Η περιέργεια της Vivian Cherry για τις ζωές των ανθρώπων, εμπνευσμένη από την τέχνη προγενέστερων φωτογράφων, που είχε τη τύχη να γνωρίσει προσωπικά, όπως η Dorothea Lange, η Helen Levitt και ο Paul Strand, την οδήγησε στους δρόμους της Νέας Υόρκης για να τραβήξει φωτογραφίες μεταναστών, πλανόδιων πωλητών, εργατών σε κατασκευές, μανάβηδων, πεταλωτών και αμαξάδων στο Central Park και παιδιών που παρακολουθούσαν έκπληκτα καθώς ένα αεροπλάνο πετούσε από πάνω τους. Η δουλειά της στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, η οποία εμφανίστηκε μεταξύ άλλων και στα περιοδικά Life, Collier’s, Redbook, και Popular Photography, τεκμηρίωσε απλούς ανθρώπους, σχεδόν πάντα σε αυθόρμητες καταστάσεις. «Μόλις οι άνθρωποι δουν τη φωτογραφική μηχανή αλλάζουν συμπεριφορά και ό,τι είχες δει, χάνεται. Πρέπει να είσαι πολύ γρήγορος, αν θέλεις να συλλάβεις τις εκφράσεις τους».
Η Vivian γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1920 στο Μανχάταν και αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά της στο Μπρονξ. Ο πατέρας της, Sasha, που είχε αλλάξει το όνομα του σε Sam, όταν μετανάστευσε από τη Ρωσία, δούλευε σαν ελαιοχρωματιστής. Η μητέρα της, Ida Agranovitch, ήταν οδοντίατρος, αλλά περιορίστηκε στα οικιακά στη νέα της πατρίδα. Η Vivian φιλοδοξούσε να γίνει χορεύτρια και σπούδασε χορό ξεκινώντας από την ηλικία των 12 ετών στη σχολή Denishawn στο Μπρονξ. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το Πανεπιστήμιο του Madison, του Wisconsin, η Cherry άρχισε να χορεύει επαγγελματικά. Χόρεψε με την Helen Tamiris Dance Company σε νυχτερινά κέντρα, όπως το La Conga ή το Le Bal Tabarin και εμφανίστηκε με θιάσους μπουρλέσκ σε θέατρα του Coney Island. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χόρεψε στο Lunch Hour Follies, ένα ψυχαγωγικό έργο, που διοργανώθηκε από την American Theatre Wing. Στα τέλη του 1944 και στις αρχές του 1945, η Vivian συμμετείχε στο Sadie Thompson, ένα βραχύβιο μιούζικαλ του Broadway.
Ένας τραυματισμός στο γόνατο όμως, την οδήγησε σε μια αναγκαστική διακοπή της καριέρα της στο χορό κι έτσι χρειάστηκε να αναζητήσει άλλες πηγές εισοδήματος. «Περνούσα μπροστά από ένα εργαστήριο φωτογραφίας που ονομαζόταν Underwood and Underwood και είδα μια πινακίδα που έγραφε: “Ζητείται βοηθός για τον σκοτεινό θάλαμο – Δεν απαιτείται εμπειρία!”» θυμάται. «Ήταν το “χωρίς εμπειρία” που τράβηξε την προσοχή μου – δεν ήξερα για τι δουλειά επρόκειτο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αρκετός κόσμος για να εκτυπώνει φωτογραφίες, επειδή είχαν επιστρατευτεί τόσοι πολλοί άνδρες, οπότε έκανα αίτηση και πήρα τη δουλειά». Η Vivian Cherry ήταν η μόνη γυναίκα στο θάλαμο. Υπήρχαν άλλοι οκτώ άντρες με λεπτά πινελάκια στο χέρι που έκαναν ρετούς στα αρνητικά γυμνών γυναικών. «Τι ακριβώς κάνετε?» θυμάται η Vivian να ρωτάει. Κάλυπταν τα επίμαχα μέρη των γυμνών γυναικείων σωμάτων γιατί εκείνη την εποχή ήταν παράνομο να τα εκτυπώσουν.
