Ο Martín Chambi Jiménez ήταν ο πρώτος Αμερικάνο-Ινδιάνος φωτογράφος που κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση και ο πρώτος που άφησε πίσω του ένα σημαντικό αρχείο, το ενδιαφέρον του οποίου παραμένει ενεργό και επίκαιρο. Η ιστορία της ζωής του διαδόθηκε από στόμα σε στόμα έχοντας αποκτήσει τις παραλλαγές, αλλά και το ανάστημα ενός μύθου. Δεν υπάρχει γραπτή ή ηχογραφημένη συνέντευξή του και δεν έχει διασωθεί τίποτα από αυτά που πιθανόν να έγραψε – συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφικών του σημειωματάριων. Γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1891, από μια πολυμελή, ταπεινή οικογένεια αγροτών, σε ένα μικρό χωριό με πλίθινες καλύβες που ονομάζεται Coaza, στο Puno, κοντά στη μεγάλη λίμνη Titicaca. Γιος του Felix Chambi και της Fernanda Jiménez υιοθέτησε και τα δυο επίθετα των γονιών του, κάτι συνηθισμένο στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εκτός από τις καλλιέργειες πατάτας και φασολιών στις χτιστές πεζούλες της άγονης γενέτειράς του και τα δασύτριχα κοπάδια λάμα και αλπακά, ο μόνος άλλος πλούτος για τους κατοίκους βρισκόταν στα ορυχεία. Η δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση στη Βρετανία υποκίνησε την αναζήτηση πρώτων υλών στο εξωτερικό, έχοντας σχεδόν εξαντλήσει τη μικρή ποσότητα του κασσίτερου που έβγαζαν τα ορυχεία της Κορνουάλλης και του χρυσού στην Ουαλία. Το Περού και η Βολιβία τα είχαν και τα δύο σε αφθονία και η Βρετανία ήταν αυτή η χώρα κυρίως, που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα πλούσια ορυκτά και τα μεταλλεύματα της περιοχής. Σε αντάλλαγμα οι Βρετανοί δημιούργησαν τους πρώτους σιδηροδρόμους σε όλο το νότιο ημισφαίριο – όπως κι ο ίδιος ο Chambi τεκμηριώνει στις φωτογραφίες του σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του – και εισήγαγαν μια εντελώς νέα τραπεζική υποδομή.

Όταν ο πατέρας του πήγε να εργαστεί σε ένα χρυσωρυχείο της επαρχίας Carabaya, σε έναν μικρό παραπόταμο του Inambari, ο δωδεκάχρονος Martín τον ακολούθησε. Εκεί, στο ορυχείο Santo Domingo, είδε για πρώτη φορά τη χρήση της φωτογραφικής μηχανής του Άγγλου φωτογράφου που κατέγραφε και τεκμηρίωνε τις εργασίες εξόρυξης. Γοητεύτηκε από το τεράστιο όγκο της και την μυστηριώδη τελετουργία, που περιελάμβανε το κουκούλωμα του φωτογράφου με το μαύρο πανί για την εστίαση και τη σύνθεση του κάδρου, αλλά και τη μυσταγωγία της εμφάνισης των φωτογραφιών στο μισοσκόταδο και στα χημικά. Ανυπομονώντας να φανεί χρήσιμος και να κερδίσει μερικά φιλοδωρήματα, πρόσφερε τις υπηρεσίες του κουβαλώντας τη βαριά, ξύλινη φωτογραφική μηχανή, με τα μεγάλα γυάλινα αρνητικά και τους χάλκινους φακούς. Είδε τις εικόνες που αποκαλύφθηκαν στα χημικά επεξεργασμένα χαρτιά, αφού πρώτα είχαν προσεκτικά εκτεθεί στο φως του ήλιου, και έτσι έγινε η αποκάλυψη για τον Chambi. Αυτή η τυχαία συνάντηση φύτεψε τη σπίθα που τον έκανε να επιδιώξει να κερδίσει τα προς το ζην ως επαγγελματίας φωτογράφος.

