Ο Edward Sheriff Curtis, ένας παθιασμένος αυτοδίδακτος, πρωτοπόρος, και οραματιστής καλλιτέχνης, αναδύθηκε μέσα από τη φτώχεια για να γίνει ένας από τους διασημότερους φωτογράφους της εποχής του. Γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1868, σε ένα αγρόκτημα στο Wisconsin των Η.Π.Α. Ο πατέρας του, Asahel “Johnson” Curtis, ήταν μεγαλοκτηματίας και είχε διατελέσει υπουργός, αλλά αποδυναμωμένος από τη συμμετοχή του στον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865), αντιμετώπισε προβλήματα στη διαχείριση της φάρμας του, με αποτέλεσμα δυσκολίες και φτώχεια για την οικογένειά του. Το 1874, η οικογένεια μετακόμισε στη Μινεσότα, κοντά στον παππού Curtis, ο οποίος ήταν διευθυντής ταχυδρομείου και ιδιοκτήτης ενός μανάβικου. Ανήσυχος ως έφηβος ο Edward, εργάστηκε ως μαθητευόμενος φωτογράφος και στα 19 του μετακόμισε στο Σηάτλ, όπου άνοιξε το δικό του φωτογραφικό στούντιο. Το 1895, ο Curtis συναντήθηκε και φωτογράφησε την πριγκίπισσα Angeline, γνωστή επίσης ως Kickisomlo, κόρη του Siahl, αρχηγού των αυτοχθόνων Αμερικανών του Σηάτλ, που σημειωτέον πήρε το όνομα του ακριβώς από το όνομα αυτού του αρχηγού. Αυτό ήταν το πρώτο του πορτρέτο ενός Ινδιάνου, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια χιλιάδες άλλα. Το 1898, τρεις από τις φωτογραφίες του Curtis επιλέχθηκαν για μια έκθεση που χρηματοδοτήθηκε από την Εθνική Φωτογραφική Εταιρεία και σε μία από αυτές απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο. Την ίδια χρονιά, καθώς φωτογράφιζε στο όρος Rainer, συναντήθηκε με μια μικρή ομάδα επιστημόνων που είχαν χαθεί και χρειάστηκαν βοήθεια για να προσανατολιστούν. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο ανθρωπολόγος George Bird Grinell, “ειδικός” για τους αυτόχθονες Αμερικανούς, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για τις φωτογραφίες του Curtis και τον βοήθησε να διοριστεί ως ο επίσημος φωτογράφος μιας αποστολής εξερεύνησης και καταγραφής στην Αλάσκα (Harriman Alaska Expedition) που διοργανώθηκε το 1899. Έχοντας πολύ λίγη επίσημη εκπαίδευση, καθώς παράτησε το σχολείο στην έκτη δημοτικού, ο Curtis απόκτησε τις πρώτες του γνώσεις στην εθνολογία κατά την διάρκεια των απογευματινών διαλέξεων που δινόντουσαν από τα μέλη τη αποστολής στο πλοίο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

Οι εξαιρετικές φωτογραφίες του Curtis έγιναν η αφορμή για μια ακόμη πρόσκληση. Το 1900, ο Grinnell του ζήτησε να συμμετάσχει σε μια αποστολή και να φωτογραφίσει τα μέλη της φυλής των Blackfoot (Niitsitapi ή Siksikaitsitap) στη Μοντάνα. Μετά από αυτά τα δύο ταξίδια ο Curtis αποφάσισε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην καταγραφή και φωτογράφιση των Ινδιάνων και για τα επόμενα χρόνια αναζητούσε υποστηρικτές. Το 1906 εξασφάλισε μια μεγάλη χρηματοδότηση ύψους 75.000$, από τον John Pierpont Morgan, που του επέτρεψε να προχωρήσει στο μεγαλεπήβολο εγχείρημα που σημάδεψε τη ζωή του. Τα κεφάλαια του Morgan επρόκειτο να εκταμιευθούν σταδιακά σε διάστημα πέντε ετών με σκοπό να εκδοθούν 20 τόμοι με 1.500 φωτογραφίες ο καθένας, που θα απεικόνιζαν τους ιθαγενείς Αμερικανούς. Ο κάθε τόμος θα αναφερόταν σε διαφορετικές φυλές και στον τόπο που διέμεναν. Στόχος του Curtis δεν ήταν απλώς η φωτογράφηση, αλλά παράλληλα και η τεκμηρίωση όσο το δυνατόν περισσότερης παραδοσιακής ζωής των Αμερικανών ιθαγενών προτού εξαφανιστεί αυτός ο τρόπος ζωής. Με την άνεση της επιχορήγησης ο Curtis προσέλαβε τους κατάλληλος βοηθούς για να καταφέρει να ολοκληρώσει το στόχο του. Μέχρι και το 1930, ταξίδεψε από το Μεξικό στην Αρκτική και από τα Βραχώδη Όρη στον Ειρηνικό, φωτογραφίζοντας και καταγράφοντας περισσότερες από ογδόντα διαφορετικές ινδιάνικες φυλές. Εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του ως πετυχημένος φωτογράφος πορτραίτων, θυσίασε την υγεία του, το γάμο του, και όλες τις ανέσεις του για να δημιουργήσει στο διάστημα μιας τριακονταετίας ένα κολοσσιαίο αρχειακό σώμα: 10.000 ηχογραφήσεις τραγουδιών, ντοπιολαλιών και προφορικής ιστορίας καταγεγραμμένες σε κέρινους κυλίνδρους, 2.200 φωτογκραβούρες, 40.000 φωτογραφίες, μια μνημειώδη έκδοση 20 τόμων που ονομάστηκε «The North American Indian» και τέλος, μια κινηματογραφική ταινία: «In the Land of the HeadHunters», η πρώτη ταινία στην οποία όλοι οι εμφανιζόμενοι είναι αποκλειστικά αυτόχθονες Βόρειο-Αμερικάνοι.

