Abbas Attar, Ιρανός, γεννημένος φωτογράφος. Όλες οι βιογραφικές σημειώσεις που τον αφορούν αρχίζουν με αυτόν τον τρόπο, λες κι αυτή η φράση αποτελεί μία απαραίτητη εισαγωγή για να κατανοήσουμε τον φωτογράφο και το έργο του. Συνεπώς, η φωτογραφία είναι για τον Abbas μία κλίση που ένιωθε ήδη από παιδί με εκπληκτική σαφήνεια και με το πέρασμα των χρόνων, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να γίνει γνωστός και να τύχει μίας ευρείας, διεθνούς αναγνώρισης. Γνωστός για τις μονογραφίες του για την ιρανική επανάσταση, για το Ισλάμ ή για το Χριστιανισμό, αναφέροντας μόνο μερικές, ο Abbas είναι ένας λογοτέχνης, ο διαυγής και σαφής πεζός λόγος του οποίου εδώ και καιρό συνοδεύει και τα φωτογραφικά του βιβλία.
“Αν και άρχισα να φωτογραφίζω και να γράφω ταυτόχρονα”, εξηγεί ο Abbas, “πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα ότι διασκέδαζα περισσότερο τραβώντας φωτογραφίες και όπως όλοι οι αρχάριοι, ονειρευόμουν να μπορέσω να πάω σαν απεσταλμένος στο Βιετνάμ”. Σε ηλικία εικοσιοκτώ ετών, ενώ ήταν ήδη επαγγελματίας, θα πάει για να φωτογραφίσει αυτό που κανένας δεν είχε ακόμα φωτογραφίσει: τις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Βιετκόνγκ κατά τη διάρκεια εκείνης της μακράς αγωνίας στο τέλος του πολέμου. Η ιστορία του “Τα τρία Βιετνάμ” (το Νότιο Βιετνάμ, οι ελεγχόμενες περιοχές από τους Βιετκόνγκ και το Βόρειο Βιετνάμ), που διανεμήθηκε πρώτα από το Πρακτορείο Sipa και αργότερα από το Gamma και πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1972 και τον Ιανουάριο του 1976, θα κάνει το γύρο του κόσμου μέσα από τα πιο σημαντικά περιοδικά. Μετά από αυτό το ρεπορτάζ θα ακολουθήσουν πολλά άλλα που πραγματοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο σε εμπόλεμες περιοχές, στο Μπανγκλαντές, στη Νότια Αφρική, στην Αιθιοπία, στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά θα είναι κυρίως η εργασία που θα πραγματοποιήσει ακολουθώντας την επανάσταση της χώρας του, στην οποία νιώθει ότι εμπλέκεται άμεσα και προσωπικά, η οποία θα τον καθιερώσει οριστικά σαν φωτορεπόρτερ.
Η επανάσταση είναι στους δρόμους και ο Abbas φαίνεται ότι διαθέτει το χάρισμα της πανταχού παρουσίας: βρίσκεται παντού, στις πολιτικές συγκεντρώσεις, στις διαδηλώσεις, στα νοσοκομεία, στο νεκροτομείο. Φωτογραφίζει τις μάχες, τις ένοπλες συγκρούσεις, αλλά επίσης, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, κάτι πολύ λιγότερο ξεκάθαρο: τα σημάδια από τις συνέπειες που θα φανούν μόνο στη συνέχεια, όλα αυτά που γίνονται κατανοητά μόνο με το πέρασμα του χρόνου, όταν η ιστορία θα έχει ήδη πραγματοποιήσει την πορεία της. Με μεγάλη μαεστρία ο Abbas μας παρουσιάζει στις φωτογραφίες του τα σημάδια ενός εμφυλίου πολέμου που θα μείνουν χαραγμένα βαθιά μέσα του. Παρά το γεγονός ότι μερικές από αυτές τις εικόνες θα αποτελέσουν πραγματικές εικόνες του φωτορεπορτάζ, ο Abbas νιώθει ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει κάποια όρια που θα πρέπει ξεπεράσει, εάν θέλει να βρει το δικό του στυλ.