Εκείνη τη περίοδο ο Martín είχε μόλις τελειώσει το δημοτικό. Ο ρόλος του ήταν να συνεισφέρει στην υποστήριξη των γονιών και των μικρότερων αδελφών του και να εργαστεί στη γη. Προκειμένου να υποστηρίξει το όνειρό του να γίνει φωτογράφος, άρχισε να κοσκινίζει στα κρυφά τις προσχώσεις κοντά στο στόμιο του ορυχείου, σώζοντας κάθε κόκκο από το πολύτιμο μέταλλο που συγκέντρωνε. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1908, θεωρώντας τον εαυτό του αρκετά μεγάλο για να φύγει από το σπίτι, χάρισε στον πατέρα του τους καρπούς του κόπου του – ένα μικρό πουγκί με ρινίσματα χρυσού. Τον διαβεβαίωσε ότι θα πλήρωνε τα ναύλα μέχρι την παράκτια αποικιακή πόλη Arequipa, όπου σκόπευε να μαθητεύσει κοντά σε έναν φημισμένο φωτογράφο της περιοχής, τον Max T. Vargas. Η Arequipa ανταποκρινόταν πλήρως στο παρατσούκλι της, «Λευκή Πόλη». Το όνομα αυτό δεν το όφειλε αποκλειστικά και μόνο στα ασβεστωμένα επαρχιακά κτίριά της, αλλά και στα λευκά πρόσωπα της πλειονότητας των κατοίκων της που ήταν Ευρωπαίοι άποικοι. Η πόλη ήταν γεμάτη στούντιο, αλλά αυτό του Vargas ξεχώριζε. Ευτυχώς, ο εργοδότης και μέντορας του Chambi δεν ήταν μόνο ένας επιδέξιος φωτογράφος τοπίων και πορτρέτων στο τότε δημοφιλές στυλ του πικτοριαλισμού, αλλά και ένας ζεστός άνθρωπος. Ο θρύλος λέει ότι καλωσόρισε το Martín στο σπίτι του, άφησε στην άκρη το κομπόδεμα που προοριζόταν να καλύψει το ενοίκιο, τα γεύματα και την εκπαίδευση και χάρηκε για την καλή του τύχη που γνώρισε έναν νεαρό που, σε αντίθεση με τους γιους του, είχε εκδηλώσει το πάθος και την αγάπη για το επάγγελμα του φωτογράφου. Για την ιστορία αναφέρω πως ο μεγαλύτερος γιος του Max, ο Joaquin Alberto Vargas y Chávez, μετανάστευσε στις ΗΠΑ και έκανε μεγάλη καριέρα ως εικονογράφος pin-up girls στα μεγαλύτερα περιοδικά της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. Ο νεαρός Chambi ανταπέδωσε αυτή τη φιλοξενία αφιερώνοντας τα επόμενα εννέα χρόνια στο να μάθει ό,τι μπορούσε για τη φωτογραφία στούντιο, να πειραματιστεί σε κάθε στάδιο και να δείξει μια ιδιαίτερη γοητεία με τις διαδικασίες χειρισμού του διαθέσιμου φωτός και της εκτύπωσης σε μια σειρά αποχρώσεων και τόνων.

Το 1917, σε ηλικία είκοσι έξι ετών, ο Chambi έκανε την πρώτη του έκθεση στην Arequipa και κέρδισε το τρίτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό που διοργάνωσε το τοπικό Κέντρο Τεχνών. Παρά το συμβολικό του χαρακτήρα το βραβείο στάθηκε αρκετό για να τον ενθουσιάσει με την ιδέα να εργαστεί ανεξάρτητα πλέον και να καταστήσει το έργο του ευρέως γνωστό. Έξι μήνες αργότερα άνοιξε το πρώτο του «στούντιο και γκαλερί» στο Sicuani, στα μισά του δρόμου μεταξύ της λίμνης Titicaca και του Cuzco. Το Sicuani, όπου ο Chambi άσκησε το επάγγελμα του μεταξύ 1917 και 1920, ήταν μια αρχαία εμπορική πόλη και αποτέλεσε ένα σκαλοπάτι στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας του. Έξι εβδομάδες μετά τα εγκαίνια, ο Chambi είχε προφανώς επανεξετάσει τα μέσα για την επίτευξη των στόχων του. Αντί να εκτυπώνει μεγάλες κι ακριβές μεγεθύνσεις, εξέδωσε το πρώτο σετ από καρτ ποστάλ της ευρύτερης περιοχής γύρω από το Cuzco. Κοστίζοντας είκοσι centimes, ήταν εντός του εύρους τιμής που μπορούσαν να πληρώσουν όλοι οι κάτοικοι, εκτός ίσως από τους φτωχότερους. Ανέπτυξε επίσης και μια άλλη, ιδιαίτερη για την εποχή, πρωτοτυπία. Εκτός από την παραγωγή των φθηνών καρτ-ποστάλ, δημιούργησε μια φωτογραφική «γκαλερί», στην πραγματικότητα δυο μεγάλες βιτρίνες εκατέρωθεν της εισόδου στο στούντιο – η μία για να δείχνει δημοφιλή πορτρέτα και η άλλη για τις καρτ ποστάλ με τα τοπία. Διαφοροποιούνταν ανάλογα με τη μορφή (κάθετη ή οριζόντια) όπως και με το θέμα. Σταδιακά, οι ανανεωνόμενες φωτογραφίες στις προθήκες θα γίνονταν τόσο δημοφιλείς, που άνθρωποι από την πόλη και την επαρχία θα συνωστίζονταν για να τις δουν. Έτσι το στούντιο του Chambi έγινε ένα κομβικό σημείο συνάντησης, όπου οι πιθανοί πελάτες κοίταζαν, συζητούσαν και συμφωνούσαν να τραβήξουν το πορτρέτο τους, συχνά κατόπιν πρόσκλησης του ίδιου του φωτογράφου. Τελειομανής τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεση των πορτρέτων του, το κόστος των φωτογραφιών ήταν υψηλό, αλλά θέλοντας να κρατήσει χαμηλά τις τιμές πώλησης σχεδόν δεν κάλυπτε το κόστος της περίτεχνης κατασκευής τους. Είχε γίνει φανερό ότι για να κυνηγήσει τα πραγματικά του συμφέροντα, ο Chambi έπρεπε να κάνει το επόμενο βήμα. Όπως είχε ξεπεράσει το να είναι βοηθός σε μια όμορφη αλλά επαρχιακή πόλη, έτσι έπρεπε να ξεπεράσει και την προσωρινή του βάση στο Sicuani, ένα μέρος με στο οποίο δεν είχε κάποιους δεσμούς, συγγενικούς ή κοινωνικούς. Άλλωστε ήταν πλέον ένας άντρας κοντά στα τριάντα, πατέρας δύο παιδιών και παντρεμένος με μια δασκάλα.