Ο Curtis ήταν παντρεμένος, από το 1892, με την Clara J. Phillips και είχε αποκτήσει μαζί της τέσσερα παιδιά. Κατά τη διάρκεια των ετών που χρειάστηκε για να ολοκληρώσει το έργο του, ο Curtis απουσίαζε συχνά από το σπίτι για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, αφήνοντας την Clara να διαχειριστεί μόνη της το στούντιο και να αναθρέψει τα παιδιά. Μετά από αρκετά χρόνια αποξένωσης, η Clara υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, το οποίο εκδόθηκε το 1919. Στη διαδικασία της διευθέτησης, το δικαστήριο απέδωσε το φωτογραφικό στούντιο και όλα τα πρωτότυπα γυάλινα αρνητικά στη Clara. Ο Curtis όμως, μαζί με τη κόρη του Beth, πήγαν στο στούντιο και κατέστρεψαν όλες τις γυάλινες πλάκες, προκειμένου να μην υπεισέλθουν στην ιδιοκτησία της πρώην συζύγου του. Μετά το διαζύγιο η Clara συνέχισε να διαχειρίζεται το στούντιο του Curtis μαζί με την αδερφή της Nellie και την μικρότερη κόρη της, Kathrin, ενώ ο Edward μαζί με την Beth, μετακόμισαν στο Λος Άντζελες, όπου και άνοιξε ένα νέο φωτογραφικό στούντιο. Για να κερδίσει επιπλέον χρήματα, δούλεψε ως βοηθός κάμεραμαν για τον Cecil DeMille στο γύρισμα της ταινίας «Οι Δέκα Εντολές» του 1923. Τα οικονομικά του χειροτέρευαν διαρκώς. Το 1924 πούλησε τα δικαιώματα της ταινίας που είχε γυρίσει στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας εισπράττοντας 1.500$, ενώ είχε δαπανήσει πάνω από 20.000$ για να την γυρίσει. Το 1927, επιστρέφοντας από την Αλάσκα συνελήφθη επειδή δεν είχε πληρώσει την επιβληθείσα διατροφή στη Clara για τα τελευταία επτά χρόνια. Το 1928 απελπισμένος για μετρητά πούλησε όλα τα δικαιώματά του στον J.P.Morgan Jr. προκειμένου να ολοκληρώσει και τον τελευταίο, εικοστό τόμο του κολοσσιαίου έργου, που εκδόθηκε το 1930.

Οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που εικονίζονται στο έργο του Curtis φαίνεται, ακόμη και σήμερα, τόσο ζωντανοί, όσο ήταν και όταν τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο Curtis σεβάστηκε τους Ιθαγενείς Αμερικανούς που συνάντησε και ήταν πρόθυμος να μάθει για τον πολιτισμό, τη θρησκεία και τον τρόπο ζωής τους. Αυτός ο απόλυτος σεβασμός επέτρεψε στους Ινδιάνους να τον εμπιστευτούν και να τον αφήσουν να ζήσει κοντά τους αποτυπώνοντας την καθημερινότητά τους. Ο Curtis κατέγραψε τις διαλέκτους, τις παραδόσεις και την ιστορία, τις διατροφικές συνήθειες, τα έθιμα, τα ρούχα, την αρχιτεκτονική, τους τρόπους διασκέδασης και τις διάφορες τελετές – από τις κάθε είδους γιορτές μέχρι τις κηδείες. Πολλές φωτογραφίες ηγετικών μορφών της φυλής τις συνόδευσε και με τη βιογραφία του εικονιζόμενου. Το υλικό του, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι η μόνη γραπτή καταγεγραμμένη ιστορία για τους αυτόχθονους κατοίκους της Β.Αμερικής. Ένα έργο τεράστιο, που παρόλο ότι επεκτάθηκε σε 20 τόμους μοιάζει ανολοκλήρωτο. Είναι πάντως το μεγαλύτερο φωτογραφικό εγχείρημα που έγινε ποτέ και ο τίτλος «ο φωτογράφος των Ινδιάνων» ίσως να μοιάζει φτωχός καθώς ο Edward Sheriff Curtis ήταν πολλά περισσότερα. Ο Theodore (Teddy) Roosevelt, πρόεδρος των Η.Π.Α (1901-1909) και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του, προλόγισε τον 1ο τόμο του «The North American Indian» λέγοντας μεταξύ άλλων: «Στο πρόσωπο του Curtis συναντάμε τόσο έναν εκπαιδευμένο παρατηρητή, όσο κι έναν καλλιτέχνη, το έργο του οποίου έχει κάτι παραπάνω από την απλή ακρίβεια της περιγραφής. Είναι αληθινό γιατί είναι προσωπικό. Λόγω της εξαιρετικής ικανότητάς του να χρησιμοποιήσει άριστα τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, κατάφερε να κάνει αυτό που κανένας άλλος δεν έχει κάνει ποτέ και απ’ όσο μπορούμε να δούμε, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα».

Πράγματι ο Curtis ήταν πολύ μπροστά από τους συγχρόνους του στην ευαισθησία, την ανεκτικότητα και το άνοιγμα στους πολιτισμούς και τους τρόπους σκέψης των αυτοχθόνων Αμερικανών. Και γι’ αυτό το λόγο, το έργο κατέληξε σε μια τεράστια εμπορική αποτυχία στην εποχή του. Το 1935, το Ίδρυμα J.P.Morgan πούλησε τα δικαιώματα και το υπόλοιπο αδημοσίευτο υλικό στην εταιρεία Charles E. Lauriat, που ειδικευόταν σε σπάνιες εκδόσεις, για 1.000$. Διακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες πρωτότυπες εκτυπώσεις σε φωτογραφικό χαρτί και οι αρχικές γυάλινες πλάκες θα παραμείνουν ανέγγιχτες στο υπόγειο της Lauriat στη Βοστώνη έως ότου ανακαλυφθούν ξανά το 1972. Ένα χρόνο αργότερα μέρος του έργου εκτέθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Rencontres d’Arles στη Γαλλία και από τότε άρχισε να δημιουργείται ο μύθος για τον Edward Sheriff Curtis, ο οποίος είχε αποβιώσει το 1952 σε πλήρη αφάνεια.

Με την επανανακάλυψη του έργου του Curtis τη δεκαετία του 1970, έχει ανοίξει ένας ζωηρός διάλογος που συνεχίζεται έως σήμερα. Ο Curtis έχει κατηγορηθεί, μεταξύ άλλων, ότι «σκηνοθετούσε» τα θέματα του, κατασκευάζοντας με τις εικόνες του στερεότυπα για την «παραδοσιακή ζωή» των Ινδιάνων και διαιωνίζοντας τον μύθο περί «εξαφανισμένης φυλής». Συμβάλλοντας καίρια στη συζήτηση, η κινηματογραφίστρια Anne Makepeace παρουσιάζει συνεντεύξεις Ινδιάνων και ειδικών μελετητών, αναδεικνύοντας την προσωπική ματιά των σημερινών Αμερικανών -αυτοχθόνων και μη- πάνω στην εικονογραφία του Curtis. Η Anne Makepeace καταθέτει τη δική της μαρτυρία στον διαδικτυακό τόπο thirteen.org/americanmasters που λειτουργεί ως forum συζητήσεων για το επίμαχο θέμα.

