Enri Canaj (1980-)

συνέντευξη για το LIFO.gr.

Ο φωτογράφος Enri Canaj γεννήθηκε στην Αλβανία το 1980 όπου και πέρασε τη παιδική του ηλικία. Ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς του σε ηλικία 11 ετών, αμέσως μόλις άνοιξαν τα σύνορα των δυο χωρών. Σπούδασε φωτογραφία στη Leica Academy, ενώ το 2007 συμμετείχε σε ένα project του Βρετανικού Συμβουλίου σχετικά με τους μετανάστες παρακολουθώντας ένα σεμινάριο του φωτογράφου της Magnum, Νίκου Οικονομόπουλου. Από το 2008 συνεργάζεται σαν ανεξάρτητος φωτογράφος με ξένα έντυπα όπως Time Lightbox, CNN Photo Blogs, Newsweek, Vice Magazine, MSNBC, NY magazine.

Φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα, στο Bilgi Santral στη Κωνσταντινούπολη, στο  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, στο Athens Photo Festival το 2013, στο New Delhi Photo Festival το 2014, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Θεσσαλονίκη και στο FotoArt Festival το 2015 στο Bielsko-Biała της Πολωνίας. Εργάζεται στην Καθημερινή, συνεργάζεται και παράλληλα εξελίσσει τα project Shadows in Greece, Syrian Refugees in Greece και Albania-A Homecoming.

Με αφορμή την βράβευσή του για τη δουλειά του πάνω στο προσφυγικό πρόβλημα παραχώρησε στη Κορίνα Φαρμακούρη τη παρακάτω συνέντευξη για το LIFO.gr.

Για τη δουλειά σου πάνω στο προσφυγικό βραβεύτηκες το καλοκαίρι στο Lumix Photo Festival του Ανόβερο, καθώς και από το Manuel Rivera-Ortiz Foundation, το οποίο θα χρηματοδοτήσει την έκθεσή σου του χρόνου στο Les Rencontres d’Arles, το ετήσιο διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας που γίνεται κάθε καλοκαίρι στη γαλλική πόλη. Ποια είναι η γνώμη σου για την προβολή του προσφυγικού από τα μέσα;

Θεωρώ ότι το προσφυγικό προβλήθηκε πάρα πολύ, και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως. Ήταν αναμενόμενο ότι ένα μεγάλο κοινό που δεν είχε δει τέτοιου είδους φωτογραφίες θα βομβαρδιζόταν σε καθημερινή βάση, μια και τα περισσότερα από τα μέρη όπου εξελισσόταν η προσφυγική κρίση ήταν προσβάσιμα σε πολλούς φωτογράφους. Πολλές φορές δημιουργήθηκε πρόβλημα από τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που έσπευδαν κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα. Υπήρξαν στιγμές που ήταν σοκαριστικό να το βλέπεις.

Πιστεύεις ότι σε έναν βαθμό το προσφυγικό εμπορευματοποιήθηκε ή υπήρξε αληθινό ενδιαφέρον για την κατάσταση που επικρατούσε;

Έγιναν και τα δύο. Υπήρξαν άνθρωποι που πραγματικά νοιαζόντουσαν και άλλοι που απλά ήθελαν να το πουλήσουν. Αυτό πάντα συνέβαινε, σε όλες τις μεγάλες κρίσεις – όπως στο Κόσοβο το 2001. Θέλω όμως να τονίσω κάτι. Επειδή ήμουν από τους πρώτους που πήγε στη Μυτιλήνη –ήμουν σχεδόν μόνος μου–, έβλεπα ότι οι άνθρωποι έφταναν στη στεριά και δεν υπήρχε κανείς, περπατούσαν χιλιόμετρα για να φτάσουν στον Μόλυβο. Δεν υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον από τα media κι αν δεν ήμασταν μερικοί φωτογράφοι να καταγράψουμε αυτό που συνέβαινε και να γίνει γνωστό στο εξωτερικό, κανένας δε θα καταλάβαινε την έκταση του προβλήματος. Θυμάμαι μερικές μέρες αφού είχα πάει να φτάνουν δέκα βάρκες μαζί και να μην υπάρχει κανένας να βοηθήσει. Μετά άρχισαν να έρχονται οι εθελοντές, κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πληροφόρηση που πήραν από τους φωτογράφους.