Το 1923 μετακόμισε στο Cuzco και άνοιξε ένα καινούργιο στούντιο εκεί, το οποίο φρόντισε να έχει ένα ειδικά σχεδιασμένο σετ από περσίδες και παντζούρια φτιαγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να ελέγχουν τον φυσικό φωτισμό προκειμένου να ταιριάζει καλύτερα στις φωτογραφίες του. Η ευρύτερη περιοχή του Cuzco υπήρξε, για έναν αιώνα, το κέντρο της αυτοκρατορίας των Ίνκας, πριν την άφιξη των Ευρωπαίων κατακτητών. Η πόλη, την εποχή που μετακόμισε εκεί ο Chambi, απείχε πολύ από το να είναι απλώς ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό μνημείο του παρελθόντος. Ανάμεσα στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, που πλαισιώνονταν από ψηλά σπίτια, οι επάνω όροφοι με τις βεράντες και τις τζαμαρίες που έχτισαν οι αποικιοκράτες, εξακολουθούσαν να υποστηρίζονται στους απίστευτα συμπαγείς τοίχους των θεμελίων των κτιρίων των Ίνκας. Σ’ αυτή την αρχαία πόλη, όπου οι ευάερες πλατείες βλέπουν στα κλιμακοστάσια των μπαρόκ εκκλησιών και μοναστηριών, ήταν που ο Chambi καθιέρωσε το προσωνύμιο του ως «ο Nadar του Cuzco» – «εξίσου δημοφιλής αλλά πιο σεμνός», όπως πρόσθεσε αργότερα ο κριτικός Max Kozloff. Το ανεπιτήδευτο ύφος του Chambi, η εκπληκτική ευκολία του να συναναστρέφεται με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως τάξης, κάστας ή φυλής, η φυσική του περιέργεια και η ευχαρίστηση που έπαιρνε από τη φωτογραφία, όλα αυτά τον βοήθησαν για να ενσωματωθεί στον κοινωνικό ιστό της πόλης που επρόκειτο να γίνει η μόνιμη κατοικία του. Η μετακόμιση του εκεί όμως, τον οδήγησε στην πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: την επιθυμία να ενσωματώσει την ινδιάνικη κληρονομιά του στο καλλιτεχνικό του ταλέντο.

Εκείνη την εποχή, δλδ μέσα της δεκαετίας του ΄20, άρχισε να εκδηλώνεται τουριστικό ενδιαφέρον για την εγκαταλελειμμένη ακρόπολη των Ίνκας, το Macchu Picchu, το οποίο βρίσκεται 80 χλμ βορειοδυτικά του Cuzco. Σημειώνεται ότι μόλις το 1911 ο λέκτορας του Yale, Pliram P. Bingham, έκανε την πρώτη οργανωμένη απόπειρα για να «ανακαλύψει» την αρχαία πολιτεία μισοθαμμένη κάτω από χαμόκλαδα και βράχους, και γνωστή μόνο στους ντόπιους βοσκούς. Ο Chambi ήταν από τους πρώτους που την επισκέφτηκε, συνοδεύοντας μια επόμενη αρχαιολογική αποστολή, και έκτοτε επέστρεφε συνεχώς σε αυτό που πίστευε ότι ήταν ένα ιερό μέρος της φυλής του. Ο Chambi κατέγραψε όχι μόνο τα ανάκτορα και τα ιερά αυτής της ηλιολατρικής θρησκείας, αλλά και τα ερειπωμένα σπίτια των απλών πολιτών της. Τράβηξε πολυάριθμες φωτογραφίες από τις ανασκαφές και πριν και μετά τις επεμβάσεις καθαρισμού του χώρου και ανάδειξης των κτισμάτων, αποδεικνύοντας πώς η πυκνή βλάστηση είχε, ουσιαστικά, προστατεύσει κρύβοντας την και στην πραγματικότητα διατηρήσει την περίπλοκη υποδομή της ιερής πόλης των Ίνκας. Η ματιά του Chambi αρνήθηκε να κάνει διάκριση ανάμεσα στο φυσικό (περιβάλλον, βλάστηση) και στο ανθρωποκεντρικό (κτίρια, υποδομές), καθώς οι Ίνκας -των οποίων θεωρούσε ότι είναι απόγονος- προσπαθούσαν να ακολουθήσουν μόνο και να αξιοποιήσουν τη φύση, κι όχι να την υποτάξουν και να την κυριαρχήσουν, όπως οι λευκοί άποικοι. Τρανή απόδειξη αυτής της πρακτικής αποτελεί η ακρόπολη που κτίστηκε σκόπιμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραμείνει δυσδιάκριτη από τη βραχώδη προεξοχή πάνω στην οποία εδράζεται.