«Όταν άρχισα την ερευνά μου για το γύρισμα της ταινίας «Coming to Light», είχα διαβάσει ότι οι Ινδιάνοι δεν συμπαθούσαν τη φωτογραφία, διότι πίστευαν ότι η φωτογραφική μηχανή αιχμαλώτιζε ένα κομμάτι του εαυτού τους, κλέβοντας τις ψυχές τους. Ταξίδεψα στις περιοχές τους σε όλη τη Δύση για να δω τι σκέφτονταν πραγματικά για τις φωτογραφίες του Curtis. Προς έκπληξη μου, είδα οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους κάθε ινδιάνικου σπιτιού και γονείς και παιδιά να τραβούν ο ένας τον άλλο με βιντεοκάμερες. Ήταν σαφές πως αν κάποτε οι Ινδιάνοι πίστευαν ότι η φωτογραφική μηχανή αιχμαλώτιζε τις ψυχές τους, είχαν πάει πολύ πιο πέρα από αυτή τη δοξασία. Μήπως τα αρνητικά συναισθήματα αφορούσαν στην πραγματικότητα την εισβολή των λευκών φωτογράφων που έρχονταν στις κοινότητες τους για να πάρουν κάτι που δεν τους ανήκε; […]

Όταν έδειξα σε μια ηλικιωμένη Ινδιάνα Χόπι μια φωτογραφία της τραβηγμένη από τον Curtis όταν ήταν μικρό κορίτσι, μου έβγαλε μια καρτ ποστάλ με την ίδια εικόνα που της είχε στείλει ένας φίλος. Δεν είχε δει ποτέ αυτή τη φωτογραφία της πριν φθάσει η κάρτα, περίπου σαράντα χρόνια από τότε που είχε τραβηχτεί. Είχε άραγε ο Curtis κλέψει κάτι από αυτήν παίρνοντας την φωτογραφία χωρίς να της στείλει αντίγραφο, Ή είχε διασώσει ένα κομμάτι του παρελθόντος της το οποίο, όταν αναπάντεχα της επιστράφηκε μετά από τόσα χρόνια με την καρτ ποστάλ, θα το φύλαγε σαν θησαυρό ως το τέλος της ζωής της;»

«Στις περιοχές των Ινδιάνων, οι αντιδράσεις απέναντι στις φωτογραφίες του Curtis ήταν συνήθως ανάμικτες, αλλά σε καμία περίπτωση αδιάφορες. Οι περισσότεροι ενθουσιάζονταν βλέποντας εικόνες των προγόνων τους. Ήταν ενδιαφέρον το γεγονός ότι, καθώς διηγούνταν ιστορίες γι’ αυτούς, σχεδόν πάντα μιλούσαν στον ενεστώτα σαν να επρόκειτο για ζώντες συγγενείς, παρά για νεκρούς προγόνους. Μερικοί έλεγαν ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους φοβόντουσαν τη φωτογραφική μηχανή, διότι πίστευαν ότι ένα κομμάτι τους έμενε στη φωτογραφία. Όταν αυτές οι εικόνες επέστρεψαν στις οικογένειες και στις περιοχές όπου τραβήχτηκαν, μέσα από τις προσπάθειες ερευνητών και υπηρεσιών διαφύλαξης της φυλετικής πολιτισμικής κληρονομιάς, ήταν συνήθως καλοδεχούμενες, λες και οι πρόγονοι να επέστρεφαν στο σπίτι. Εντούτοις, στα ταξίδια μου, διαπίστωσα ότι μερικοί Ινδιάνοι δεν τις καλοδέχονταν. Ένας Ινδιάνος Μπλαντ απείλησε να καταστρέψει τις φωτογραφίες του Curtis που του παρουσίασα, λέγοντας ότι καλύτερα να μην είχαν τραβηχτεί ποτέ, ότι οι άνθρωποι που απεικονίζονταν σε αυτές έπρεπε να αφεθούν ήσυχοι στο ταξίδι τους στον άλλο κόσμο και πως ήταν ανεπίτρεπτο οι ψυχές τους να κρατιούνται αιχμάλωτες».

