Τα Απαλάχια Όρη είναι μια οροσειρά που διασχίζει κάθετα τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκινώντας σχεδόν από τα σύνορα στον Καναδά μέχρι την Τζόρτζια στο νότο. Έχουν μήκος περίπου 2.400 χιλιόμετρα με ψηλότερη κορφή το όρος Μίτσελ, το οποίο έχει ύψος 2.037 μέτρα. Διασχίζουν τέσσερεις πολιτείες, το Κεντάκι, τη Δυτική Βιρτζίνια, τη Βιρτζίνια και το Τεννεσί. Κατοικούνται από κοινότητες κυρίως λευκών με χαμηλό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, κοινότητες που έχουν ταυτιστεί με το στερεότυπο του «βλάχου» (redneck ή hillbilly), με το στερεότυπο των εθισμένων σε οπιούχα φάρμακα και κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, κοινότητες που περισσότερο προσεγγίζουν την άναρχη δόμηση της παραγκούπολης, παρά τη συνηθισμένη έννοια των οργανωμένων μικρών πόλεων και χωριών. Αν και τα κάθε λογής στερεότυπα υπεραπλουστεύουν και αφαιρούν την ανθρωπιά αυτού που περιγράφουν, οι κοινότητες στα Απαλάχια είναι σε μεγάλο βαθμό μέρη οπισθοδρομικά και στερημένα.

Το 1964, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Lyndon B. Johnson, σε μια προσπάθεια να αποστρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από τον πόλεμο του Βιετνάμ, ξεκίνησε την εκστρατεία «Πόλεμος κατά της Φτώχειας» (War on Poverty), θέλοντας να βρεθούν τρόποι ώστε να αλλάξουν σημαντικά οι ζωές εκείνων που το αμερικανικό όνειρο είχε ξεχάσει. Ο LBJ πίστευε ότι η Αμερική είχε τα μέσα για να εξαλείψει την οικονομική στενότητα των κατοίκων της και χρησιμοποίησε τα πάντα για να συσπειρώσει τον λαό γύρω από αυτόν τον σκοπό. Τα Κεντρικά Απαλάχια έγιναν τότε το κέντρο αυτής της πρωτοβουλίας. Δεκαετίες αργότερα, τα περισσότερα από τα κοινωνικά προγράμματα που είχαν τεθεί σε εφαρμογή εκεί, αντιμετωπίζουν πλέον πολύ σοβαρά προβλήματα, ενώ οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ που τα επισκέφτηκαν περιέγραψαν την περιοχή ως ακατάλληλη για να ζεις.

Ανάμεσα στους πολλούς φωτογράφους, οι οποίοι κατέγραψαν την ζωή των κατοίκων των Απαλαχίων, οι περισσότεροι όμως για καθαρά δημοσιογραφική έρευνα, υπήρξαν ορισμένοι, όπως ο Αμερικανός William Gedney, (1932-1989) και η Σουηδέζα Bertien Van Manen, (1942-), οι οποίοι δημιούργησαν ένα ιδιαίτερο και εντελώς προσωπικό έργο μένοντας και φωτογραφίζοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στα Απαλάχια. Ο Shelby Lee Adams, όμως, αφιέρωσε όλη του τη φωτογραφική καριέρα επανερχόμενος, φωτογραφίζοντας και δημιουργώντας προσωπικές και ειλικρινείς σχέσεις με τους απομονωμένους κατοίκους των δυσπρόσιτων βουνών.