Τα μέσα τι είδους φωτογραφίες επέλεγαν; Πιστεύεις ότι φωτογραφίες όπως αυτή του Αϊλάν πρέπει να δημοσιοποιούνται;

Τα μέσα επέλεγαν φωτογραφίες με ειδησεογραφικό περιεχόμενο, κάποια από αυτά ίσως και να διάλεγαν τις πιο τραγικές. Φωτογραφίες σαν του Αϊλάν, όμως, είναι η αλήθεια και πρέπει να τη δείχνουμε. Καμιά φορά οι άνθρωποι ταρακουνιούνται όταν συμβαίνει κάτι πολύ δυνατό – μόνο έτσι κινητοποιούνται. Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση που γίνεται εδώ και πολλά χρόνια. Η διαφορά είναι ότι τώρα όλα αυτά συνέβαιναν στην Ευρώπη – αυτό ήταν που σόκαρε. Πιστεύω ότι η αλήθεια πρέπει να καταγράφεται. Αν δεν τραβήξεις μια τέτοια φωτογραφία είναι σαν να λες ψέματα στο κοινό σου, σαν να παραπληροφορείς.

Τα τρία βασικά σου πρότζεκτ είναι το Shadows in Greece, το Syrian Refugees in Greece και το AlbaniaA Homecoming. Με ποιο κριτήριο διαλέγεις τα θέματά σου;

Αυτά είναι τα τρία θέματα που με αφορούν περισσότερο απ’ όλα. Όταν μετανάστευσα εδώ από την Αλβανία σε ηλικία 11 ετών ήταν μια απότομη ρήξη με το παρελθόν μου. Τα πράγματα ήταν δύσκολα γιατί η Ελλάδα τότε δεν δεχόταν μετανάστες, δεν υπήρχαν δομές κι έπρεπε να κολυμπήσεις μόνος σου στα βαθιά. Η απότομη αποκόλληση από την Αλβανία, η μετανάστευση και η καινούρια μου χώρα με σημάδεψαν πάρα πολύ. Τα τρία αυτά θέματα είναι εσωτερικά, τα επέλεξα μόνος μου γιατί με αφορούν πάρα πολύ. Η Αλβανία με αφορά γιατί όταν έφυγα δεν ήξερα πάρα πολλά πράγματα για τη χώρα, οπότε έπρεπε να γυρίσω πίσω να βρω την ταυτότητά μου, να δουλέψω με τις αναμνήσεις που είχα και να βρω ποιος είμαι. Όταν πηγαίνεις στο σπίτι που μεγάλωσες σου έρχονται μνήμες, είναι σαν να ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Αυτό συμβαίνει χωρίς να το καταλάβεις, αυτόματα. Αποδέχτηκα τον εαυτό μου και όταν ολοκλήρωσα όλη αυτή την αναζήτηση ένιωσα πιο δυνατός. Όταν ήρθα εδώ έψαχνα κάπου να ανήκω, να κάνω φίλους. Όταν είσαι σε μια ξένη χώρα δεν είναι σίγουρο ότι θα σε αποδεχτούνε και όλο αυτό μέσα σου διογκώνεται. Στην πραγματικότητα σαν ξένος σε μια χώρα δεν έχεις τίποτα να χάσεις, είσαι πραγματικά ελεύθερος.

Και στα τρία σου πρότζεκτ επέλεξες την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Γιατί;

Στην Αλβανία επέλεξα το ασπρόμαυρο γιατί ήθελα να αποτέλεσμα να είναι πιο υπερβατικό και φανταστικό. Η Αλβανία δεν ήταν για μένα κάτι ξεκάθαρο – ως παιδί ωραιοποιείς καταστάσεις, ειδικά αν περνάς δυσκολίες. Στο προσφυγικό και στο Shadows in Greece επέλεξα το ασπρόμαυρο γιατί δεν ήθελα να κάνω μια απλή ειδησεογραφική καταγραφή. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν μου αρέσει το χρώμα.