Το Macchu Picchu έγινε γρήγορα ένας αγαπημένος προορισμός για κοντινές εξορμήσεις και πικ-νικ. Τις ημέρες των θρησκευτικών ή των επίσημων αργιών, μεγάλες παρέες φοιτητών ή άλλων ενδιαφερόμενων για την αρχαία ιστορία της χώρας τους περπατούσαν από το τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής προς το ύψωμα των 2.430 μέτρων. Θα είχαν μαζί τους είτε ένα μουλάρι για να κουβαλήσει τα τρόφιμα και όλο τον εξοπλισμό μαγειρικής, είτε δυο Pongos, τους περιφρονημένους αλλά πανταχού παρόντες υπηρέτες που έκαναν τα πάντα, από τον αχθοφόρο μέχρι τον μάγειρα και τον σερβιτόρο. Οι Pongos συχνά φαίνονται στο φόντο των φωτογραφιών, καθώς ξεχωρίζουν από τα ρούχα τους, είτε ντυμένοι με την τοπική τους φορεσιά, είτε φορώντας μια παρωδία της στολή ενός Παριζιάνου σερβιτόρου, με μαύρο γιλέκο και παπιγιόν, όταν συνοδεύουν εργοδότες που ακολουθούν την ευρωπαϊκή μόδα. Γιατί γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλές να προσκαλείται και ένας φωτογράφος μαζί στην εκδρομή και, φυσικά, ο πιο περιζήτητος ήταν ο Martín Chambi.

Το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για το Macchu Picchu είχε θετικό αντίκτυπο και για το Cuzco, τη μεγαλούπολη της περιοχής. Ξαφνικά θεωρήθηκε, τόσο από τους πρωτευουσιάνος στη Λίμα, όσο και από την υπόλοιπη Λατινική Αμερική – ως ένα ζωντανό παράδειγμα μιας περήφανης κληρονομιάς. Νέοι ακαδημαϊκοί κλάδοι στους τομείς της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας και της εθνογραφίας το έκαναν αντικείμενο επιτόπιων μελετών, όχι μόνο ενός συντηρημένου παρελθόντος, αλλά και ενός ζωντανού παρόντος. Οι καθηγητές των πανεπιστημίων εναλλάσσονταν δίνοντας διαλέξεις στους φοιτητές τους και γενικά το Cuzco πλημμύρησε από διανοούμενους υποστηρικτές του «Κινήματος για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων Ινδιάνων», γνωστού ως Indigenismo. Οι γυναίκες της ελίτ των mestizo (μιγάδες από μικτούς γάμους μεταξύ αυτοχθόνων και Ισπανών αποίκων) ήθελαν πια να φωτογραφηθούν, όχι μόνο φορώντας ευρωπαϊκά φορέματα, αλλά και με τις παραδοσιακές στολές των Ίνκας. Έβαζαν πούδρα στο πρόσωπό τους, σύμφωνα με τις επιταγές της τελευταίας παριζιάνικης τρέλας και στη συνέχεια φορούσαν τις ενδυμασίες των Ίνκας με τα πιο περίτεχνα σχέδια και τα φανταχτερά χρώματα, χωρίς καμία ιδέα για τη σημασία τους. Για μια σύντομη περίοδο, γινόντουσαν παρελάσεις καρναβαλιού και διαγωνισμοί ομορφιάς που πρόσφεραν παράλληλα βραβεία: τόσο για τις «βασίλισσες» της ισπανικής καταγωγής, όσο και για τις «βασίλισσες» των Ίνκας, ντυμένες η καθεμία ανάλογα με τον τύπο. Έτσι το στούντιο του Chambi ήταν συνεχώς απασχολημένο. Παρά το γεγονός ότι στο Cuzco υπήρχαν πολλά φωτογραφικά στούντιο, εκείνο του Chambi είχε την μεγαλύτερη δημοφιλία. Οι ανταγωνιστές του έλεγαν ότι ακόμα κι αν χρέωναν δέκα σεντς ένα πορτρέτο, οι πελάτες θα προτιμούσαν να χρησιμοποιήσουν τον Chambi κι ας χρέωνε τα διπλά.

