. «Χρησιμοποιήθηκε χωρίς την άδειά μου», είπε αργότερα. «Ήμουν θυμωμένος, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα σχετικά με αυτό».

Στην εμβληματική αυτή φωτογραφία του Ewritt, που έμεινε στην ιστορία ως «The Kitchen Debate», ξαναβρίσκουμε τα δύο βασικά στοιχεία του δικού του στυλ, την χειρονομία και το βλέμμα, που μεταβάλλονται σε μήνυμα και υπαγορεύουν μια σαφή λεζάντα στη φωτογραφία. Τα χέρια, με πιθανή εξαίρεση τα μάτια, είναι τα πιο εκφραστικά μέρη του σώματος. Μας προσκαλούν να έρθουμε ή μας λένε να φύγουμε, κάνουν ερωτήσεις και δίνουν απαντήσεις, μαλώνουν ή επιβραβεύουν, μπορούν να ψάχνουν και να βρίσκουν, και το καλύτερό τους: γίνονται στοργικά ή λάγνα. Τα χέρια έχουν την ικανότητα να μεταφέρουν ό,τι τα λόγια και οι εκφράσεις του προσώπου μας δεν μπορούν. Όλοι μας θεωρούμε τις κινήσεις των χεριών, απλές και δεδομένες, αλλά όχι κι ο Elliott Erwitt. Στα χέρια μας, βλέπει δύναμη και απορία, συγκίνηση και συναίσθημα, χαρίζοντας μας τις στιγμές που, χωρίς τα χέρια, δεν θα υπήρχαν. Έχει γραφτεί ότι ο Erwitt είχε αναπτύξει αυτή την ιδιαίτερη ικανότητα από παιδί, όταν χρησιμοποιούσε ακριβώς τις χειρονομίες και τις εκφράσεις του προσώπου του για να προσπαθήσει να συνεννοηθεί με τους συνομιλητές του που μιλούσαν άγνωστες γι’ αυτόν γλώσσες. Πράγματι, από την οικογένειά του είχε μάθει μόνο τα ρωσικά, που μιλούσαν οι γονείς του. Στη συνέχεια φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο στην Ιταλία και λίγα χρόνια αργότερα, σε ένα λύκειο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η παντομίμα ήταν πάντα χρήσιμη στον Elliott για να εκφραστεί και να επικοινωνήσει.

Ως φωτογράφος του πρακτορείου Magnum, ταξίδεψε πάρα πολύ σ’ όλο τον κόσμο και συχνά βρέθηκε στη καρδιά κοσμοϊστορικών γεγονότων. Ακόμη και τότε όμως έβρισκε χρόνο και διάθεση για το προσωπικό του έργο. Συνήθιζε να κυκλοφορεί με δύο κάμερες, μία για την κύρια αποστολή του και μία για να τραβάει τα δικά του «snaps» όπως τα αποκαλεί. Ένας από τους πρώτους εργοδότες του τον ονόμασε Snapz Pikaso εξαιτίας αυτής της συνήθειας. Η τεχνική του είναι άψογη, αλλά πάντα τονίζει ότι το ένστικτο είναι αυτό που δημιουργεί μια καλή φωτογραφία: «Θα παραμείνω για πάντα ερασιτέχνης φωτογράφος», λέει, επισημαίνοντας ότι η λέξη «ερασιτέχνης (amateur)» προέρχεται από το λατινικό «amare (να αγαπώ)».

Εάν αληθεύει το γεγονός ότι ο Erwitt είναι μεταξύ των φωτογράφων οι οποίοι, περισσότερο από τους άλλους, ήξεραν να διαχωρίζουν και να κρατούν ξεχωριστές, την προσωπική από την εμπορική δουλειά («εγώ είμαι ο καλύτερος πελάτης του εαυτού μου», έλεγε), είναι επίσης αληθές, όπως παραδέχεται κι ο ίδιος, ότι μερικές φορές μπορεί να υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη. Μια παραγγελία, που μπορεί κιόλας να είναι καλά αμειβόμενη, μπορεί να συμβάδιζε και με το προσωπικό του έργο: «Όταν σου ζητούν να δημιουργήσεις φωτογραφίες που εσύ θα τις τραβούσες έτσι κι αλλιώς, μόνο και μόνο από πάθος. Αυτό είναι το άκρον άωτον της επαγγελματικής επιτυχίας».