Η φωτογραφία πώς μπήκε στη ζωή σου;

Δεν έχω καμία ωραία ιστορία να σου διηγηθώ. Δούλευα σε άλλες δουλειές και στα 21 σκέφτηκα να ασχοληθώ με τη φωτογραφία, βασικά για να επιβιώσω. Τελικά η φωτογραφία με βοήθησε πάρα πολύ στο πώς βλέπω τα πράγματα, όπως και τα βιβλία. Αν τώρα γυρίσω τον χρόνο πίσω, πολύ δύσκολα θα σκεφτόμουν να κάνω κάτι άλλο – η φωτογραφία δεν είναι δουλειά, είναι μια συνεχής αναζήτηση. Σε όλα όσα κάνεις πρέπει να έχεις ένα όραμα, το οποίο πρέπει να ολοκληρώσεις. Στο πρότζεκτ που έκανα στην Αλβανία ήξερα εξαρχής τι ήθελα να κάνω. Αυτή που κατέγραψα είναι η Αλβανία της φαντασίας μου, γιατί αυτό που θυμόμουν δεν ήταν ξεκάθαρο και ίσως δεν υπάρχει. Με τα χρόνια ανακαλύπτεις καινούριες πτυχές, ωριμάζεις και βλέπεις καινούρια στοιχεία ακόμα και σ’ εσένα. Είναι δύσκολο να πεις ψέματα μέσα από τις φωτογραφίες, πρέπει να είσαι ο εαυτός σου.

Υπάρχει μια χαρακτηριστική φωτογραφία από μια κηδεία που παραπέμπει στον ιταλικό νεορεαλισμό.

Αυτή είναι μια από τις λίγες φωτογραφίες στο πρότζεκτ που είναι τόσο ρεαλιστική. Όλες οι άλλες που έχω επιλέξει παραείναι αφαιρετικές. Αυτή ήταν σε μια κηδεία που γινόταν μια μέρα με πολλή βροχή. Εγώ ήμουν έξω από το νεκροταφείο και είδα όλο αυτόν τον κόσμο που έφτασε. Συνήθως δεν το επιτρέπουν, αλλά με άφησαν να φωτογραφίσω, με αποδέχτηκαν. Είδα αυτή την εικόνα των γυναικών που αγκαλιαζόντουσαν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να δώσουν δύναμη η μια στην άλλη μόνο με τα χέρια και τράβηξα τη φωτογραφία. Μπορώ να σου πω ότι μου αρέσει πάρα πολύ.

Είπες «με αποδέχτηκαν». Σε ενδιαφέρει να σε αποδέχονται τα πρόσωπα που φωτογραφίζεις;

Ναι, ναι. Υπάρχει ο δρόμος τού να μη σε ενδιαφέρει και να μη χρειάζεται να έχεις άμεση επικοινωνία με τον κόσμο. Στη δική μου περίπτωση, όμως, επειδή πολλά από τα θέματα είναι βιωματικά, είχα και ήθελα να έχω σχέση με τους ανθρώπους. Με ενδιαφέρει, έχω αυτή την περιέργεια να ξέρω ποιοι είναι, θεωρώ ότι σου μαθαίνει πράγματα. Αυτή είναι η φωτογραφία, σε διδάσκει. Γι’ αυτό έκανα τα τρία βασικά μου πρότζεκτ, ήθελα να μάθω πράγματα και για μένα ήταν και σαν ψυχανάλυση.

Επέλεξες στην αρχή ανθρώπους «του περιθωρίου» για το πρότζεκτ Shadows in Greece.

Ήταν το μόνο θέμα που ήταν πιο οικείο σ’ εμένα και μπορούσα να νιώσω άνετα να το δουλέψω. Στην ουσία σε αυτή τη γειτονιά μεγάλωσα, όταν είσαι μετανάστης δε θα πας να μείνεις στην Κηφισιά. Για μένα ήταν οικείοι, δεν ήταν μίζερο θέμα, γι’ αυτό δεν βγάζουν μιζέρια και οι φωτογραφίες. Είναι πολύ εύκολο να τραβήξεις μια φωτογραφία χωρίς να παρέμβεις – εγώ θέλω να μεταμορφώνω το θέμα, δεν θέλω να κάνω ωμή καταγραφή αλλά να δείχνω τα πράγματα με μια πιο διεισδυτική ματιά. Όταν επιλέγω τις φωτογραφίες – διαδικασία πολύ σημαντική γιατί με αυτή αφήνεις το στίγμα σου – αυτό που αναζητάω είναι η φωτογραφία να λέει μια ιστορία, να είναι ολοκληρωμένη. Η καταγραφή και η ανάγνωση των φωτογραφιών κάνει τους ανθρώπους που τις βλέπουν να αισθάνονται σαν να έχουν διαβάσει ένα μυθιστόρημα.

Διαλέγεις θέματα δύσκολα, όπως οι πρόσφυγες και οι εξαρτημένοι, οι φωτογραφίες σου όμως βγάζουν μια δύναμη. Φαίνεται να έχεις μια θετική ματιά στα πράγματα.