Γεννημένος, το 1950, στο Κεντάκι στην πόλη Hazard, ο Adams περνούσε τα καλοκαίρια με τον παππού και τη γιαγιά του στο Hot Spot, στην περιοχή των Απαλαχίων και συνειδητοποίησε από μικρή ηλικία πόσο μοναδική ήταν η κουλτούρα της περιοχής. Το ενδιαφέρον του Shelby Lee για τις τέχνες εκδηλώθηκε στο γυμνάσιο. Η γιαγιά του, που έχανε σιγά σιγά την όρασή της, τον ενθάρρυνε στην οπτική εξερεύνηση του κόσμου κι έτσι ο Shelby άρχισε να χρησιμοποιεί τα χρώματα και τα τελάρα της ζωγραφικής για να εξερευνήσει το περιβάλλον. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Κλίβελαντ, όπου στο δεύτερο έτος παρακολουθώντας μαθήματα φωτογραφίας, ήξερε ότι θα γινόταν σημαντικό μέρος της ζωής του. Εκείνη τη περίοδο η εθελοντική οργάνωση Peace Corps έστειλε ένα κινηματογραφικό συνεργείο στην πόλη του για να τεκμηριώσει τη φτώχεια των Απαλαχίων, γεγονός που πυροδότησε το ενδιαφέρον του για το documentary style. Ο Adams, αφού μελέτησε το έργο του F.S.A,όπου σημαντικοί φωτογράφοι, όπως ο Walker Evans, η Dorthea Lange, ο Ben Shahn και ο John Vachon κατέγραψαν τις εξουθενωτικές συνέπειες της Ύφεσης στο Νότο κατά τη δεκαετία του 1930,συνειδητοποίησε ότι οι συνθήκες ζωής των κατοίκων στα Απαλάχια παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό φωτογραφικά ανεξερεύνητες. Άρχισε λοιπόν, από το 1974, να φωτογραφίζει την κοινότητα, καταγράφοντας τη ζεστασιά μέσα στη σκληρή πραγματικότητα των συνθηκών διαβίωσής τους. Ξεκίνησε με ασπρόμαυρο φιλμ μια μηχανή 35 χιλιοστών, την οποία στη συνέχεια άλλαξε με μια στούντιο κάμερα 4×5 ιντσών. Οι συγκλονιστικές φωτογραφίες του δείχνουν τους κατοίκους των Απαλαχίων στο λιτό περιβάλλον τους, αποκαλύπτοντας τόσο την ηρωική όσο και την γκροτέσκ πλευρά της απομονωμένης ορεινής ζωής. Φωτογραφίζει τα θέματά του με έμφαση στην άχαρη μιζέρια του άμεσου περιβάλλοντός τους, στα κουρασμένα πρόσωπα και στα φθαρμένα ρούχα τους, στις υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσής τους σε έντονη αντίθεση με το υπέροχο φυσικό τοπίο. Εν τούτοις, οι άνθρωποι στις φωτογραφίες του Adams δεν απεικονίζονται ως θύματα. Αντικρίζουν την κάμερα με άνεση και υπερηφάνεια. Το γεγονός ότι ο φωτογράφος αναπτύσσει μακρόχρονες φιλικές σχέσεις μαζί τους πριν τους ζητήσει να σταθούν μπροστά στη μεγάλη μηχανή, κάνει τις λήψεις πιο εύκολες. Ο Adams, που βιοπορίστηκε ως καθηγητής φωτογραφίας σε κολέγια, επανερχόταν κάθε καλοκαίρι για να φωτογραφίσει τους κατοίκους των Απαλαχίων, εκμεταλλευόμενος και τις υποτροφίας έρευνας από το National Endowment for the Arts (1978, 1992), μαζί με μια τετραετή υποτροφία υποστήριξης καλλιτεχνών από την Polaroid Corporation (1989-92).

Προϊόντος του χρόνου, οι φωτογραφίες του τεκμηριώνουν τη διείσδυση της προόδου και των μέσων ενημέρωσης στους νεότερους Απαλάχιους, αποτυπώνοντας τον εκτοπισμό της αγροτικής οικονομίας. Εντυπωσιασμένοι από τη σύγχρονη ζωή και τη ποπ κουλτούρα, οι κάτοικοι των Απαλαχίων χάνουν σταδιακά το ενδιαφέρον τους να ζήσουν καλλιεργώντας τη γη και εκμεταλλευόμενοι τα δάση. Μετά τη συνταξιοδότησή του, το 2010, ο Adams βρήκε χρόνο για να μελετήσει το αρχείο του και να αφιερώσει περισσότερες ώρες στο σκοτεινό θάλαμο για να αναδείξει το μεγάλο αυτό έργο ζωής με το οποίο έχει βρει τη θέση του στο Πάνθεον της φωτογραφίας.