Έχοντας επίγνωση ότι τα επεκτατικά κύματα της επανάστασης δεν θα παραμείνουν εντός των ορίων του Ιράν ο Abbas σχεδιάζει ήδη ένα νέο έργο: να αποτυπώσει την άνθηση του Ισλάμ στις μουσουλμανικές κοινότητες όλου του κόσμου. Παρόλα αυτά νιώθει, ότι πριν ξεκινήσει για τη νέα περιπέτεια, θα πρέπει να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από όλα αυτά που μόλις έζησε. Αποστάσεις που θα βρει ο Abbas σε μία εντελώς διαφορετική χώρα, το Μεξικό, όπου θα επισκεφθεί στη συνέχεια, παραμένοντας εκεί για τρία χρόνια. Στο Μεξικό, όπου δεν συμβαίνει τίποτα το “ιστορικό”, καμία ένοπλη σύγκρουση, ανάμεσα στον οπτικό πλούτο της χώρας και τους ανθρώπους στα χωριά όπως το Oapan, ο Abbas ξαναβρίσκει τον εαυτό του και την ευχαρίστηση της διήγησης, μέρα με τη μέρα, βιώνοντας τη ζωή στην καθημερινότητά της αλλά επίσης με την προοπτική που του προσφέρει η ιδιότητα του ξένου. Από εκείνη τη στιγμή δεν νιώθει πια τη δημοσιογραφική πιεστικότητα να περιγράφει το γεγονός, αλλά την ανάγκη να βρει ένα άλλο τρόπο έκφρασης, να μεταδώσει την προσωπική του οπτική γωνία των πραγμάτων. “Για να μπορέσεις να δεις’’, σχολιάζει ο Abbas, ‘‘θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος. Χρειάζεται ένας κώδικας ανάγνωσης για να μπορέσεις να κατανοήσεις και να ερμηνεύσεις αυτά που συμβαίνουν”. Από αυτή την μεξικανική εμπειρία θα δημιουργηθεί όχι μόνο ένα πανέμορφο βιβλίο το “Return to Mexico, Journeys Beyond the Mask“, αλλά και μία νέα μορφή στην πρόταση των έργων του, βιβλία στα οποία η επιλογή των εικόνων και η αλληλουχία τους αποτελούν το αυθεντικό, εκφραστικό λεξιλόγιό του. Σ’ αυτό το νέο τρόπο διήγησης και η προφορική γραφή ανανεώνει την παρουσία της. Χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο, ο Abbas γοητεύει τον αναγνώστη με τις ικανότητες του σαν αφηγητής, αλλά επιβεβαιώνει επίσης τη δική του διάσταση σαν δημιουργός.
“Ce jour la … “ (Εκείνη τη μέρα …). Έτσι θ’ αρχίζουν, ξεκινώντας από εκείνη τη στιγμή, όλα του τα βιβλία. Ο Abbas επιστρέφει στο Παρίσι έτοιμος για να ξαναρχίσει εκείνο το έργο που είχε αφήσει μετέωρο πριν από έξι χρόνια. Αυτή τη φορά το ταξίδι θα διαρκέσει περισσότερο από επτά χρόνια και θα τον οδηγήσει σε εικοσιοκτώ χώρες. Γραμμένο σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο, όπου ο Abbas εναλλάσσει τη φωνή του με αυτή άλλων, μυθικών ταξιδευτών που πριν από αυτόν είχαν διανύσει τις ίδιες διαδρομές στις χώρες του Ισλάμ. Από την Κίνα στο Μαρόκο, από το Λονδίνο στη Σαμαρκάνδη, από το Πεκίνο στη Μέκκα, περνώντας από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Κιργιζιστάν, ο Abbas θα αποτυπώσει την αναβίωση του Ισλάμ με εικόνες που περιγράφουν το πάθος των μαζών, την έξαψη και την τρέλα, αλλά και τα σημάδια μίας αλλαγής που αντανακλώνται στην καθημερινή ζωή, καθώς επίσης τις στιγμές της περισυλλογής και της αυθεντικής εσωτερικότητας κάθε ατόμου στη σχέση του με τον Αλλάχ. Τίποτα δεν φαίνεται να ξεφεύγει από την προσεκτική και διεισδυτική ματιά του: μικρές χειρονομίες, μεγάλες εκδηλώσεις, όλα καδράρονται σε μία πλούσια και πολύπλοκη σύνθεση. Το βλέμμα του περικλείει τα δύο άκρα του θρησκευτικού φαινομένου: μας μιλάει για το Ισλάμ και τον Ισλαμισμό, για την ατομική και συλλογική διάστασή του, τη θρησκευτική, αυτήν τη διαυγή σχέση με τον θεό, όπως μας την περιγράφει ο Abbas, αλλά και για τις ερμηνείες του