Κατά το πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Βρετανίας μετακινήθηκε από τις κυρίως αγροτικές περιοχές στις αστικές-βιομηχανικές, αναζητώντας εργασία στις βιομηχανίες, που είχαν αρχίσει να ανθίζουν. Μόνο το Λονδίνο ξεπέρασε την οικιστική ανάπτυξή της Γλασκώβης, η οποία έγινε ένα σημαντικό, αλλά άτακτα πυκνοκατοικημένο βιομηχανικό κέντρο, καθώς ο πληθυσμός της πενταπλασιάστηκε μεταξύ του 1800 και του 1860. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη, σταδιακά στο κέντρο της πόλης η ανάπτυξη των παραγκουπόλεων ήταν αναπόφευκτη. Οι συνθήκες στέγασης σε αυτή τη «δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας» θεωρούνταν από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Στις φτωχογειτονιές της πόλης με τα στενά αδιέξοδα σοκάκια και τις σκοτεινές περιορισμένες αυλές στριμώχνονταν σε ετοιμόρροπα σπίτια ή σε ευτελείς παράγκες ένα πλήθος βιομηχανικών εργατών, μαζί με τις οικογένειές τους, αναζητώντας εργασία. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν υγειονομικά άθλιες, τα σπίτια ήταν υγρά και σκοτεινά, χωρίς τρεχούμενο νερό ή αποχέτευση, όπου οι επιδημίες χολέρας, τύφου και τυφοειδούς πυρετού ήταν διάχυτες. Μέχρι το 1866, οι συνθήκες είχαν γίνει τόσο ανθυγιεινές που το δημοτικό συμβούλιο ξεκίνησε ένα τεράστιο έργο αστικής ανανέωσης, το πρώτο του είδους παγκοσμίως. Ογδόντα οκτώ στρέμματα επρόκειτο να κατεδαφιστούν εντελώς με σκοπό να ξαναχτιστούν σύγχρονες κατοικίες για τους φτωχούς. Οι Αρχές μάλιστα αποφάσισαν να καταγράψουν τη περιοχή που επρόκειτο να κατεδαφιστεί για να τεκμηριώσουν τις ανθυγιεινές συνθήκες πριν από εκτεταμένες ανακατασκευές.
Για την επιλογή του φωτογράφου το City of Glasgow Improvements Trust απευθύνθηκε στον Thomas Annan (1829-1887), καθώς ήταν ένας αναγνωρισμένος επαγγελματίας φωτογράφος της Γλασκώβης. Γιος μιας οικογένειας επτά παιδιών από το Fife Herald, μια μικρή πόλη έξω από το Περθ, εγκαταστάθηκε στη Γλασκώβη το 1849 και εργάστηκε αρχικά ως λιθογράφος και χαράκτης χαλκού. Από το 1855 όμως ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και ταξίδεψε για δυο χρόνια σε όλη τη Σκωτία, με ένα τροχόσπιτο το οποίο χρησιμοποιούσε ως σκοτεινό θάλαμο. Έμπειρος τεχνίτης, έφτιαξε μόνος του μια φωτογραφική μηχανή που την εξόπλισε με έναν φακό Dallmeyer – οι οποίοι ήταν οι καλύτεροι εκείνης της εποχής- και αγόρασε μαζί με τον αδερφό του Robert μια φωτογραφική διαδικασία κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1860 είχε γίνει ο κορυφαίος εμπορικός φωτογράφος στη Γλασκώβη, αποκτώντας φήμη για τις αναπαραγωγές έργων τέχνης, τα τοπία, τις αρχιτεκτονικές του λήψεις και τα πορτρέτα, στα οποία είναι φανερή η επιρροή του φίλου του David Octavius Hill.
Από το 1868 μέχρι και το 1871, ο Annan παρήγαγε τουλάχιστον 31 φωτογραφίες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε δύο εκδόσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του (το 1872 και το 1877), με τίτλο Old Closes and Streets of Glasgow. Το 1877, το έργο στέγασης είχε σταματήσει λόγω έλλειψης πόρων. Ζητήθηκε λοιπόν από τον Annan να προσθέσει περισσότερες φωτογραφίες στο αρχικό portfolio και να παράγει άλμπουμ που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον του κοινού. Ο Annan ξεκίνησε να εκτελεί τη νέα παραγγελία, αλλά μια κρίση παραλογισμού τον οδήγησε στην αυτοκτονία τον Δεκέμβριο του 1877. Ο γιος και διάδοχός του James Craig Annan συνέχισε το έργο του και επιμελήθηκε, το 1900, έναν μεταθανάτιο τόμο με πενήντα φωτογραβούρες, που εκδόθηκε σε εκατό αντίγραφα.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι την ίδια περίπου εποχή ο Δήμος του Παρισιού ανέθετε στον Charles Marville να φωτογραφίσει τα κτίρια στις περιοχές που επρόκειτο να κατεδαφιστούν προκειμένου να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ανάπλασης της πόλης, όπως το είχε οραματιστεί ο βαρόνος Haussmann, το οποίο έδωσε στο Παρίσι τη σημερινή εντυπωσιακή μορφή του με τις φαρδιές λεωφόρους που ξεκινούν ακτινωτά από την αψίδα του Θριάμβου. Η σειρά φωτογραφιών του Marville είναι γνωστή ως «Album du Vieux Paris» (1865-1868). Αν και οι προθέσεις του Annan δεν είχαν σχέση με την κοινωνική μεταρρύθμιση, η ευαισθησία με την οποία προσέγγισε αυτή την φωτογραφική τεκμηρίωση του πρώτου μεγάλου έργου εκκαθάρισης και ανακατασκευής παραγκουπόλεων, τον καθιέρωσε ως πρωτοπόρο του ντοκιμαντέρ και της κοινωνικής φωτογραφίας δύο δεκαετίες πριν από την εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη από τον φωτορεπόρτερ και μεταρρυθμιστή Jacob Riis, ο οποίος με το βιβλίο του «How the Other Half Lives» , 1890, ανέδειξε την αθλιότητα διαβίωσης στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης.