Ακολουθεί μια συρραφή αποσπασμάτων από συνεντεύξεις του.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα αγρόκτημα στο Ανατολικό Κεντάκι. Οι οικογένειές μου, και από τις δύο πλευρές, ήταν από τα Απαλάχια. Ο ένας παππούς ήταν ξυλουργός και ο άλλος δάσκαλος. Κανένας από τους παππούδες μου δεν δούλευε στα ορυχεία, αλλά γνωρίζαμε πολλούς ανθρακωρύχους και συζητούσαμε για τη ζωή και τις συνθήκες εργασίας τους. Δύο από τους θείους μου ήταν γιατροί – ο ένας έμεινε ανάπηρος, αφού τραυματίστηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έγινα μερικής απασχόλησης ανεπίσημος βοηθός του άλλου θείου, όταν στην εφηβεία μου κανόνιζα τηλεφωνικά τα ραντεβού του. Ο θείος Doc Lundy ήταν μια εξαιρετική περίπτωση. Οι άνθρωποι των βουνών τον αγαπούσαν. Εκτιμούσαν πολύ την ειλικρίνεια, την αίσθηση του χιούμορ και τη γενναιοδωρία του. Ορισμένες φορές, με έπαιρνε μαζί του με το Jeep Willis που είχε, στις επισκέψεις του στους ορεινούς οικισμούς των Απαλαχίων. Αγαπούσε τους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτή την αγάπη την κληρονόμησε και σε μένα. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο μέντορας της παιδικής μου ηλικίας και με βοήθησε να μυηθώ στην κουλτούρα της οροσειράς. Έχω δει δύσκολες καταστάσεις, που πολλοί δεν έχουν γνωρίσει ποτέ. Βοηθούσα τον θείο μου στο δέσιμο σπασμένων οστών, στην επικάλυψη πληγών από πυροβολισμούς και στη θεραπεία τραυμάτων από ατύχημα σχετικά με τα ναρκωτικά. Ήμουν μάρτυρας αυτών των δοκιμασιών και αυτή η εμπειρία έχει βαθύνει τη συμπόνια μου για τους άλλους. Οι Απαλάχιοι είναι ένας δυνατός και υπερήφανος λαός. Ο πατέρας μου δεν έβλεπε αυτή την κουλτούρα με τον ίδιο τρόπο που την έβλεπε ο θείος μου, οπότε υπήρχε πάντα αυτή η διαφορά αντίληψης στην οικογένεια μου.

Ήμουν 14 χρονών το 1964, όταν ξεκίνησε η εποχή του «Πολέμου κατά της Φτώχειας» από τον Πρόεδρο Johnson, που προβλήθηκε πολύ από τα ΜΜΕ. Ήταν μεγάλη υπόθεση για τα μέρη μας. Το Lοοk, το Life, το The Saturday Evening Post και το διάσημο τηλεοπτικό πρόγραμμα του Charles Kuralt, «On the Road», μεταξύ άλλων, έκαναν μεγάλα αφιερώματα σε διάφορα μέρη των Απαλαχίων. Μας επισκέπτονταν φωτογράφοι, κινηματογραφιστές και δημοσιογράφοι για ρεπορτάζ σχετικά με τη φτώχεια στη γενέτειρά μου. Τραβούσαν φωτογραφίες και έλεγαν ότι θα έστελναν αντίγραφα, σε όλους τους εικονιζόμενους, μέσα σε ένα ή δύο μήνες, προσθέτοντας επιπλέον, πόσο περήφανοι ήταν που έζησαν μαζί μας. Τελικά δεν το έκαναν. Πολύ αργότερα μια εθελοντική οργάνωση από το Σικάγο έστειλε ορισμένα μεταχειρισμένα περιοδικά, που επέτρεψαν στους κατοίκους των Απαλαχίων να δουν τις δημοσιευμένες φωτογραφίες τους. Στη πλειοψηφία τους μετάνιωσαν που μοιράστηκαν την αγροτική τους ζωή με τους φωτορεπόρτερ. Αν και έγινε και κάποια καλή δουλειά τότε, οι περισσότεροι ρεπόρτερ αναζητούσαν τις κακές συνθήκες και δημοσίευσαν τα χειρότερα, χωρίς να γνωρίζουν τους ανθρώπους ή τον πολιτισμό τους. Οι οικογενειακές φωτογραφίες σημαίνουν πολλά για τους ανθρώπους των βουνών. Δεν ήταν όμως οι φωτογραφίες που τους ενόχλησαν τόσο, όσο τα κείμενα που τις συνόδευαν.