που δίνονται στο όνομά του, γι’ αυτό το κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο. Η βία συνεχίζει να είναι παρούσα, αλλά οι φωτογραφίες του, με τον καιρό γίνονται πιο στοχαστικές. Στο σεβασμό και στη συνενοχή προστίθεται το κριτικό πνεύμα του, ακούραστο και πάντοτε καθοριστικό εξερευνώντας ακόμα και την παραμικρή πτυχή της ιστορίας. Με τα ταξίδια του στο Ισλάμ θα συνδυαστεί στη συνέχεια, σ’ αυτό το μοτίβο, ένα άλλο έργο, το “Voyage en Chretientes”, και αργότερα, το τελευταίο του βιβλίο “Iran Diary 1971-2002”, που δημιουργήθηκαν με την ίδια διεισδυτική, φωτογραφική γραφή με σπάνια εκφραστική και ποιητική δύναμη.
Εν τω μεταξύ ο Abbas έχει ήδη γράψει κάπου το δικό του “Ce jour la…” που θα αποτελέσει την αρχή ενός νέου, μακροπρόθεσμου σχεδίου στο οποίο η θρησκεία θα συνεχίσει να παραμένει το κεντρικό σημείο της εστίασης.
Βιογραφικό
Γεννημένος φωτογράφος, ο Abbas ήταν ένας Ιρανός που μέχρι το θάνατό του το 2018 είχε μόνιμη έδρα του στο Παρίσι. Από το 1970 μέχρι το 1978, δημοσιεύει σε διεθνή περιοδικά τις εικόνες των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων Χωρών του Νότου, μεταξύ των οποίων την Μπιάφρα, το Μπαγκλαντές, το Βιετνάμ, τη Μέση Ανατολή, τη Χιλή, τη Νότια Αφρική με ένα σημαντικό άρθρο για το απαρτχάιντ. Μεταξύ του 1978 και του 1980 καλύπτει την ιρανική επανάσταση και θα επιστρέφει στη χώρα της καταγωγής του το 1997, μετά από δεκαεπτά χρόνια οικειοθελούς εξορίας. Το βιβλίο του “Iran Diary 1971-2002” αποτελεί μία κριτική ερμηνεία της ιστορίας του Ιράν μέσα από τις εικόνες και τις σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου. Ανάμεσα στο 1983 και το 1986 επισκέπτεται το Μεξικό, όπου φωτογραφίζει τη χώρα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο γράφει ένα μυθιστόρημα. Μία έκθεση και ένα βιβλίο, το “Return to Mexico, Journeys Beyond the Mask“, με μερικά αποσπάσματα από το ταξιδιωτικό ημερολόγιό του, τον βοηθούν να καθορίσει το προσωπικό του στυλ και το φωτογραφικό του λεξιλόγιο. Από το 1987 στο 1994, από το Xinjiang στο Maghreb, φωτογραφίζει τον ισλαμικό κόσμο σε μία στιγμή μεγάλης εξάπλωσης. Νιώθοντας την επιθυμία να κατανοήσει τις εσωτερικές εντάσεις που ταράσσουν τις μουσουλμανικές κοινωνίες, το βιβλίο του “Allah Ο Akbar, ταξίδι στα Ισλάμ του κόσμου” παρουσιάζει τις αντιθέσεις μίας ιδεολογίας που εμπνέεται από ένα μυθικό παρελθόν και προσβλέπει στον εκσυγχρονισμό και τη δημοκρατία. Από το 1995 ως το 2000 διασχίζει τις περιοχές του χριστιανισμού, ακριβώς όταν το έτος 2000 επιβάλλει στο παγκόσμιο ημερολόγιο αυτή τη θρησκεία σαν σύμβολο ισχύος της Δύσης. Το βιβλίο του “Voyage en Chretientes” και η περιοδεύουσα έκθεσή του, εξερευνούν αυτή τη θρησκεία όχι μόνο σαν τελετουργικό αλλά και σαν πολιτικό και πνευματικό φαινόμενο. Από το 2000 μέχρι το 2002 ο Abbas φωτογραφίζει τον παγανισμό στις παραδοσιακές κοινωνίες και εκείνο που ξαναγεννιέται σε μία σειρά από νέες αιρέσεις, που καθορίζονται από τον ίδιο τον Abbas σαν νεοπαγανιστικές. Αυτή την εποχή ο φωτογράφος εργάζεται στο θέμα της σύγκρισης ανάμεσα στις θρησκείες, περισσότερο στα πολιτιστικά παρά στα δογματικά συστατικά τους, που με αργό ρυθμό αντικαθιστούν τις πολιτικές ιδεολογίες στις συγκρούσεις που εμπλέκουν ολοένα και περισσότερο νέες περιοχές του κόσμου. Ήταν μέλος του πρακτορείου Magnum από το 1981 μέχρι το θάνατό του.