Το 1964, ο Erwitt βρισκόταν για ένα ρεπορτάζ σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στη Βουδαπέστη. Φωτογράφιζε τους ταξιδιώτες που έφευγαν. Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να τραβήξει και το δικό του αυτοπορτρέτο, που καθρεφτίζεται στο παράθυρο του τρένου, ενώ ταυτόχρονα περιλαμβάνει στο κάδρο του και μια κυρία που αναχωρεί, αποφεύγοντας συνειδητά ή ασυνείδητα το βλέμμα του. Όμως η καλύτερη στιγμή του είναι όταν το τρένο έχει ήδη ξεκινήσει να απομακρύνεται και ο πόνος του χωρισμού σχηματίζει μια τρυφερή απόγνωση σ’ αυτούς που μένουν πίσω και αποχαιρετούν τους δικούς τους ανθρώπους αναρωτώμενοι πότε θα τους ξαναδούν.

Από τις φωτογραφίες του, διαφαίνεται ξεκάθαρα και ο χαρακτήρας του ανθρώπου Erwitt, που διαθέτει τεράστια καλοσύνη. Ο Erwitt είναι τρυφερός και η τρυφερότητά του διοχετεύεται κυρίως σε σκυλιά και σε παιδιά. Τα φωτογράφιζε και τα δύο από την πρώτη ημέρα που έπιασε τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια του. Στα σκυλιά αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο, με τίτλο «Dog Dogs», 2008, αρχίζοντας ακριβώς από εκείνες τις μέρες που έφθασε στη Νέα Υόρκη, κατεβαίνοντας από ένα λεωφορείο της Greyhound. Όμως ο Erwitt έχει επίσης και μια έκδηλη αίσθηση του χιούμορ. Μια τρυφερή ειρωνεία που εκφράζεται στο αστείο που το έχει πάντα έτοιμο, τόσο στη συζήτηση, όσο και τη στιγμή που ετοιμάζεται να φωτογραφήσει, καθώς και στην απόλαυση του παράδοξου. Μια από τις πιο ευρηματικές του φωτογραφίες είναι αυτή με το μπουλντόγκ που κάθεται στην αγκαλιά του ιδιοκτήτη του και που αποτελεί την τέλεια εικονογράφηση της φράσης που λέει ότι τα σκυλιά με τον καιρό μοιάζουν όλο και περισσότερο με τα αφεντικά τους. Το κεφάλι και το σώμα του σκύλου βρίσκονται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τα χέρια και τα πόδια του ιδιοκτήτη του. Ο παραλογισμός της εικόνας υποστηρίζεται περαιτέρω από ένα δεύτερο σκυλί στα αριστερά, που κάθεται ακριβώς στην ίδια πόζα με την σουρεαλιστική σύνθεση του σκύλου-ανθρώπου. Αυτή η εκπληκτική συγκυρία τονίζει αυτό που ο Erwitt αποκαλεί «οπτικές αντιφάσεις που είναι το όνειρο ενός φωτογράφου».

Ένα άλλο πεδίο στο οποίο ο Erwitt αναδεικνύει το χιούμορ του είναι η φωτογράφιση σε μουσεία. Η οξυδερκής ματιά του απαθανατίζει κάποιους θεατές να κοιτούν πολύ προσεκτικά άδεια κάδρα, έναν ορθόδοξο παπά να εστιάζει (πιθανότατα) στα γεννητικά όργανα του Ποσειδώνα, στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, τα χρυσά μάτια της ιέρειας των Θηβών Henutmehyt να κατασκοπεύουν ένα νεαρό αγόρι στο Βρετανικό Μουσείο. Η πιο χαρακτηριστική φωτογραφία αυτής της σειράς απεικονίζει μια ομάδα επτά ανδρών να στριμώχνονται απολαμβάνοντας τη «Γυμνή Maja», ενώ μια γυναίκα στέκεται μόνης δίπλα τους κοιτάζοντας τη «Ντυμένη Maja» στο Prado. «Η τέχνη είναι ένας καλός τρόπος να βλέπεις το γυμνό χωρίς ντροπή», ισχυρίζεται. Αλλά ανάμεσα στα ειρωνικά οπτικά λογοπαίγνια, υπάρχουν μοναδικές ανθρώπινες στιγμές, όπως στο πορτρέτο ενός νεαρού άνδρα, που απλώνει το χέρι του για να αγγίξει τα χάλκινα δάχτυλα ενός αγάλματος, καθώς περνάει από μπροστά του. «Οι άνθρωποι φαίνεται να έλκονται από αντικείμενα σε μουσεία με τα οποία έχουν ιδιαίτερη συγγένεια», λέει. «Ίσως μας ελκύουν πράγματα που μοιάζουν με τον εαυτό μας». Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που αφιέρωσε στην φωτογράφιση των μουσείων, ο Erwitt έχει καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο τους, τα οφέλη και τα μειονεκτήματά ή τις ελλείψεις τους: «Όλα τα μουσεία έχουν τη δική τους ξεχωριστή προσωπικότητα: μερικά είναι οικεία και φιλόξενα, άλλα είναι τεράστια και ανεξιχνίαστα. Μερικά είναι επιθετικά και υπερσύγχρονα χωρίς καμία αίσθηση του μέτρου με μοναδικό σκοπό να τραβήξουν την προσοχή του κοινού», δηλώνει. «Τελικά όλα τα μουσεία είναι ενδιαφέροντα. Ακόμα κι όταν δεν είναι».