Εκτός όμως από τις φωτογραφίες των εύπορων αστών, ο Chambi φωτογράφησε και τους ανθρώπους της δικής του φυλής, συχνά χωρίς αμοιβή. Μόνιμα περιφρονημένοι από τις άρχουσες τάξεις, οι αυτόχθονες ήταν περιθωριοποιημένοι μέσα στην ίδια τη χώρα τους. Ωστόσο, ο Chambi γνώριζε τη ζωή τους από μέσα: μιλούσε τη γλώσσα τους, τα Κέτσουα, και έτσι ήταν πάντα φιλικός μαζί τους. Αν ενδιαφερόταν για την εμφάνιση ενός συγκεκριμένου ατόμου, θα τον προσκαλούσε να επισκεφτεί το στούντιό του, είτε ήταν ένας περιπλανώμενος ζητιάνος, είτε ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας όπως ο «Γίγαντας του Paruro». Το πραγματικό του όνομα ήταν Lluscoj Chumbivilcas και υπάρχουν γι’ αυτόν τόσες ιστορίες, όσες σχεδόν και τα πορτρέτα του. Ήταν ένας θηριώδης άντρας με ύψος 2,10 μέτρα και βάρος σχεδόν 150 κιλά, αλλά ο Chambi φωτογράφησε την ευγενική του πλευρά, με την αδέξια στάση του, ντυμένος μόνο με κουρέλια και φτωχικά, υποτυπώδη σανδάλια να χαμογελά αμήχανα αγκαλιάζοντας τον καλοντυμένο βοηθό του φωτογράφου, που μπήκε επίτηδες στο κάδρο για να υπερτονίσει τη διαφορά.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό πορτρέτο είναι αυτό του Miguel Quispe, ο οποίος είχε το παρατσούκλι «El Inca», επειδή πέρασε ξυπόλητος τα βουνά γύρω από την ιδιαίτερη πατρίδα του, οργανώνοντας τους κατοίκους σε μια μη βίαιη διαμαρτυρία. Θέλοντας να αλλάξει τις οικονομικές συνθήκες των αυτοχθόνων Ίνκας, το 1923, εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Εκλέχθηκε μάλιστα και εκπρόσωπος στην Εθνοσυνέλευση. Μακριά από το Cuzco όμως, ήταν σαν ένα ψάρι έξω από το νερό, που απειλούσε το ολιγαρχικό status quo, όντας κάτι παραπάνω από μια ακίνδυνη γραφική φιγούρα. Όταν το πτώμα του βρέθηκε στα περίχωρα της Λίμα, κανείς δεν πίστεψε ότι η δολοφονία του ήταν μια απλή εγκληματική πράξη. Όλοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για μια πολιτική δολοφονία. Στο πορτρέτο του 1926, παρουσιάζεται να κάνει μια ακόμη δήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην απαγόρευση ενός άλλου τοπικού εθίμου: βγάζει τα φύλλα κόκας από το πουγκί του για να τα μασήσει μπροστά στην κάμερα.

Παράλληλα με την εμπορική επιτυχία που απέκτησε φωτογραφίζοντας στο στούντιο, ο Chambi ταξίδευε συχνά στην επαρχία προκειμένου να φωτογραφίσει τελετές ονοματοδοσίας ή γάμους, διορισμούς τοπικών ηγετών σε θέσεις εξουσίας – που γιορτάζονταν σε εξωτερικούς χώρους με chicha (ζυμωμένη μπύρα καλαμποκιού), δυνατή μουσική, δημόσιες ομιλίες και πληθωρικούς χορούς. Σε μια φωτογραφία του, το 1940, εμφανίζεται κι ο ίδιος να σπάει ένα από τα ισχυρότερα ταμπού με το να είναι ο μόνος άντρας και μάλιστα ντυμένος με ευρωπαϊκά ρούχα, που πίνει chicha μέσα από μια πήλινη γαβάθα μαζί με μια ομάδα γυναικών που φορούν τη στολή της κοιλάδας του ποταμού Urubamba. Με αυτή τη πόζα, φτιαγμένη για καρτ ποστάλ, δείχνει ξεκάθαρα τόσο την εξοικείωσή του με τους ανθρώπους της φυλής του, όσο και τον επαγγελματισμό του, την διπλή ιδιότητά του ως μέλος της ομάδας, αλλά και ως κάποιος έξω από αυτήν.

Δεν ήταν όμως η μόνη φορά που συμπεριελάμβανε τον εαυτό του σε κάποια φωτογραφία που προοριζόταν για καρτ ποστάλ. Σε μια άλλη εικονίζεται να διασχίζει μια σχοινένια γέφυρα, χαρακτηριστική του είδους που χρησιμοποιήθηκε για χιλιάδες χρόνια, ενώ σε μια τρίτη φωτογραφίζεται μαζί με άλλους καβαλάρηδες ψηλά στην οροσειρά των Άνδεων, όπου συνδύαζε την αγάπη του όχι μόνο για φωτογραφία, αλλά και για την ιππασία και την ορειβασία. Η πρωταρχική του βέβαια επιθυμία ήταν να δείξει τη χώρα στους ανθρώπους της, οι οποίοι συχνά είχαν αυτή την ευκαιρία μόνο στις βιτρίνες του φωτογραφείου του.