Μια από τις συνήθεις κριτικές που έχουν ασκηθεί στον Curtis είναι ότι έντυνε τους Ινδιάνους με στολές, εμβλήματα και εξαρτύσεις που είχαν πλέον πάψει να φορούν. Ο Curtis προσπάθησε να συλλάβει την ομορφιά της ινδιάνικης ζωής σε μια εν πολλοίς επινοημένη και ειδυλλιακή εκδοχή του παρελθόντος, παρακάμπτοντας συνειδητά το παρόν και τις λιγότερο φωτογενείς πλευρές του. Συχνά ζητούσε από τους Ινδιάνους να αλλάζουν τα καθημερινά τους ρούχα με την επίσημη αμφίεση που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοι τους στις τελετουργίες και σε μερικές περιπτώσεις, να αναβιώνουν τις ίδιες τις τελετές. Στη μεγάλου μήκους ταινία του «In the Land of Headhunters» του 1914, ο Curtis εμφανίζει ινδιάνους Κουακιούτλ με περούκες, κρίκους στις μύτες, και κοστούμια από φλούδα κέδρου έτσι ώστε να θυμίζουν τους προγόνους τους, ενώ στην κανονική τους ζωή φορούσαν μπλου τζιν, ντρίλλινες εργατικές φόρμες, και βαμβακερά πουκάμισα. Ο Curtis θέλησε να «διασώσει», μέσα από μια μνημειακή αρχειακή καταγραφή, αυτό που θεωρούσε ως έναν υπό εξαφάνιση τρόπο ζωής. Οι ινδιάνικοι λαοί είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου που απειλούσε τον πολιτισμό τους. Οι πολεμιστές δεν μπορούσαν πλέον να παίρνουν μέρος σε μάχες, οι τελετουργίες τους είχαν προγραφεί, τα παιδιά τους πήγαιναν υποχρεωτικά οικότροφα σε σχολεία όπου εξαναγκάζονταν να ξεχάσουν τις γλώσσες και τις παραδόσεις τους. Όταν οι Ινδιάνοι στις επιτηρούμενες περιοχές αναπαριστούσαν έφιπποι σκηνές μάχης ή χόρευαν τελετουργικούς χορούς φορώντας μάσκες για να απαθανατιστούν από την φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή του Curtis, συμμετείχαν σε ένα είδος αρχειοθέτησης παραδόσεων που είχαν ήδη τεθεί εκτός νόμου. Αυτό το αρχείο θα αποδεικνυόταν ωστόσο πολύτιμη παρακαταθήκη για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι Ινδιάνοι έμπαιναν συνήθως στη φωτογραφική τέντα του Curtis φορώντας τις καλύτερες επίσημες στολές τους, όπως ακριβώς οι κυρίες και οι κύριοι της βικτωριανής εποχής στολίζονταν αντίστοιχα με τις πιο φίνες δαντέλες τους ή έβαζαν τα καλύτερα κοστούμια τους για να ποζάρουν στα πορτραίτα.

Η Anne Makepeace διηγείται πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ανακάλυψε δέκα ανθρώπους που είχαν φωτογραφηθεί από τον Curtis σε μικρή ηλικία, οι οποίοι έβαζαν τα γέλια αναλογιζόμενοι ότι τους ζητούσε να αλέσουν καλαμπόκι ή να κουβαλήσουν νερό από την πηγή φορώντας επίσημο παραδοσιακό ένδυμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι φωτογραφίες του Curtis απηχούσαν τις προκαταλήψεις του ή απλώς την ανάγκη επιβολής ενός αφηγηματικού προτύπου που δεν αντιπροσώπευε επακριβώς τον ινδιάνικο πολιτισμό. Η Gloria Cranmer Webster (της φυλής των Κουακιούτλ) επισήμανε ότι οι μασκοφόροι χορευτές σε μια φωτογραφία του Curtis δεν θα εμφανίζονταν ποτέ όλοι μαζί, ταυτόχρονα και στον ίδιο τόπο, και ότι οι Κουακιούτλ ποτέ δεν κυνηγούσαν φάλαινες όπως βλέπουμε να κάνουν στην ταινία του το 1914. Άλλοι Ινδιάνοι διαμαρτυρήθηκαν για τα ρομαντικά στερεότυπα που κυριαρχούν σε πολλές φωτογραφίες ενώ μερικοί επισήμαναν ότι εάν ο Curtis είχε παρουσιάσει την σκληρή καθημερινότητα των ανθρώπων στους καταυλισμούς, οι εικόνες του ίσως να είχαν οδηγήσει την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να έχουν βοηθήσει τους προγόνους τους.