Σύντομα βελτίωσε τις δεξιότητές της στην επεξεργασία των αρνητικών, ενώ άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για να βγάζει και η ίδια τις δικές της φωτογραφίες. Τελικά αγόρασε μια Graflex και άρχισε να περπατά στους δρόμους φωτογραφίζοντας. Όταν θεραπεύτηκε το γόνατό της επέστρεψε στο Broadway, χορεύοντας για ένα χρόνο σε μια αναβίωση του “Show Boat“, αλλά η φωτογραφία είχε γίνει πλέον το πάθος της. Μόλις τελείωσαν οι παραστάσεις του μιούζικαλ, η Cherry το αποφάσισε: Θα γινόταν φωτογράφος πλήρους απασχόλησης. «Ο χορός είναι υπέροχος», λέει, «αλλά δεν καταλαβαίνεις πολλά από την πραγματικότητα. Συνέβαιναν τόσα πολλά στον κόσμο και ήθελα να γίνω μέρος του».
Η λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου βρήκε την Ευρώπη ερειπωμένη και έδωσε στη πολυσύχναστη Νέα Υόρκη την ευκαιρία να γίνει η νέα πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου. Η δεκαετία που ακολούθησε γέννησε τη γενιά των Beat και τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό και υποστήριξε έναν ριζοσπαστικό ρεαλισμό στη φωτογραφία. «Οι παλαιότεροι φωτογράφοι που εργάζονταν εκείνη την εποχή ήθελαν να κάνουν φωτογραφίες που έμοιαζαν με πίνακες ζωγραφικής, αλλά σταδιακά η ρεαλιστική απεικόνιση επικράτησε και αυτό ήταν πραγματικά υπέροχο», εξηγεί η Vivian Cherry, η οποία διαμόρφωσε τη φωτογραφική ματιά της σε αυτή τη συναρπαστική περίοδο. Επιδιώκοντας την επαγγελματική της εξέλιξη άρχισε να αναζητά την επικοινωνία και με άλλους φωτογράφους κι έτσι το 1946 εντάχθηκε στη Photo League, μια συνεταιριστική οργάνωση ερασιτεχνών και επαγγελματιών φωτογράφων της Νέας Υόρκης, οι δραστηριότητες των οποίων, αν και στην αρχή ήταν προσανατολισμένες κυρίως στην καταγραφή της ζωής στις εργατικές γειτονιές της πόλης και στην ανάδειξη των εκεί προβλημάτων διαβίωσης, εν τέλει αποτέλεσαν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική φωτογραφία στις δεκαετίες του 1930-1940. Στη Photo League η Vivian βρήκε τον μέντορά της στο πρόσωπο του Sid Grossman, ιδρυτή της Λίγκας και έναν από τους δασκάλους της. Σύντομα άρχισε να λαμβάνει αναθέσεις από περιοδικά και διαφημιστικά γραφεία. Εκείνη την εποχή ο ανταγωνισμός δεν ήταν τόσο έντονος και οι επαγγελματίες πτερωνόντουσαν καλά. «Τα πήγα αρκετά καλά», θυμάται η Cherry. «Έπαιρνα 100 δολάρια την ημέρα, που ισοδυναμεί με σχεδόν 1.100 δολάρια σήμερα». Αυτή η οικονομική ανεξαρτησία έδωσε στην Cherry τη δυνατότητα και το χρόνο να εργαστεί στα δικά της σχέδια, εκτός από τις αναθέσεις για διάφορες εκδόσεις.
Πιστή στη ντοκουμενταρίστικη προσέγγιση της Photo League η Vivian πολύ σύντομα έστρεψε τον φακό της σε θέματα όπως η υγειονομική περίθαλψη των Ινδιάνων Ναβάχο ή σε μια γιατρό στη Δυτική Βιρτζίνια αφοσιωμένη στη θεραπεία των ανθρακωρύχων. Μια άλλη σειρά φωτογραφιών της Dorothy Day, της ριζοσπάστριας Ρωμαιοκαθολικής ακτιβίστριας, που τράβηξε η Cherry τη δεκαετία του 1950 για το περιοδικό Jubilee, χρησιμοποιήθηκαν στο βιβλίο του 2016 «Dorothy Day and The Catholic Worker: The Miracle of Our Continuance».