Ωστόσο, ο Chambi εκτός από την παράδοση αγκάλιασε και το καινούργιο. Ήταν πολύ ευχαριστημένος με την άφιξη της σύγχρονης τεχνολογίας. Ο ερχομός των γραμμών του τραμ, η διώρυγα του ποταμού Saphi, o υδροκίνητος υποσταθμός ηλεκτρικής ενέργειας, τα πρώτα δημόσια τηλέφωνα, το τροχήλατο αυτοκίνητο που ταξίδευε πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές, όλα αυτά και πολλά άλλα αποτέλεσαν αντικείμενα του θαυμασμού του και θέματα για τις φωτογραφίες του. Χαρακτηριστικό είναι κι ένα από τα πολλά αυτοπορτρέτα του (1934), στο οποίο υποδύεται τον Mario Perez Yafiez, τον πρώτο μοτοσικλετιστή στο Περού, του οποίου τη μοτοσυκλέτα έχει δανειστεί για την περίσταση. Η γοητεία του για τη νέα τεχνολογία σε καμία περίπτωση όμως δεν αντέκρουε τη συνεχή τεκμηρίωση του Chambi για τους παλιούς τρόπους ζωής: την ύφανση σε χειροποίητο αργαλειό, το ψάρεμα στη λίμνη Titicaca με κανό φτιαγμένα από πλεκτά καλάμια, τους βοσκούς με τις φλογέρες τους στις Άνδεις, τις θρησκευτικές λιτανείες και τα προσκυνήματα σε ιερά. Είχε γίνει επίσης τακτικός συνεργάτης στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Αργεντινής, La Nacion. Μέσω αυτής μπόρεσε να επεκτείνει το έργο του φωτογραφίζοντας τους συγγραφείς, τους ηθοποιούς και τους καλλιτέχνες της εποχής για να δημοσιευτούν στην εφημερίδα.

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1930 και του 1940, ο Chambi φαίνεται να εναλλάσσει με χαρά την κανονική του δουλειά στο στούντιο και τις εκατοντάδες αποστολές του σε διαφορετικές κοινότητες μακριά από το Cuzco. Η σύζυγός του, οι βοηθοί και οι κόρες του αναλάμβαναν την αδιάκοπη λειτουργία του φωτογραφείου. Υπάρχει ένα διάσημο πλάνο της οικογένειας που κάνει ρετούς στη βεράντα του τελευταίου ορόφου, πάνω από την οποία θα μπορούσε να τραβηχτεί μια τέντα όταν χάλαγε ο καιρός. Ωστόσο, ο Chambi παρά την τεράστια επαγγελματική του αναγνώριση δεν ικανοποίησε την επιθυμία του να αποκτήσει ένα δικό του σπίτι. Τον εμπόδισαν τα περιορισμένα οικονομικά πολλών από τους πελάτες του και η δική του έλλειψη ενδιαφέροντος να λειτουργήσει ως στυγνός επιχειρηματίας. Ο ίδιος δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για εκθέσεις και για τη προβολή του έργου του σε ξένες συλλογές και καταλόγους. Η αφοσίωσή του στο επάγγελμα του φωτογράφου, στον λαό του και στον τόπο του, είναι αυτά που τον κάνουν μοναδικό μεταξύ των σύγχρονών του. Ο Chambi έδειξε στους ανθρώπους της φυλής του τον εαυτό τους με έναν τρόπο που δεν είχαν δει ποτέ πριν. Όπως είπε η Sara Facio, η Αργεντινή φωτογράφος και ιδρύτρια του Μουσείου Φωτογραφίας της Λατινικής Αμερικής στο Μπουένος Άιρες: «Ήταν ο πρώτος μεγάλος φωτογράφος που δεν μας έβλεπε μέσα από τα μάτια του αποίκου».

Το έργο του Martín Chambi «ανακαλύφθηκε» και παρουσιάστηκε έξω από τη Λατινική Αμερική μετά το θάνατο του,  το 1973. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα του ιστορικού της Φωτογραφίας Edward Ranney, ο οποίος έχοντας κερδίσει μια υποτροφία για να φωτογραφίσει τις αρχαιότητες των Ίνκας, επισκέπτεται το Cuzco και γνωρίζει το αρχείο του Chambi, το οποίο είχε περάσει στη φροντίδα των θυγατέρων του και του εγγονού του. Ο Ranney βλέπει πρώτα τα μεγάλα γυάλινα αρνητικά (20Χ25 εκ.) και αντιλαμβάνεται πως η καλλιτεχνική αξία τους ξεπερνά κατά πολύ την τεκμηριωτική καταγραφή. Παίρνει μερικά μαζί του στις ΗΠΑ, τα δείχνει σε ειδικούς και χρηματοδότες και καταφέρνει να εξασφαλίσει μια έρευνα στο αρχείο του φωτογράφου. Επιστρέφει στο Cuzco το 1977 και τυπώνει 500 από τις 17.000 γυάλινες πλάκες του αρχείου. Με τη συνδρομή πανεπιστημίων και μουσείων οργανώνει μια σειρά μεγάλων εκθέσεων με τη δουλειά του Chambi για πρώτη φορά εκτός Περού. Αρχίζοντας το 1979, οι φωτογραφίες εκτίθενται στο University of New Mexico Art Museum, στην Photographer’s Gallery στο Λονδίνο, στο ΜοΜΑ στη Νέα Υόρκη, στο Kunsthaus στη Ζυρίχη και αλλού, προκαλώντας το διεθνές ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Η εκτίμηση για το μοναδικό έργο του Chambi, δεν είναι μόνο η ομορφιά της κάθε εικόνας, ο αρχαίος πολιτισμός και η εθνογραφική της αξία, αλλά κυρίως η διαπεραστική και βαθειά ματιά του, σε ένα μοναδικό και ζωτικής σημασίας πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ωστόσο, συνολικά μόνο μερικές εκατοντάδες φωτογραφίες έχουν παρουσιαστεί ποτέ, που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των δεκαεπτά χιλιάδων εικόνων από γυάλινες πλάκες που διατηρούν ακόμη οι απόγονοί του.