Σήμερα, η φωτογράφηση ιεροτελεστιών στις περισσότερες ινδιάνικες περιοχές είναι μια εξαιρετικά λεπτή και αμφιλεγόμενη υπόθεση. Οι Χόπι, για παράδειγμα δεν επιτρέπουν την παρουσία μη-Ινδιάνων στις τελετές τους και όποιος πιαστεί με φωτογραφική μηχανή ή βιντεοκάμερα εκδιώκεται από τους οικισμούς τους, ενώ οι κάμερες κατάσχονται. Οι περισσότερες φυλές των Μεγάλων Πεδιάδων απαγορεύουν τη φωτογράφηση των ιερών Χορών του Ήλιου (Sundances) ή άλλων τελετών. Οι Ναβάχο επαγρυπνούν ώστε να μην φωτογραφίζονται οι θεραπευτικές τους τελετουργίες και οι παραβάτες διώκονται. Στα χρόνια του Curtis, υπήρξαν συχνά τόσοι λευκοί φωτογράφοι στις τελετουργίες όσοι και Ινδιάνοι συμμετέχοντες σε αυτές. Σε ορισμένες επιτηρούμενες περιοχές η φωτογράφηση συναντούσε ζωηρές αντιδράσεις επειδή οι εικόνες που παίρνονταν εξέθεταν πρακτικές που οι Ινδιάνοι ήθελαν να κρατήσουν μυστικές από τους ιεραπόστολους και τους κυβερνητικούς πράκτορες. Οι ιεραπόστολοι χρησιμοποιούσαν τις φωτογραφίες ως τεκμήριο για να καταγγείλουν τη διαιώνιση οπισθοδρομικών (κατ’ αυτούς) παγανιστικών τελετουργιών, τις οποίες κατάφεραν τελικά να κηρύξουν παράνομες. Πολλοί Ινδιάνοι των Πεδιάδων κατόρθωσαν να διατηρήσουν το απαγορευμένο έθιμο του Sundance μεταμφιέζοντας το σε τοπική εκδοχή του εορτασμού της 4ης Ιουλίου, αλλά βεβαίως δεν επιθυμούσαν να καταγράφεται από τον φακό το τί έκαναν πραγματικά. Το 1900, ο Curtis φωτογράφισε ένα μέρος του τελετουργικού Sundance των Μπλακφήτ της Μοντάνα αλλά του απαγορεύτηκε να τραβήξει την κορύφωση του που διαδραματιζόταν στο άβατο ενός ειδικού παραπήγματος. Το 1998, όταν η Makepeace κινηματογράφησε την τελετουργία, συνάντησε τους ίδιους περιορισμούς με τον Curtis. Παρόμοιες απαγορεύσεις με αυτές που επιβλήθηκαν στον Curtis το 1904 στη φωτογράφηση τελετών των Ναβάχο αντιμετωπίζουν και οι σημερινοί φωτογράφοι ή κινηματογραφιστές. Ο Curtis είχε σαγηνευτεί από την ομορφιά των ινδιάνικων τελετουργιών, οι οποίες αντιπροσώπευαν γι’ αυτόν την πεμπτουσία του ιθαγενούς τρόπου ζωής. Η πνευματικότητα που απέπνεαν ο Χορός του Ήλιου των Μπλακφήτ και ο Χορός των Φιδιών των Χόπι τον ενέπνευσαν για να αφιερωθεί σε ένα γιγάντιο έργο ζωής. Παρά τις πολυποίκιλες αντιδράσεις που προκαλούν οι φωτογραφίες του Curtis στους σημερινούς βορειοαμερικανούς Ινδιάνους, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι οι εικόνες αυτές επιβάλλουν, με τη δύναμη και την ομορφιά τους, τον σεβασμό και το δέος.

Ωστόσο, ο φακός του Curtis συλλαμβάνει μόνο ένα μέρος της ζωής των Ινδιάνων της Αμερικής. Από τις φωτογραφίες του απουσιάζει η απόγνωση των Ινδιάνων που λιμοκτονούσαν, μετά την μαζική εξολόθρευση από του λευκούς του αμερικάνικου βούβαλου, καθώς τα τρόφιμα που είχε συμφωνηθεί βάσει συνθηκών να τους παραδίδονται δεν έφταναν ποτέ στα χέρια τους. Δεν βλέπουμε τους ιεραπόστολους να προσεύχονται στους ιερούς τόπους λατρείας των ιθαγενών, τους ινδιάνους μάγους-θεραπευτές να συλλαμβάνονται, τα παιδιά τους να μεταφέρονται μακριά σε οικοτροφεία και σχολεία, ούτε τη σκληρή μεταχείριση που υπέστησαν εκεί. Ο Curtis έγραψε βέβαια γι’ αυτά, συνηγορώντας θερμά υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδιάνων, όμως στις φωτογραφίες του απεικονίζονται μόνο οι «παραδοσιακές» πτυχές της ζωής των αυτοχθόνων. Στο φωτογραφικό του κάδρο δεν βρίσκει θέση η βίαιη εισβολή της αγγλοσαξονικής κουλτούρας στις ινδιάνικες περιοχές.