O Abbas διηγείται:
Η φωτογραφία μου είναι μία σκέψη που αποκτά ζωή μέσα από τη δράση και οδηγεί στην περισυλλογή.
Ο αυθορμητισμός μου – η μετέωρη στιγμή – παρεμβαίνει κατά τη διάρκεια της δράσης, στο φακό. Πριν από αυτόν προηγείται μία σκέψη για το θέμα. Την ακολουθεί μία περισυλλογή για τους σκοπούς και εδώ, κατά τη διάρκεια αυτής της συναρπαστικής και εύθραυστης στιγμής, αναπτύσσεται η πραγματική φωτογραφική γραφή. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το πνεύμα ενός συγγραφέα. Μήπως η φωτογραφία δεν είναι “να γράφεις με το φως;” Με τη διαφορά ότι ενώ ο συγγραφέας είναι κύριος της λέξης του, ο φωτογράφος κυριεύεται από τη φωτογραφία του, από το όριο που επιβάλλει η πραγματικότητα, που θα πρέπει να υπερβεί εάν δεν θέλει να γίνει δέσμιος της.
Όσον αφορά τη φωτογραφία, για μένα είναι φυσικό να βλέπω ασπρόμαυρα. Ο κόσμος μπορεί να έχει χρώμα αλλά το ασπρόμαυρο το υπερβαίνει. Όταν δουλεύω, κλείνω το διακόπτη και βρίσκομαι σε μία κατάσταση αγαλλίασης. Αρχίζω να βλέπω ασπρόμαυρα. Οποιαδήποτε απόχρωση του χρώματος εγώ τη μεταφράζω σε αποχρώσεις του γκρίζου, μαύρου και λευκού. Σου επιτρέπει να εργάζεσαι με διαφορετικό τρόπο. Όταν δεν πρέπει να δουλέψεις με τα χρώματα της πραγματικότητας, δουλεύεις πραγματικά με άλλα πράγματα.
Ήμουν συνηθισμένος να με περιγράφουν σαν φωτορεπόρτερ και ήμουν πολύ υπερήφανος. Το θέμα ήταν να διαλέξω εάν θα έπρεπε να σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν φωτορεπόρτερ ή σαν καλλιτέχνη.
Δεν ήταν από σεμνότητα που αποκαλούσα τον εαυτό μου φωτορεπόρτερ, αλλά από έπαρση. Νόμιζα ότι το φωτορεπορτάζ ήταν κάτι το ανώτερο. Σήμερα δεν προσδιορίζομαι πια σαν φωτορεπόρτερ, γιατί παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιώ τις τεχνικές ενός φωτορεπόρτερ και οι φωτογραφίες μου δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά, αφιερώνομαι στα πράγματα σε βάθος και για μεγάλες, χρονικές περιόδους. Τα έργα μου μπορούν να διαρκέσουν πέντε ή επτά χρόνια, όπως στην περίπτωση του έργου για το Ισλάμ. Τα βιβλία μου είναι η έκφρασή μου. Μοιάζει περισσότερο με την εργασία ενός συγγραφέα παρά με αυτή ενός φωτορεπόρτερ.
Martra Daho : Abbas, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum Photos – Hachette (2005)