Αυτό είναι ένα τυπικό πορτρέτο από το στούντιο του Chambi. Αποτελεί παράδειγμα της προτίμησής του για τη λήψη προφίλ, φωτισμένη από το πλάι σε σκούρο φόντο, κατευθύνοντας έτσι την προσοχή του θεατή στα χέρια της εικονιζόμενης, η οποία κρατά ένα άλμπουμ με δικές του επαγγελματικές φωτογραφίες. Σαν να θέλει να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η λήψη έγινε στο στούντιο πορτρέτων του Martín Chambi. Στο άλμπουμ εμφανίζονται κυρίες και κύριοι της ανώτερης τάξης με πολυτελή ρούχα. Αντιθέτως, τα κλασικά χαρακτηριστικά των ιθαγενών, το χτένισμά και το απλό λινό φόρεμα της νεαρής γυναίκας, την αναδεικνύουν ως μία από τις πιο σεμνές και ταπεινές πελάτισσές του.

Στην πραγματικότητα, είναι πολύ απίθανο η εικονιζόμενη να είναι όντως καλόγρια. Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι μοναχές έμεναν κλεισμένες στο μοναστήρι, εκτός αν είχαν κάποιον πολύ σοβαρό λόγο για να βγουν έξω. Καλές αιτίες εξόδου μπορεί να ήταν η διδασκαλία, η νοσηλεία λόγω ασθένειας ή η είσοδος σε ιεραποστολικό τάγμα, αλλά όχι η επίσκεψη στο τοπικό στούντιο φωτογραφίας. Το να ντύσει ένα μοντέλο και να το φωτογραφίσει σαν μια ευσεβή καλόγρια δεν κρύβει καμία ιεροσυλία εκ μέρους του Chambi. Προφανώς η σκηνοθεσία αυτής της λήψης έγινε προκειμένου ο φωτογράφος να δημιουργήσει μια αντίθεση του λευκού προσώπου και της λευκής στολής της καλόγριας κόντρα στο μαύρο μαντήλι και το πανωφόρι της, που σχεδόν αφομοιώνονται στο σκούρο φόντο.

Ο Chambi τράβηξε πάρα πολλές φωτογραφίες στους δρόμους της πόλης του, όπως κι ο Atget στο Παρίσι, αν και ο ίδιος δεν γνώριζε το έργο του. Ο Chambi «κυνηγούσε» τις γωνίες, απ’ όπου μπορούσε να έχει μια ωραία θέα προς μια πλατεία ή σε όλο το μήκος ενός δρόμου. Τράβηξε τα πιο εντυπωσιακά αξιοθέατα της πόλης του και τα πουλούσε ως καρτ-ποστάλ. Επίσης επεδίωκε να φωτογραφίζει τα σύννεφα και λάτρευε τις στενές προοπτικές που έδιναν τα θεμέλια από μαύρη πέτρα των σπιτιών στο Calles Loreto και στο Malambo, που ανοίγονταν σε έναν ουρανό σαν ζωγραφισμένο για κάποιο θεατρικό σκηνικό. Στο Calle Mantas τόνισε τις σύγχρονες γραμμές του τραμ, στην κεντρική λεωφόρο Avenida del Sol βρήκε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Εδώ, στο Calle Malambo αποτυπώνει ταυτόχρονα την εντύπωση της στιβαρότητας και της γαλήνης.

Η πλειοψηφία του πληθυσμού του Περού, στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να επισκεφτεί έναν ιδιώτη γιατρό. Εναλλακτικά είχε την επιλογή να συμβουλευτεί έναν παραδοσιακό curandero (θεραπευτή) ή έναν φαρμακοποιό. Υπήρχαν δύο φαρμακεία στο Cuzco εκείνη την εποχή, που είχαν έναν ευγενικό ανταγωνισμό μεταξύ τους, αλλά το Fenix θεωρείτο ως το πιο σύγχρονο. Καθώς μάλιστα ήταν το πιο κοντινό στο στούντιο του Chambi, ήταν αυτό που συμβουλεύτηκε κι ο ίδιος, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του που ήταν άρρωστος. Σε αυτήν την φωτογραφία, το προσωπικό του φαρμακείου είναι τόσο ακίνητο, όσο κι ο ταύρος πάνω στη προθήκη, που διαφημίζει το σιρόπι της Vigoron (το Viagra της εποχής), ή οι καρέκλες που περιμένουν τον πελάτη που θα αποφασίσει να σταματήσει για μια κουβεντούλα.