Ο Elliott Erwitt, όλα αυτά τα χρόνια ήταν ταυτισμένος με τις αστείες και περιπαικτικές φωτογραφίες του, που δημιουργούσαν μια ιλαρότητα και επεδείκνυαν την ικανότητά του να ανακαλύπτει και να αναδεικνύει τη χαρούμενη πλευρά της ζωής. Ελάχιστες ήταν οι πιο «σοβαρές» φωτογραφίες του. Ξεχωρίζω το πρώτο πλάνο της Jacqueline Kennedy,  που κρατά στα χέρια της διπλωμένη την αμερικάνικη σημαία, στην κηδεία του συζύγου της, που συγκίνησε περισσότερο από την ίδια τη δολοφονία, που όλοι είδαν και ξαναείδαν στην τηλεόραση, όπως και την φωτογραφία των δύο νιπτήρων, «white and coloured», που υπερβαίνει την ντοκουμενταρίστικη αξία της για τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ και απετέλεσε ένα σύμβολο, πανίσχυρο και σπαρακτικό, για οποιαδήποτε αδικία στον κόσμο.

Όμως, ο Erwitt έχει και ένα άλλο τεράστιο έργο, εξίσου τρυφερό και ανθρώπινο, αλλά απαλλαγμένο από αστεϊσμούς και «εξυπνάδες». Αυτή η δουλειά μας αποκαλύφθηκε πρόσφατα, όταν σε ηλικία ενενήντα ετών ο πάντα αεικίνητος φωτογράφος κατά τη διάρκεια μιας εξαντλητικής απογραφής του αρχείου του, αντιλήφθηκε ένα νέο σκίρτημα που εμψύχωνε το παλαιότερο έργο του. Απομονωμένος λόγω της παγκόσμιας πανδημίας, απεγκλωβισμένος από την μανιέρα των αστείων στιγμιότυπων που τον είχε καθιερώσει και ταυτόχρονα τον είχε τυποποιήσει, απαλλαγμένος από τις στερεότυπες παραγγελίες, ο Elliott ξεκίνησε μια τιτάνια ανασκόπηση κάθε κοντάκτ από τα αρνητικά που ανέπτυξε στο πλυσταριό του σπιτιού ως έφηβος, μέχρι τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν πρόσφατα σε ανάθεση. Η χρονική απόσταση και η απαλλαγή από τις όποιες εμπορικές σκοπιμότητες, του επέτρεψαν να επανεξετάσει την αντανάκλαση του έργου της ζωής του. Σε αυτή τη μοναξιά, ο Elliott συνειδητοποίησε ότι έβλεπε το παρελθόν του με διαφορετικό τρόπο – μια επιθυμία να ερμηνεύσει εκ νέου το έργο που εδραίωσε την φήμη του ως κορυφαίος φωτογράφος. Αναγνώρισε ότι, ακόμη και σε μια καριέρα που έχει πάει από διάκριση σε διάκριση, υπάρχει πάντα κάτι να εξετάσει, να επανεκτιμήσει – πάντα κάτι να δει ξανά, για πρώτη φορά.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας επανερμηνείας ήταν η έκδοση ενός νέου βιβλίου, με τίτλο «Found, Not Lost» (2021) με 171 φωτογραφίες, που μας αποκαλύπτουν έναν φωτογράφο που δεν έχουμε ξανασυναντήσει. Αυτές οι φωτογραφίες με μια πρώτη ματιά δεν ταιριάζουν στο καθιερωμένο ύφος του Erwitt, καθώς δεν στοχεύουν απαραίτητα στο χιούμορ. Είναι πιο διακριτικές, περισσότερο στοχαστικές, λιγότερο υπογραμμισμένες. Σε μεγάλο βαθμό, είναι μελαγχολικές, ακόμη και θλιμμένες, είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινές. Θα ήταν πολύ κρίμα όλος αυτός ο οπτικός θησαυρός να μείνει κρυμμένος στο αρχείο του φωτογράφου., Εκτός από την σοφία που επέφεραν τα χρόνια, χρειάστηκε και τόλμη για να παρουσιάσει προς τα έξω ο Erwitt ένα τόσο διαφορετικό πρόσωπο. Αυτές οι ήρεμες φωτογραφίες του αναδεικνύουν τον Elliott σ’ έναν οξυδερκή μαέστρο, που παρακινεί τον κόσμο να αποκαλυφθεί με τον πιο υπέροχο και παράξενο τρόπο του, μόνο για εκείνον και μέσα από τον φακό του και για εμάς.