Έχω. Όταν έχεις περάσει δύσκολα από πολύ μικρή ηλικία, αποκτάς εμπειρία και δουλεύοντας πολύ μπορείς να νιώθεις αισιοδοξία. Εγώ ποτέ δεν έβλεπα τα πράγματα απαισιόδοξα, ακόμα κι όταν υπήρχαν δυσκολίες. Μόνο με την αισιοδοξία μπορείς να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα και να ξεφύγεις.

Πώς είναι η συνεργασία με ξένα μέσα;

Η συνεργασία με ξένα μέσα δεν είναι εύκολη, γιατί συναγωνίζεσαι με μια παγκόσμια αγορά και τα θέματα που κάνεις μπορεί να μην ενδιαφέρουν πάντα – πόσο μάλλον που υπάρχουν λίγα μέσα και πολλοί φωτογράφοι. Από αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι το προσφυγικό έδωσε την ευκαιρία στους φωτογράφους που ζουν στην Ελλάδα να δείξουν τη δουλειά τους κι έξω από αυτή. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν κλείσει πολλά έντυπα, που ήταν ένας τρόπος να χρηματοδοτήσεις τη δουλειά σου – οι δουλειές με το εξωτερικό δεν αρκούν. Είναι άσχημο να βλέπεις καλά έντυπα να κλείνουν και υπάρχουν φωτογράφοι που με πολλές δυσκολίες προσπαθούν να ολοκληρώσουν πρότζεκτ.

Ποια είναι η εικόνα της φωτογραφίας στην Ελλάδα σήμερα;

Η φωτογραφία παγκοσμίως βρίσκεται σε άνθιση. Σε αυτό έχουν βοηθήσει πολύ και τα μέσα μαζικής δικτύωσης. Από την άλλη, το διαδίκτυο πολλές φορές μπορεί να κατακλύζεται από σκουπίδια, μπορείς όμως να ψάξεις, έχεις μεγαλύτερη ελευθερία να ενημερωθείς και να αξιολογήσεις. Στο εξωτερικό υπάρχουν φωτογράφοι που δίνουν διαλέξεις στα πανεπιστήμια και μοιράζονται τις εμπειρίες τους με το κοινό δίνουν μεγάλη βάση σε αυτές. Ο φωτογράφος είναι κι ένας περιπατητής. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχει μεγάλο κοινό που ενδιαφέρεται. Επιπλέον, όλα τα μέσα χρειάζονται όσο ποτέ τις φωτογραφίες.

Μετά από τόσα χρόνια που ζεις εδώ τι είναι η Ελλάδα για σένα;

Αυτό που είμαι, στην ουσία, έγινα εδώ. Δεν ήταν εύκολο. Υπήρξαν άνθρωποι που με βοήθησαν και άλλοι που ήταν ρατσιστές. Πιστεύω ότι πάντα θα υπάρχουν και οι δύο κατηγορίες ανθρώπων. Άλλωστε, σε καμία από τις χώρες που έχω επισκεφθεί δεν έλειπαν οι ρατσιστές. Για μένα ο ρατσισμός έχει πολλά πρόσωπα, έχει να κάνει με την παιδεία σου, με τον τρόπο που ζεις, με την οικονομική σου κατάσταση. Ρατσισμός υπάρχει ακόμα και ανάμεσα στους μετανάστες. Εγώ δεν στάθηκα ποτέ στους ρατσιστές, έπαιρνα δύναμη από αυτούς που μου έδιναν δύναμη. Δεν στάθηκα να μεμψιμοιρήσω – αυτούς που δε με ήθελαν δεν τους ήθελα ούτε εγώ. Δεν ήθελα να γκετοποιηθώ και να μείνω στάσιμος, έμαθα τα ελληνικά πολύ γρήγορα και σε αυτό με βοήθησαν πολύ τα βιβλία. Αυτό με έκανε πιο ευαίσθητο και συνάμα πιο δυνατό. Όλες αυτές οι εμπειρίες αποσυμπιέστηκαν με τη φωτογραφία.

Σκέφτεσαι να μείνεις στην Ελλάδα; Πόσο εύκολο είναι για έναν φωτογράφο να έχει εδώ τη βάση του;

Κοίτα, εγώ δεν έχω καν ελληνικό διαβατήριο. Δεν είναι εύκολο να σκέφτεσαι ότι είσαι εδώ είκοσι πέντε χρόνια και δεν μπορείς να έχεις ελληνικό διαβατήριο. Μου αρέσει πάρα πολύ η Ελλάδα, την αγαπώ και είμαι πολύ δεμένος μαζί της. Η κρίση εδώ έχει ακουμπήσει τα ποιοτικά πράγματα, γιατί γι’ αυτά θέλεις χρόνο και – έστω λίγα – χρήματα. Εμένα με ενδιαφέρει να μπορώ να υλοποιώ τι ιδέες που έχω και θα το κάνω όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα, τα καταφέρνω και με λίγα. Αν έχεις περιέργεια, όραμα και φλόγα, όλα αυτά σε οδηγούν σε μια δουλειά που όταν την ολοκληρώσεις νιώθεις ικανοποίηση.

 Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου;

Ετοιμάζομαι να παρουσιάσω 70 φωτογραφίες από τα τρία μου πρότζεκτ στο Spazio Reale, στην Μπελινζόνα της Ελβετίας. Στη συνέχεια θα πάρω μέρος στο PhEST Monopoli, στην Ιταλία, όπου θα παρουσιάσω 25 φωτογραφίες από το Albania-A Homecoming, αλλά και τη δουλειά μου πάνω στο προσφυγικό κατά τη διάρκεια μιας σχετικής συζήτησης.

«Σκιές στην Αθήνα» είναι ο τίτλος σειράς φωτογραφιών του Αλβανού φωτογράφου Enri Canaj, μέσα από τις οποίες παρουσιάζεται μια Αθήνα τελείως διαφορετική σε σχέση με αυτή που πρωτογνώρισε, όπως αναφέρει στην σελίδα του. «Το κέντρο της Αθήνας το θυμάμαι γεμάτο ζωή, όμως σήμερα είναι μια άλλη πόλη», γράφει:

«Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες γνώρισα μια Αθήνα με μεγάλη ανάπτυξη. Καινούργια ξενοδοχεία, κόσμο, καταστήματα, εστιατόρια και καφετέριες. Μια πόλη γεμάτη με ανθρώπους από όλο τον κόσμο, καθαρή, και ασφαλής. Δεν έβλεπες πλανόδιους πωλητές, ούτε ναρκομανείς, ούτε μετανάστες, μόνο τουρίστες και τους ανθρώπους που ήρθαν για να διασκεδάσουν», αναφέρει και συνεχίζει: «Με την πάροδο του χρόνου η πόλη άρχισε να φθίνει και να ανακτά τον προηγούμενο χαρακτήρα της».

«Τώρα πια η πόλη ξεθωριάζει. Μερικοί την εγκαταλείπουν λόγω της κρίσης. Πολλά καταστήματα και ξενοδοχεία έχουν κλείσει, το κέντρο είναι πλέον σχεδόν έρημο. Οι άνθρωποι φοβούνται μην τους κλέψουν. Φοβούνται επίσης να δουν τη φτώχεια και την εξαθλίωση, τους χρήστες ναρκωτικών και τις γυναίκες που εκδίδονται. Όμως για μένα αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάντα εκεί. Τους βρήκα όλους εκεί όταν έφτασα για πρώτη φορά στην Αθήνα, όταν ήμουν 9 χρονών. Ήταν πάντα εκεί ενώ μεγάλωνα. Είναι κατά κάποιο τρόπο παγιδευμένοι στη ζωή τους…

Το να τριγυρίζω μαζί τους ήταν για μένα μια καθημερινότητα. Έτσι μου ήταν πιο εύκολο να τους πλησιάσω. Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι με πολλά προβλήματα, με διαλυμένες οικογένειες πίσω τους. Μερικές φορές σου δίνουν την εντύπωση πως κανείς δεν νοιάζεται για αυτούς, όπως και το πως έχουν την επιθυμία να μιλήσουν με κάποιον, να βγουν από τη μιζέρια τους.

Για κάποιος από αυτούς έχουν την αίσθηση πως σχεδόν ψάχνουν κάποιον να ανοιχτούν να τα βγάλουν όλα από μέσα τους. Όπως ομολογούν. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως ανοίχτηκαν και μου μίλησαν σαν να με ήξεραν. Ήθελα να τους φωτογραφίσω μόνο όταν αισθανόμουν πως ένιωθαν περισσότερα άνετα, αφού πρώτα είχα περάσει κάποιο χρόνο μαζί τους. Οι εικόνες που έχω επιλέξει είναι για μένα οι πιο δυνατές, επειδή ξέρω την ιστορία που κρύβουν από πίσω τους».