Ο Chambi επισκεπτόταν περιστασιακά το Coaza, το χωριό στο οποίο γεννήθηκε, στην περιοχή του Puno. Η γενέτειρα του φωτογράφου βρίσκεται σε υψόμετρο 3.900 μέτρων στο νότιο Περού, στα σύνορα με τη Βολιβία. Ακόμη και σήμερα χρειάζεται περίπου έντεκα ώρες με το τρένο για να φτάσεις ως εκεί, ξεκινώντας από το Cuzco, την πόλη στην οποία είχε εγκατασταθεί ο Chambi. Μετά τον θάνατο των γονιών του, τη δεκαετία του 1930, ο Chambi επέστρεφε σπάνια εκεί. Το χωριό, το οποίο είχε αλλάξει ελάχιστα από την εποχή που το είχε αφήσει, σ’ αυτή τη φωτογραφία φαίνεται στα καλύτερά του, κάτω από το φως της αυγής. Οι δύο μοναχικές ανθρώπινες φιγούρες δείχνουν μικροσκοπικές μπροστά στον τεράστιο όγκο της οροσειράς.

Η Isabel Mamani, η πρώτη ιθαγενής βασίλισσα ομορφιάς, ποζάρει χαμογελαστή, καμαρωτά μπροστά σε ένα αρχαίο τοίχος των Ίνκας, φορώντας τη χαρακτηριστική στολή της διακοσμημένη με μια γιρλάντα από γούνα αλπακά. Ο ρόλος των καλλιστείων ανάμεσα στις ιθαγενείς ήταν για να δείξει ότι και οι Ινδιάνες θα μπορούσαν να είναι εξίσου όμορφες με τις Ευρωπαίες. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, οι αυτόχθονες καλλονές άρχισαν να ντύνονται και να συμπεριφέρονται όπως επέβαλε η δυτική μόδα στην γηραιά ήπειρο. Ο Chambi διατήρησε την ανάμνηση αυτού του εθίμου μέσα από τις βιτρίνες εκατέρωθεν της εισόδου του στούντιο του, που έδειχναν τον παλιό τρόπο ζωής, τόσο στους ιθαγενείς, όσο και στους μιγάδες mestizo.

Η φωτογράφιση ομαδικού πορτραίτου, είναι από τις πιό δύσκολες και χρονοβόρες διαδικασίες στη φωτογραφία. Όσο περισσότερα τα πρόσωπα τόσο πιό δύσκολο. Τόσο τεχνικά, στο στήσιμο και στις εκφράσεις των προσώπων, όσο εικαστικά και νοηματικά. Ο Chambi δεν βλέπει διερευνητικά ούτε ψάχνει. Κάθε άλλο, αυτό που βλέπει το γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνωρίζει και τη δύναμη του μέσου του. Στα ομαδικά πορτραίτα των μουσικών, τούς ζητά να κρατούν τα όργανά τους όπως τα κρατούν όταν παίζουν, αλλά να μην «παριστάνουν» πως παίζουν. Αποφεύγει τα στιγμιότυπα και τις «αυθόρμητες» φωτογραφίες. Τους θέλει στημένους και υπερήφανους για την τέχνη τους, να παρουσιάζουν τον εαυτό τους στην καλύτερη εκδοχή του. Οι ίδιοι το νοιώθουν και καταλαβαίνουν τη σημασία της φωτογραφίας για τη δική τους ιστορία, την ιστορία της φυλής τους και την ιστορία του τόπου τους. Από τη μια πλευρά, η δημόσια εκστρατεία του Indigenismo, του «Κινήματος για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων Ινδιάνων», έδωσε αξία στον παραδοσιακό πολιτισμό των απόγονων των Ίνκας. Από την άλλη όμως, πολύ λίγοι από τους επαγγελματίες λαϊκούς μουσικούς και ερμηνευτές κέρδισαν κάποια ουσιαστική βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο. Αυτό το γκρουπ των μουσικών δεν παίζει στην πραγματικότητα, αλλά ποζάρει με κάθε επισημότητα στο στούντιο μαζί με τα όργανά τους. Το περίεργο κουαρτέτο εγχόρδων περιλαμβάνει μια τεράστια αυτοσχέδια άρπα, που δυσκολεύεται να κουμαντάρει ο μουσικός στο κέντρο. Τα έσοδα του τρομαγμένου βιολονίστα στα δεξιά, φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν μπορούν να του προσφέρουν τίποτα περισσότερο από ένα μόνο σανδάλι!

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιανουάριος 2023.