Έγραψαν εξευτελιστικές περιγραφές για τους ανθρώπους και τα σπίτια τους. Για παράδειγμα, ένα σπίτι αναφερόταν ως «μια ετοιμόρροπη, σάπια παράγκα». Μπορεί να ήταν διαφορετικό από ένα σπίτι με τούβλα της πόλης, αλλά ήταν ακόμα το σπίτι κάποιου που έμενε με παιδιά του μέσα σ΄ αυτό, γεγονός που έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε περιγραφτεί ως μια ταπεινή κατοικία που χρήζει επισκευής. Οι βουνίσιοι μου είπαν αργότερα: «Μπορεί να μην έχουμε πολλά, αλλά το σπίτι μας εξακολουθεί να είναι η ευλογημένη κατοικία για την οικογένειά μας. Δεν χρειαζόμαστε ανθρώπους να μας προσβάλουν, ειδικά όταν υποτίθεται πως θέλουν να μας βοηθήσουν. Η βοήθειά τους ήταν εναντίον μας». Επίσης κάποιοι από τους ανθρώπους περιγράφονταν ως εξαθλιωμένοι και φτωχοί. Αν ερωτηθεί, κάποιος μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του ως «ένα από τα παιδιά του Θεού, πλούσιο σε πνεύμα». Ήταν ξεκάθαρο ότι δόθηκε ελάχιστη προσοχή στα συναισθήματα των ανθρώπων ή στο βαθύτερο τρόπο ζωής που ζούσαν στην πραγματικότητα και σίγουρα ο πολιτισμός τους θεωρούνταν και εξακολουθεί να θεωρείται μόνο με έναν τρόπο – φτωχός. Αυτή η αίσθηση της προδοσίας επηρέασε ολόκληρη την περιοχή, όχι μόνο εμένα. Προκάλεσε μια αμηχανία, τουλάχιστον, για όλους και εξακολουθεί να προβληματίζει και να επηρεάζει πολλούς ακόμη και σήμερα.

Όλοι υποθέτουν ότι γεννήθηκα φωτογράφος. Παρακολουθούσα καλλιτεχνικά μαθήματα στο Γυμνάσιο του Whitesburg και έλαβα το ετήσιο καλλιτεχνικό βραβείο τη χρονιά που αποφοίτησα. Πάντα σχεδίαζα και ζωγράφιζα, κυρίως θέματα από τη φύση. Ήξερα λίγα από τη φωτογραφία. Είχα μια μηχανή 35 χιλιοστών και αργότερα παρακολούθησα το Ινστιτούτο Τέχνης του Κλίβελαντ. Πήρα τα πρώτα μου μαθήματα φωτογραφίας το δεύτερο έτος της σχολής σε ηλικία 19 ετών. Ο δάσκαλός μου, ο Ralph Marshall, ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας εμπνευσμένος δάσκαλος. Μεγάλωσε στη Μεγάλη Βρετανία, σε μια πόλη εξόρυξης άνθρακα κοντά στην Ουαλία. Είδε μια υποσχόμενη εξέλιξη στις πρώτες μου φωτογραφίες των Απαλαχίων και με ενθάρρυνε όταν του τις έδειξα. Με έκανε να νιώσω αμέσως ότι έκανα κάτι το ξεχωριστό. Ήταν το ενδιαφέρον του και ο ενθουσιασμός μου για το ίδιο το μέσο, που με έκανε να αλλάξω ειδικότητα από τη ζωγραφική στη φωτογραφία.