Στα συμφραζόμενα της εποχής του, στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, ο Curtis εμφανίζεται ως ένας καινοτόμος φωτογράφος του Σηάτλ, με διακριτές επιρροές από τον Alfred Stieglitz και άλλους εκπροσώπους της νεοϋορκέζικης φωτογραφικής πρωτοπορίας, που προσπαθούσαν να καθιερώσουν τη φωτογραφία ως μια μορφή τέχνης ισότιμης με τη ζωγραφική, θεωρούσαν την τεκμηριωτική φωτογραφία ως καθαρά μηχανική διαδικασία, κάτι που θα μπορούσε να γίνει με το απλό πάτημα ενός κουμπιού. Μόνο ένας καλλιτέχνης θα μπορούσε να δημιουργήσει μια εικόνα που θα έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα. Οι φωτογράφοι αυτοί χρησιμοποιούσαν κοντινά πλάνα που προσέδιδαν δραματικότητα, διάχυτο φωτισμό, φακούς απαλής εστίασης, και θολό βάθος πεδίου για να κάνουν τις εικόνες τους να μοιάζουν μάλλον με ιμπρεσιονιστικά έργα ζωγραφικής παρά με φωτογραφίες. Ο Curtis μετέφερε αυτούσιες τις τεχνικές και το ύφος του πικτοριαλιστή πορτραιτίστα από το φωτογραφικό του στούντιο στο εθνογραφικό πεδίο. Εικονογραφώντας τη ζωή των Ινδιάνων, ήταν επόμενο να αφαιρέσει κάθε στοιχείο νεωτερικότητας από τις φωτογραφικές του συνθέσεις, επινοώντας έτσι μια ιδανική εκδοχή της ιθαγενούς παράδοσης πριν αυτή έλθει σε επαφή με τον κόσμο των Λευκών. Έφθασε μάλιστα σε σημείο, αργότερα, να «ρετουσάρει» τα αρνητικά του για να αφαιρέσει από τις φωτογραφίες αντικείμενα όπως βαγόνια τραίνων, ξυπνητήρια, μεταλλικά εργαλεία, σύγχρονα ενδύματα, αυτοκίνητα και μηχανοκίνητα σκάφη.

Όπως αναφέρει η Makepeace, ορισμένοι Ινδιάνοι χαρακτήρισαν «ψεύτικες» τις φωτογραφίες του Curtis επειδή δεν παρουσιάζουν τους προγόνους τους στην καθημερινότητα τους. Υποστηρίζουν ότι πολλές από τις εικόνες του ενισχύουν την πεποίθηση των Λευκών ότι οι αυτόχθονες πολιτισμοί της Αμερικής ήταν καταδικασμένοι να εξαφανιστούν. Άλλοι, υποστήριξαν ότι οι πρόγονοι τους στις φωτογραφίες θυμήθηκαν τα παλαιά τους ήθη και έθιμα και ήταν σε θέση να τα αναβιώσουν με ακρίβεια μπροστά στον φακό του Curtis. Επισημαίνουν ότι το παραδοσιακό και το νεωτερικό συνυπάρχουν στη ζωή των Ινδιάνων τώρα όπως και τότε, τον καιρό του Curtis, και ότι οι εικόνες του συλλαμβάνουν μια πτυχή της ιστορίας τους, κληροδοτώντας μια πολύτιμη παρακαταθήκη. Κλέφτης ψυχών ή αρχειοφύλακας μιας μεγάλης παράδοσης, ο Curtis, αυτός ο «Κυνηγός Σκιών», σύμφωνα με το παρωνύμιο που του έδωσαν οι Ινδιάνοι, ενσαρκώνει το μεγαλείο αλλά και τις χίμαιρες της εποχής του, το θετικιστικό πνεύμα και την πίστη στην επιστημονική πρόοδο, ειδοποιά στοιχεία του θριαμβεύοντας δυτικού πολιτισμού, αλλά και την ένοχη συνείδηση του απέναντι σε κουλτούρες και παραδόσεις που απειλούνται από την χωρίς όρια επέκταση του.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το γράμμα του αρχηγού Siahl στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1854 σε μετάφραση του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό LIFO, στις 13/8/2019 με αφορμή την “Ώρα της Γης“. Κυκλοφορούν πολλές εκδοχές της – αυτή φέρεται ότι είναι η εγκυρότερη. Ο Siahl εκχώρησε τη γη του στην πολιτεία της Ουάσιγκτον ένα χρόνο αργότερα. Φοβόταν ότι καθώς οι εκτάσεις δεν θα είχαν πια το όνομά του, η ψυχή του θα ταράζονταν, κάθε φορά που, μετά το θάνατό του, ανθρώπινα χείλη θα μνημόνευαν το όνομά του. Ζήτησε λοιπόν προκαταβολικά πολλά δώρα, ως αποζημίωση του ταραγμένου ύπνου του στην αιωνιότητα. Το γράμμα δόθηκε στη δημοσιότητα από την αμερικάνικη κυβέρνηση στις 29 Μαίου 1976 και η πρώτη μετάφραση έγινε από το Ζήσιμο Λορεντζάτο. Ολόκληρο το γράμμα δημοσιεύεται στο Faber Book Of Letters, εκδ. 1988.

“Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον στέλνει μήνυμα πως θέλει να αγοράσει τη γη μας. Ο μεγάλος αρχηγός στέλνει επίσης λόγια φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρουμε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται τη δική μας φιλία. Την προσφορά του θα τη μελετήσουμε, γιατί ξέρουμε πως αν δεν το πράξουμε, μπορεί ο λευκός να καταφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.

Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό – τη ζέστη της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το στραφτάλισμα του νερού δεν μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράζετε από μας; Κάθε κομμάτι της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε πευκοβελόνα που λάμπει, η άμμος στις ακρογιαλιές, η καταχνιά στα σκοτεινά δάση, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό. Είμαστε κομμάτι της γης και η γη είναι κομμάτι μας…

Ξέρουμε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει από τους τρόπους μας. Τα μέρη της γης, το ένα μετά το άλλο, δεν έχουν γι’ αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει μες στη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα του χρειάζονται. Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον κατακτήσει, και αφού τον κατακτήσει πηγαίνει παρακάτω. Αφήνει πίσω τους τάφους του πατέρα του και δεν τον νοιάζει. Αρπάζει τη γη από τα παιδιά της και δεν τον νοιαζει… Συμπεριφέρεται στη γη και τον ουρανό σα να ’ναι πράγματα που αγοράζονται, λεηλατούνται και πουλιούνται – σα να ’ναι πρόβατα ή χάντρες. Με το στομάχι που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο.

Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, πονάει τα μάτια του ερυθρού ανθρώπου. Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει, επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει. Δεν υπάρχει ήσυχο μέρος στις πόλεις του λευκού ανθρώπου. Κανένα μέρος ν’ ακούσεις τα φύλλα να σκάνε την άνοιξη ή τα φτερά του εντόμου να θροΐζουν. Και πού υπάρχει ζωή, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακούσει τη μοναχική φωνή από ένα νυχτοπούλι ή τις κουβέντες που ανοίγουν τα βατράχια γύρω από τη λίμνη τη νύχτα; Όμως αυτό ίσως συμβαίνει γιατί είμαι ερυθρόδερμος και δεν καταλαβαίνω.

Ο Ινδιάνος προτιμάει τον απαλό ήχο του αγέρα, όταν χτυπάει στο πρόσωπο της λίμνης και τη μυρωδιά αυτού του αγέρα, καθαρισμένου από μια μεσημεριάτικη μπόρα ή μυρωμένου από τις κουκουναριές. Ο αέρας είναι πολύτιμος στον ερυθρό άνθρωπο, γιατί όλα τα πράγματα μοιράζονται την ίδια ανάσα – τα ζώα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αέρα που ανασαίνει. Σαν κάποιος που χαροπαλεύει μερόνυχτα πολλά και δεν μυρίζει τίποτα.

Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.

Ένα ξέρουμε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει: ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να νομίζετε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας. Αλλά δεν το μπορείτε. Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεός του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, περιφρονεί το Δημιουργό της.

Και οι λευκοί θα χαθούν – ίσως μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πνιγείς από τις ακαθαρσίες σου. Αλλά μέσα στην έκλειψή σας θα λάμπετε όλο φως, φλογισμένοι από τη δύναμη του Θεού που σας έφερε σ’ αυτή τη γη και από κάποια ανεξήγητη βουλή σας έδωσε εξουσία πάνω στον ερυθρό άνθρωπο και τη γη του. Αυτό το πεπρωμένο είναι μυστήριο για μας, γιατί δεν καταλαβαίνουμε το λόγο για τον οποίο έπρεπε όλοι οι βούβαλοι να σφαχτούν, τα άγρια άλογα να δαμαστούν, οι πιο ιερές γωνιές του δάσους να γεμίσουν από τα χνώτα των ανθρώπων και οι ανθισμένοι λόφοι να λερωθούν από καλώδια που μιλούν. Και τότε πού είναι το πυκνό δάσος; Έφυγε. Πού είναι ο αετός; Έφυγε. Και τι σημαίνει να πεις ‘‘έχε γεια’’ στο άλογό σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.

Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε – αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που φλογίζουν το μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσουμε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσουμε μαζί, θα το πράξουμε, για να σιγουρέψουμε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε. Εκεί μπορεί, να ζήσουμε τις μετρημένες μέρες μας όπως το θελήσουμε. Όταν ο τελευταίος ερυθρόδερμος λείψει από τη γη και, από τη μνήμη δεν απομένει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου – γιατί αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο απ΄ την καρδιά της μάνας του. Αν σας πουλήσουμε τη γη μας, αγαπήστε την καθώς την αγαπήσαμε εμείς, φροντίστε την καθώς τη φροντίσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο μυαλό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε την καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρουμε – ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη του είναι ακριβή. Ακόμα και ο λευκός δεν γίνεται να απαλλαγεί από την κοινή μοίρα.’’