Τεκμηρίωσε επίσης τους απλούς ανθρώπους μέσα στη δίνη της καθημερινής ζωής στην πόλη. Μια από τις πιο γνωστές σειρές φωτογραφιών της είναι οι επιβάτες που ταξιδεύουν από και προς τη δουλειά τους χρησιμοποιώντας τον πολύφωτογραφημένο υπερυψωμένο σιδηρόδρομο EL. Οι φωτογραφίες της, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αντανακλούν μια χαμένη εποχή στη Νέα Υόρκη, όταν οι επιβάτες ταξίδευαν στα τρένα με κοστούμια και γραβάτες, φορέματα και καπέλα και μπορούσαν να κοιτάξουν μέσα στα διαμερίσματα των ανθρώπων καθώς περνούσαν από τις γειτονιές του Μανχάταν και του Μπρόνξ. Σε μια φωτογραφία, που τράβηξε η Cherry από έναν υπερυψωμένο σιδηροδρομικό σταθμό, μπορούμε να δούμε το παράθυρο ενός οδοντιατρείου, όπου ένας άνδρας νοσηλευόταν με το στόμα ανοιχτό. Ωστόσο, υπάρχουν φωτογραφίες της που ξεπερνούν την εποχή που τραβήχτηκαν. Μια από αυτές, μέσα στο τρένο, δείχνει μια γυναίκα να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Έχει μια διαχρονική ποιότητα με τους απαλούς τόνους και τον φωτισμό, που θυμίζει πίνακες του Rembrandt, να πέφτει στο πρόσωπο της. Είναι μια σκηνή που όποιος θα πάρει το μετρό ακόμη και σήμερα θα την αναγνώριζε. Μπορεί η μόδα να έχει αλλάξει, αλλά η απεικόνιση της αξιοπρέπειας παραμένει ίδια. Όταν το 1955 άρχισε η κατεδάφιση της υπερυψωμένης σιδηροδρομικής γραμμής του EL, η Cherry ήταν πάλι εκεί. Έκανε μια σειρά από λήψεις, συμπεριλαμβανομένου ενός εργάτη, με ένα τσιγάρο κολλημένο ανάμεσα στα χείλη του, να ελέγχει την καθοδική πορεία δυο χαλύβδινων δοκαριών. Έδειξε επίσης τους ανθρώπους παρατηρούν με ενθουσιασμό την κατεδάφιση από τις γωνίες των δρόμων σαν να βρίσκονταν σε θεατρική παράσταση.
Συνέχισε να τραβάει εικόνες που τράβηξαν το ενδιαφέρον της μέσα και γύρω από τη Νέα Υόρκη, από ένα κοπάδι μοσχάρια καταμεσής του δρόμου, μέχρι τις οικογένειες που ήταν συγκεντρωμένες στις σκάλες του ισπανικού Χάρλεμ. Οι φωτογραφίες που προκύπτουν είναι εξαιρετικά ειλικρινείς – ένας νεαρός άνδρας με καπέλο, κοιτάζοντας προς τον ουρανό, αγνοώντας την κάμερα που σκοπεύει προς την κατεύθυνση του. Ο σταθμάρχης, βλοσυρός πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του, ετοιμάζεται να δώσει το σήμα της εκκίνησης του τρένου. «Είναι αστείο γιατί τώρα όλοι έχουν μια φωτογραφική μηχανή, αλλά τότε οι άνθρωποι που φωτογράφιζα δεν με έδιναν ιδιαίτερη σημασία», σκέφτεται η Cherry για την αδιαφορία των πρωταγωνιστών της. «Και αν κάποιος δεν ήθελε να τραβήξω τη φωτογραφία του, δεν τον έβγαζα… εκτός κι αν το έκανα χωρίς να το ξέρει», λέει γελώντας συνωμοτικά. Αυτή η ικανότητα της: να εντοπίζει μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία και να την τραβά σε κλάσματα του δευτερολέπτου με εξαιρετική ευκολία, είναι που ξεχωρίζει τη δουλειά της Cherry.