Ήταν οι ζωγράφοι και όχι οι φωτογράφοι, που με ενέπνευσαν την αρχική μου αναζήτηση στη δημιουργική ενασχόληση. Ο Γκόγια, ο Ελ Γκρέκο, ο Φράνσις Μπέικον, ο Βαν Γκογκ, ο Ρέμπραντ και ο Κορό, μεταξύ άλλων – παρακίνησαν τις καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις περισσότερο από τους φωτογράφους. Ακόμη και σήμερα, που έχω περάσει τα εβδομήντα, μπορώ να ανατρέξω στους ίδιους πίνακες και να δω πώς με γαλούχησαν και με ενέπνευσαν να εξελιχθώ όταν ήμουν νέος. Η διαχρονική, δημιουργική δουλειά συνεχίζει να εμπνέει και να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Η ζωγραφική,μαζί με την ανάγνωση σπουδαίων λογοτεχνών, ήταν πάντα πιο επιδραστική και ενθαρρυντική για την ανάπτυξη της φωτογραφίας μου. Δεν εμπιστευόμουν τόσο τους επαγγελματίες της φωτογραφίας, λόγω της τραυματικής εμπειρίας μου από τους φωτογράφους του «War on Poverty». Επέστρεψα οπτικά στις ρίζες μου εκτιμώντας το πάθος, το πνεύμα, την πειθαρχία και την αφοσίωση που οι ζωγράφοι και οι πίνακες τους μπορούσαν να ενσταλάξουν μέσα μου. Αλλά και η λογοτεχνία μου αρέσει. Διαβάζω Faulkner, που μιλάει για τον πολιτισμό του Νότου.

Μετά το κολέγιο, το 1974, άρχισα να βγάζω φωτογραφίες τους κατοίκους στα βουνά των Απαλαχίων, διστακτικά στην αρχή, γιατί δεν ήξερα αν θα με δεχτούν ή αν θα με πυροβολήσουν. Κοίταζα στα μάτια και έσφιγγα τα χέρια με οποιονδήποτε συναντούσα, λέγοντάς τους ότι έπρεπε να τους φωτογραφίσω γιατί ήταν σημαντικοί και ίσως το είδος τους να εξαφανιζόταν. Κάποιοι γέλασαν και άλλοι είπαν ότι ήμουν τρελός, αλλά τελικά όλοι με κάλεσαν να κάτσω να μιλήσουμε. Τους έλεγα το όνειρό μου να φωτογραφίσω με αξιοπρέπεια και σεβασμό όλους τους κατοίκους του ανατολικού Κεντάκι. Αυτό προσπάθησα να κάνω και αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν παραπονεθεί ποτέ και αυτό με κάνει να νιώθω ότι κάτι αξίζω. Στην αρχή αγόρασα μια μεταχειρισμένη κάμερα στούντιο Calumet 4×5 ιντσών και αργότερα μια Deardorff με πλάτη Polaroid και τρίποδο, ώστε να μπορώ να κάνω φωτογραφίες με περισσότερη ευκρίνεια.