O Elliot Erwitt διηγείται:

Το να καταφέρνεις να είσαι αστείος είναι πολύ πιο σοβαρό από το να είσαι σοβαρός.

Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα που μπορείς να επιτύχεις, είναι να κάνεις τον κόσμο να γελάει. Εάν στη συνέχεια κατορθώσεις, όπως έκανε ο Chaplin, να εναλλάσσεις το γέλιο με το κλάμα, έχεις επιτύχει την απόλυτη και σημαντικότερη κατάκτηση. Δεν σκοπεύω απαραιτήτως σε κάτι τέτοιο, αλλά αναγνωρίζω ότι πρόκειται για τον απώτερο σκοπό.

Δεν ξέρω άλλα ζώα πιο κοντά στον άνθρωπο, όσο αφορά το συναίσθημα και τη πίστης. Κάποιοι λένε ότι κι οι ελέφαντες βρίσκονται τόσο κοντά. Προσωπικά, βρίσκω τους ελέφαντες πολύ ογκώδεις, δυσκίνητους, απροσπέλαστους για την καθημερινή φωτογράφιση και καθόλου φιλικούς ή ελκυστικούς με αυτές τις μεγάλες μακριές προβοσκίδες τους. Εξάλλου, δεν περιφέρονται ελεύθερα στους δρόμους σε κάθε πόλη και σε κάθε χώρα όπως κάνουν τα σκυλιά. Και τα σκυλιά αποτελούν εύκολα θέματα χωρίς να παραπονιούνται και χωρίς τις αντιρρήσεις των ανθρώπων, όταν αντιλαμβάνονται ότι τους φωτογραφίζεις.

Τα σκυλιά γαβγίζουν. Γι’ αυτό το λόγο το σκυλάκι σε μια από τις φωτογραφίες μου έχει πηδήξει στον αέρα. Εγώ γάβγισα κι αυτό πήδηξε. Μια φορά στο Κιότο περπατούσα πίσω από μια κυρία που πήγαινε περίπατο ένα σκυλί με πολύ ενδιαφέρουσα εμφάνιση. Μόνο και μόνο για να δω τι θα γινόταν, γάβγισα. Η κυρία τράβηξε αμέσως μια κλωτσιά στο ταραγμένο σκυλί. Φαίνεται ότι γαβγίζαμε με τον ίδιο τρόπο.

Οι ιδέες, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν ένα εξόχως ευχάριστο ρόλο στη συζήτηση και στη γοητεία, δεν έχουν όμως μεγάλη σχέση με την φωτογραφία. Η φωτογραφία είναι η στιγμή, η σύνθεση μιας κατάστασης, η στιγμή κατά την οποία όλα αυτά αναμειγνύονται. Ένα ασύλληπτο ιδανικό.

Όταν είναι καλοφτιαγμένη, η φωτογραφία είναι ενδιαφέρουσα. Όταν είναι καλοφτιαγμένη, γίνεται ανορθολογική ακόμα και μαγική. Δεν έχει καμία σχέση με τη θέληση ή την ενσυνείδητη επιθυμία του φωτογράφου.

Όταν δημιουργείται η φωτογραφία, γίνεται χωρίς καμιά προσπάθεια, σαν ένα δώρο όπου δεν χωρούν ερωτήσεις αλλά ούτε και αναλύσεις.

Τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν όταν τυχαίνει να βρίσκεσαι κάπου με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι.

Χρήστος Κοψαχείλης, Δεκέμβριος 2023

Πηγές:

  • Charles Flowers : Elliot Erwitt, Handbook – Quantuck Lane Press (2003)
  • Sergio Daho : Elliot Erwitt, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum – Hachette (2005)
  • Jochen Siemens : Elliot Erwitt, Photographies – Steidl (2012)
  • Elliot Erwitt : Found, Not Lost – GOST Books (2021)