Όπως η Helen Levitt, έτσι και η Vivian Cherry φωτογράφιζε συχνά παιδιά να παίζουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης. «Ήταν πιο εύκολο να τραβήξεις φωτογραφίες των παιδιών τότε παρά τώρα γιατί πάντα έτρεχαν στους ανοιχτούς χώρους της πόλης, έπαιζαν “κλέφτες και αστυνόμους” και πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον με τα δάχτυλά τους», λέει. Το 1947, ενώ έβγαζε μια σειρά από φωτογραφίες παιδιών, εντόπισε μερικά αγόρια σε μια αλάνα στο Ανατολικό Χάρλεμ. Σε αντίθεση με τους νεαρούς που είχε δει να παίζουν πυροβολώντας με ψεύτικα όπλα, αυτά τα αγόρια έπαιζαν μιμούμενα ένα λιντσάρισμα. Τα αγόρια, λευκά και μαύρα, έπαιξαν τους ρόλους τους ανεξαρτήτως φυλής και χρώματος. Σε μια από τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν εκείνη την ημέρα, ένας μαύρος νεαρός με ένα σκούρο παλτό στέκεται σε έναν τοίχο γεμάτο γκράφιτι, με τα μάτια του κλειστά και το κεφάλι του γερμένο προς τα αριστερά. Μια κάθετη λευκή γραμμή από μπογιά ή κιμωλία εμφανίζεται πίσω από το κεφάλι του, σαν να ήταν το σχοινί μιας κρεμάλας. Η φωτογραφία της απεικονίζει τις διάχυτες επιπτώσεις του φυλετικού τρόμου στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκείνη την εποχή, ένα θέμα που απασχολούσε έντονα την κοινωνικά ευαίσθητη Cherry και τους συναδέλφους της στη Photo League. «Ήμουν συγκλονισμένη όταν το παρακολούθησα και το φωτογράφισα», θυμάται. «Δεν υπήρξε λιντσάρισμα στη Νέα Υόρκη, αλλά τα παιδιά θα το είχαν ακούσει στο ραδιόφωνο ή από τους γονείς τους – αυτή η μορφή βίας είχε γίνει μέρος της πραγματικότητά τους». Τέτοιοι συγκλονιστικοί κοινωνικοί και πολιτικοί τόνοι είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του έργου της Cherry, καθιστώντας τις εικόνες της ζωτικής σημασίας ιστορικά ντοκουμέντα της ζωής της πόλης της Νέας Υόρκης, καθώς και συγκινητικές μελέτες για την ανθρωπότητα. Αν και σήμερα θεωρείται είναι ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της, εκείνη την εποχή η Cherry δεν μπορούσε να βρει αμέσως εκδότη για αυτήν τη φωτογραφία και άλλες από την ίδια σειρά – όταν τις υπέβαλε στο McCall’s, το περιοδικό τις απέρριψε. Το 1948, η μεγαλύτερη σειρά της «Game of Guns» με θέμα τη βία και το παιδικό παιχνίδι δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Regards. Στις ΗΠΑ δεν δημοσιεύτηκαν μέχρι το 1952.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Vivian Cherry έκανε ένα μεγάλο διάλειμμα από τη φωτογραφία. Για περίπου 25 χρόνια επικεντρώθηκε στην κατασκευή κοσμημάτων ως καλλιτεχνική ενασχόληση, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως τεχνολόγος-ακτινολόγος στο πλευρό του συζύγου της, του παθολόγου Louis Finger. Όταν επέστρεψε στη φωτογραφία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, άρχισε να χρησιμοποιεί για πρώτη φορά έγχρωμο φιλμ, συμπεριλαμβανομένης μιας σειράς φωτογραφιών ανθρώπων με τατουάζ. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όμως, επέστρεψε ξανά στο ασπρόμαυρο και στο να φωτογραφίζει στο δρόμο, αν και πλέον ήταν ογδόντα ετών. Στη διάρκεια μιας διαδήλωσης κατά του πολέμου στο Ιράκ κι ενώ βρισκόταν στους δρόμους του Μανχάταν φωτογραφίζοντας, παρασύρθηκε από το πλήθος, την ποδοπάτησαν και έσπασε το ισχίο της, τον καρπό και μερικά πλευρά της. Παρ’ όλα αυτά δεν έχασε το χιούμορ και την αισιοδοξία της: «Δεν ήμουν τόσο γρήγορη όσο παλιά. Προσπαθώ να μην μπαίνω στη μέση του πλήθους τώρα», περιέγραψε σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή της, αυτή τη δυσάρεστη εμπειρία της. Στην διάρκεια της ανάρρωσης, ο επιβλέπων ιατρός της συνέστησε να ασχοληθεί με το γράψιμο για όσο διάστημα δεν θα μπορούσε να φωτογραφίζει. Η πάντα ανοιχτή στις προκλήσεις Cherry, ξεκίνησε να γράφει τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες από τη ζωή της, τις οποίες δημοσίευσε η ίδια το 2011 ως «Vignettes: Chapters From a Life».
Η Vivian Cherry πέθανε στο Albuquerque, στις 4 Μαρτίου του 2019. Ήταν 98 ετών.
Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2024