Αν και φαίνεται παράδοξο, η μεγάλη φωτογραφική μηχανή ήταν λιγότερο, έως καθόλου, απειλητική για τους ανθρώπους, γιατί μπορούσαν να δουν, ανά πάσα στιγμή, πού ήταν η κάμερα. Δεν ένιωθαν ποτέ ότι παραβιάζω την ιδιωτικότητά τους ή ότι τους «κλέβω» την εικόνα τους. Βλέπαμε μαζί τη φωτογραφία-στιγμής που εμφανιζόταν μέσα σε 30 δευτερόλεπτα και πάντα τους άφηνα μερικές Polaroid φεύγοντας. Αργότερα, κατά την επιστροφή μου, έφερνα πίσω τυπωμένες φωτογραφίες 20Χ25 εκ για να τις δώσω στον κόσμο. Αν σε κάποιον δεν άρεσε μια συγκεκριμένη φωτογραφία του, για οποιοδήποτε λόγο, συμφωνούσαμε ότι δεν θα την δημοσίευα, ούτε θα την χρησιμοποιούσα ποτέ. Αργότερα, πρόσθεσα ηλεκτρικά στούντιο φλας στον εξοπλισμό μου, για να μπορώ να φωτογραφίζω σε εσωτερικούς χώρους με συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Επειδή κάθε φορά επέστρεφα και έφερνα φωτογραφίες, ο κόσμος με εμπιστεύτηκε και με αποδέχτηκε. Μερικές φορές η αποδοχή ήταν άμεση. Κάποιοι θα μου ζητούσαν να τους φωτογραφίσω μαζί με τα όπλα τους που είχαν για να εξασκούνται στη σκοποβολή, στοχεύοντας μάλιστα άδεια κονσερβοκούτια, έναν συνηθισμένο τρόπο για να αναπτύξεις μια γνωριμία με τους ντόπιους. Οι οικογένειες με προσκαλούσαν σε δείπνο και πάντα φρόντιζα να φάω λίγο από όλα, ακόμα κι αν δεν ήμουν σίγουρος τι ακριβώς ήταν. Συζητούσαμε, παίζαμε πετώντας τα πέταλα στο καρφί μετά το δείπνο, μια τυπική επίσκεψη μεταξύ φίλων στα Απαλάχια.

Μεγαλώνοντας στα αγροκτήματα των παππούδων μου έμαθα πώς ζούσαν οι άνθρωποι στα βουνά, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τις θρησκευτικές τελετουργίες τους. Ανδρώθηκα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, βλέποντας και βοηθώντας τον παππού μου να σφάξει ένα γουρούνι, για παράδειγμα. Ως φωτογράφος αναζήτησα πάντα οικογένειες που ζούσαν αυθεντικά τη ζωή στο βουνό, χωρίς να επηρεάζονται από την τηλεόραση και τα μέσα ενημέρωσης. Πολλές από τις φωτογραφίες μου είναι αυτοβιογραφικές, μια αναζήτηση για ένα βαθύτερο νόημα και για τη κατανόηση του εαυτού μου και της ζωής μου. Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για το ρεπορτάζ. Η δουλειά μου είναι αυτοβιογραφική, προσωπική και υποκειμενική, με ανθρωπιστικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η ανθρωπιστική φωτογραφία αποκαλύπτει πάντα πολλαπλά νοήματα. Ορισμένα στερεότυπα είναι αληθινά και πρέπει να ξεχωρίσεις τι είναι αυθεντικό για τον εαυτό σου και τις πεποιθήσεις σου. Όταν φωτογράφιζα μια οικογένεια για πρώτη φορά, μερικές φορές ο άντρας φορούσε τις αγροτικές φόρμες του παππού του και κάποιο παλιό καπέλο ή έπαιρνε το μπάντζο του λέγοντας: «Είμαι έτοιμος να φωτογραφηθώ». Πολλοί από τους ορεσίβιους αποδέχονται τα στερεότυπα που τους αποδίδουν χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτή η τυποποίηση είναι ό,τι ακριβώς περιμένουν οι άλλοι από αυτούς.Το ζήτημα των στερεοτύπων είναι περίπλοκο. Τα στερεότυπα υπήρχαν πάντα στα Απαλάχια, και αυτό είναι κάτι στο οποίο ήμουν πάντα ευαίσθητος.