Τα στενά σοκάκια, ο περιορισμένος χώρος και η τρομερή έλλειψη φωτός στις γειτονιές που φωτογράφισε ο Annan αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δύσκολοι περιορισμοί για έναν φωτογράφο που χρησιμοποιούσε δυσκίνητη και εύθραυστη μηχανή κι ο οποίος ήταν αναγκασμένος να πραγματοποιεί όλες τις χημικές επεξεργασίες επί τόπου. Ο Annan, ακλουθώντας πιστά τις οδηγίες που του είχαν δοθεί, έστρεψε τον φακό του πάνω στα ίδια τα κτίρια, όπως μπορούσε να τα δει κάποιος μέσα από μικροσκοπικά δρομάκια που τα χώριζαν. Ωστόσο, συνειδητά συνέθεσε τις φωτογραφίες του με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν ανθρώπινες πινελιές, φαινομενικά αυθόρμητες, καθιστώντας τις όμως τόσο δυνατές: απλωμένες μπουγάδες για να στεγνώσουν, σιλουέτες που πιάνονται σε κίνηση, αλλά που η αργή ταχύτητα έκθεσης δεν μπορεί να τις αποτυπώσει καθαρά και τα πρόσωπα των κατοίκων της περιοχής που παρατηρούν με περιέργεια και από απόσταση τον φωτογράφο, που είναι ξένος και άγνωστος στην περιοχή τους.
Οι φωτογραφίες του Annan αν και παραγγέλθηκαν για να αποτελέσουν ιστορικά και κοινωνικά τεκμήρια, καταφέρνουν ωστόσο να ξεπεράσουν την απλή καταγραφή μέσω της ποιότητας της παρατήρησης και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας του φωτογράφου. Αναφέρω ενδεικτικά την Close, No.193 High Street, στην οποία ο Annan χρησιμοποιεί τα επαναλαμβανόμενα σχήματα για να συνθέσει τη φωτογραφία του. Τοποθέτησε την κάμερά του έτσι ώστε οι ορθογώνιες φόρμες των θυρών, των παραθύρων και των κρεμασμένων σεντονιών να παρέχουν μια ισχυρή κατακόρυφη ώθηση στη σύνθεση, σε αντίθεση από τον οριζόντιο ρυθμό που δίνουν τα φωτεινά μέρη των σκαλοπατιών και στις δύο σκάλες δεξιά της εικόνας. Με αυτό τον τρόπο ανέδειξε τα στενά και περιορισμένα όρια αυτού του αδιεξόδου της High Street. Τα μόνα στοιχεία ανθρώπινης ύπαρξης που αναγνωρίζεις στη φωτογραφία, αν και με δυσκολία αποτυπώθηκαν από την κάμερα, είναι οι θολές φιγούρες δύο παιδιών που κάθονται στη σκάλα. Οι κρεμασμένες μπουγάδες όμως υποδηλώνουν πολλά περισσότερα για την πολυάνθρωπη συμβίωση σε αυτό το στριμωγμένο στενό. Και δεν μπορώ παρά να φέρω στο νου μου το πόσο υπέροχα χρησιμοποίησαν την απλωμένη μπουγάδα μεταγενέστεροι κορυφαίοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου, από τον Ozu ως τον Bergman, για να υποδηλώσουν σε ένα φαινομενικά αδιάφορο πλάνο τους τη σφύζουσα ανθρώπινη παρουσία. Το έντονο κοντράστ και οι πλούσιοι σκούροι τόνοι υπογραμμίζουν τη θλιβερή και ζοφερή κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της περιοχής. Ο μεγάλος χρόνος έκθεσής έχει προσδώσει στα ρούχα μαγικές ιδιότητες κάνοντας τα μοιάζουν με φαντάσματα, γεγονός που λειτουργεί προς όφελος της εικόνας, γιατί αυτές οι γλυπτές μορφές φαίνονται ζωντανές παλλόμενες από την ανάσα κάποιας αόρατης ζωής.
To Μουσείο d’Orsay διαθέτει ένα πλήρες αντίγραφο της περιορισμένης έκδοσης του 1872, το μόνο που περιλαμβάνει πρωτότυπες φωτογραφίες με τη διαδικασία εκτύπωσης σε αλμπουμίνη. Οι εκτυπώσεις με αλμπουμίνη, για την κατασκευή της οποίας χρησιμοποιούσαν αλατισμένο ασπράδι αυγών, ήταν μια συνηθισμένη πρακτική μεταξύ των ετών 1855-1895, κυρίως για τις καρτ ντε βιζίτ. Μια επιλογή εκ των φωτογραφιών της συλλογής του Μουσείου εκτέθηκε από 8/6/ ως τις 4/9/2022 και δέχτηκε πλήθος επισκεπτών.
Η επιχείρηση της οικογένειας Annan επιβιώνει μέχρι σήμερα με τη μορφή της Annan Fine Art Gallery, που βρίσκεται στην Woodlands Road στο West End της Γλασκώβης.
Χρήστος Κοψαχείλης, Αύγουστος 2022