Συνήθως χρειάζονται μερικές επισκέψεις για να με γνωρίσει μια οικογένεια και να μην υιοθετήσει το στυλ Hillbilly. Φωτογράφιζα τους ανθρώπους όπως ακριβώς ήθελαν, τους πήγαινα τις φωτογραφίες και μετά τους ρωτούσα αν θα μπορούσα να τους φωτογραφίσω ξανά, αλλά όπως είναι στην καθημερινότητά τους. Τους ζητούσα να διαλέξουν οι ίδιοι ένα μέρος όπου θα νιώθουν άνετα και που θα ήθελαν να φωτογραφηθούν.Όταν οι άνθρωποι πόζαραν, κάποιοι ρώταγαν: «Τι να κάνω με τα χέρια μου;» Ανακάλυψα ότι συχνά το να κρατούν κάτι τους έκανε πιο χαλαρούς. Για παράδειγμα, σε ορισμένους άντρες αρέσει να φωτογραφίζονται με τον αγαπημένο τους σκύλο ή μπροστά από το φορτηγό τους. Οι νεαρές μητέρες κρατούν τα μωρά τους αγκαλιά. Το να κρατάνε κάτι οικείο βοηθά τους ανθρώπους να χαλαρώσουν και μας λέει κάτι για το άτομο που φωτογραφίζεται. Μια φορά φωτογράφισα μια ηλικιωμένη γυναίκα να καπνίζει την πίπα της ή έναν άντρα να κρατά το κυνηγετικό του όπλο. Αυτά τα αντικείμενα είναι πολύ σημαντικά για αυτούς τους ανθρώπους και είναι αυτά με τα οποία θέλουν να φωτογραφηθούν για να τους θυμούνται. Το να δίνω τις φωτογραφίες μου σε όσους ποζάρουν για μένα είναι εν μέρει ο τρόπος μου να ανταποδώσω τη χάρη που μου κάνουν και είναι κάτι που έκανα πάντα. Οι άνθρωποι που φωτογραφίζω απολαμβάνουν να κρεμούν τις φωτογραφίες μου στα σπίτια τους, μαζί με άλλες οικογενειακές φωτογραφίες τους και αυτό με ανταμείβει.

Όταν φτιάχνω κοντινά πορτρέτα, ζητώ από τους ανθρώπους να είναι φυσικοί και να σκέφτονται σημαντικά γεγονότα, θετικά και αρνητικά που συνέβησαν στη ζωή τους. Τους ζητώ να κοιτάξουν τον φακό της κάμερας και να βρουν τη δική τους αντανάκλαση. Τη στιγμή που ανακαλύπτουν τη δική τους εικόνα, τότε πατάω το κουμπί για την απελευθέρωση του κλείστρου. Μερικές φορές επαναλαμβάνουμε τη λήψη ξανά και ξανά. Θεωρώ ότι η δουλειά μου είναι συνεργατική, δουλεύω με τα θέματά μου για να απεικονίσω τον εαυτό μου, να εκφραστώ και να διατηρήσω τον πολιτισμό μας. Η δουλειά μου είναι υποκειμενική και προσωπική. Δεν κάνω μια επισκόπηση μιας κουλτούρας, αντίθετα εκφράζω και δημιουργώ περισσότερο ένα προσωπικό όραμα με τους ανθρώπους που νοιάζομαι. Θέλω οι χώροι –εσωτερικοί ή εξωτερικοί- στους οποίους φωτογραφίζω να φαίνονται διαχρονικοί, ώστε οι φωτογραφίες να μπορούν να σταθούν ακόμη και μετά από πολλά χρόνια από τώρα. Μπορεί να φωτίσω με τεχνητό φωτισμό ένα συγκεκριμένο μέρος για να τονίσω μια περιοχή, αλλά δεν αλλάζω ποτέ το περιβάλλον, ούτε ζητώ από τα θέματά μου να σταθούν ή να ντυθούν με συγκεκριμένο τρόπο. Το αυθεντικό πρόσωπο είναι αυτό που εμφανίζεται στις φωτογραφίες, αν όχι αμέσως, σίγουρα μετά από λίγο, αφού ο εικονιζόμενος συνηθίσει τη παρουσία μου και εξοικειωθεί με τη διαδικασία της φωτογράφησης.

Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2024

Πηγές: