Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι απλό. Λευκό μιλιμετρέ χαρτί με ένα σχέδιο στη μέση, ζωγραφισμένο από τη γυναίκα του. Μια καρικατούρα φωτογράφου σκεπασμένου με το μαύρο πανί της μηχανής στούντιο έτοιμου να απελευθερώσει το κλείστρο πατώντας το ντεκλανσέρ. Κάτω από την εικόνα ο τίτλος του βιβλίου “KODACHROME” και το όνομα του φωτογράφου: LUIGI GHIRRI. Το βιβλίο, το οποίο προλογίζει ο ιστορικός Τέχνης και κριτικός στην εφημερίδα της Ρώμης Messaggero, Piero Berengo Gardin, αδελφός του φωτογράφου Gianni Berengo Gardin, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Punto e Virgola το 1978 και σαν αποτέλεσμα της τεράστιας -μετά θάνατον- αναγνώρισης του έργου του Ghirri, τα ελάχιστα μεταχειρισμένα αντίτυπα που μπορείς να βρεις σήμερα στο διαδίκτυο κοστίζουν πάνω από 2.500€!!! Ευτυχώς, για τους φτωχότερους συλλέκτες φωτογραφικών βιβλίων, είκοσι δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ghirri το βιβλίο επανεκδόθηκε, το 2013, από τις εκδόσεις MACK σε προσιτή τιμή. Ξεφυλλίζοντάς το εντυπωσιάζεσαι τόσο από το γεγονός ότι σε μια εποχή που η καλλιτεχνική φωτογραφία ήταν συνυφασμένη με την ασπρόμαυρη εκδοχή της ο Ghirri χρησιμοποιεί έγχρωμο φιλμ, όσο και από την πρωτοτυπία των συνθέσεων και κυρίως από το ιδιαίτερο χρώμα που έχουν. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη δουλειά του φωτογράφου, ή ίσως καλύτερα, τη πρώτη που διαθέτει έναν σαφή και ευδιάκριτο προβληματισμό πάνω στον οποίο θα βασιστούν και θα αναπτυχθούν πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του. Η προσήλωση του Ghirri στην “Εισβολή των εικόνων στην καθημερινότητά μας” ξεκίνησε από τότε και εικονίζεται εύγλωττα σε μια φωτογραφία του (Roma,1978) που δείχνει μια διπλωμένη εφημερίδα πεταμένη στο πλακόστρωτο που πάνω της διαβάζεις τη φράση: come pensare per immagini – πώς να σκεφτείς μέσω των εικόνων” που εξελίχθηκε σε φράση-μανιφέστο για τον Ghirri και συνοψίζει την ουσία του συνόλου της δουλειάς του. “Ποιος μας λέει ότι η σκέψη μέσα από τις εικόνες δεν είναι τόσο εποικοδομητική, όσο η σκέψη μέσα από τις έννοιες? … Μήπως αυτός ο τρόπος “σκέψης των εικόνων” (η εικονοποίηση της σκέψης) μπορεί να μας οδηγήσει πιο κοντά στην κρυμμένη αλήθεια των πραγμάτων και των φαινομένων από την λογική-επιστημονική σκέψη?” Αυτοί οι προβληματισμοί απασχολούσαν τον μαέστρο στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και ίσως στάθηκαν η αιτία της μεταστροφής του από την εννοιολογική προσέγγιση  που κυρίως χαρακτηρίζει το έργο του στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη περισσότερο περιγραφική φωτογραφία του τοπίου της επόμενης δεκαετίας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Luigi Ghirri, ο οποίος θεωρείται ως ο σημαντικότερος Ιταλός φωτογράφος του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1943 στο Scandiano της επαρχίας Reggio Emilia στη Βόρεια Ιταλία. Μια μικρή πόλη με πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν, γενέθλιος τόπος σημαντικών μορφών των Ιταλικών γραμμάτων, αλλά μάλλον παρηκμασμένη στις μέρες μας. Η πρώτη επαφή του Ghirri με την φωτογραφία γίνεται μέσα από τα οικογενειακά άλμπουμ των καλοκαιριών διακοπών. Μεγαλύτερη όμως γοητεία ασκούν πάνω στον μικρό Luigi οι φωτογραφίες που βλέπει ξεφυλλίζοντας γεωγραφικούς Άτλαντες. Σε αυτούς, ανάμεσα στους χάρτες, παρουσιάζονται φωτογραφίες από τους τόπους όλου του κόσμου που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του. Όταν γίνεται δεκαπέντε χρονών και του χαρίζουν μια φτηνή φωτογραφική μηχανή προσπαθεί να μιμηθεί αυτές τις φωτογραφίες των τοπίων που τόσο τον είχαν γοητεύσει. Τριγυρίζει με δανεικό ποδήλατο στους γύρω λόφους και σε μέρη κοντά στο σπίτι του και φωτογραφίζει. Ο κινηματογράφος επίσης έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντός του για τη φωτογραφία. Στα χρόνια της εφηβείας του Ghirri, ο κινηματογράφος στην επαρχία της μεταπολεμικής Ιταλίας δεν ήταν παρά ένα καμιόνι που γύριζε στα χωριά και πρόβαλε τις ταινίες στους τοίχους των σπιτιών. Ήταν πολύ συναρπαστικό να βλέπεις τους τοίχους να ζωντανεύουν μαγικά, το ένα τοπίο να προβάλλεται μέσα στο άλλο. Η ιδέα της μιας εικόνας να συγχωνεύεται μέσα σε μια άλλη διατρέχει όλο το έργο της ωριμότητάς του

“Δεν μπορώ να πω τι μου άνοιξε τα μάτια περισσότερο, τα μουσικά και ποιητικά τοπία του Bob Dylan, η γλυπτική και αρχιτεκτονική του Claes Oldenburg, οι φωτογραφίες του Robert Frank, και του Lee Friedlander, ή η ηθική ακεραιότητα του Walker Evans, ή ίσως, οι κοσμογονίες του Bruegel, η φαντασία του Felini, οι πανοραμικές λήψεις του Alinari, οι σιωπές του Eugene Atget, η ακρίβεια των Φλαμανδών ζωγράφων, η καθαρότητα του Piero della Francesca και τα χρώματα του Van Gogh. Δεν θα μπορούσα να πω αν βρίσκομαι περισσότερο κοντά στον παλιό κόσμο ή τον καινούριο, γιατί από την πρώτη στιγμή είδα τη φωτογραφία σαν μία περιπέτεια της ματιάς και της σκέψης, ένα μεγάλο, μαγικό παιχνίδι, το οποίο μπορεί να διαστρεβλώσει το μικρό και το μεγάλο, την παραίσθηση και την πραγματικότητα, τον χώρο και τον χρόνο, και την ενήλικη εμπειρία μας με τον μαγευτικό κόσμο της παιδικότητας…”

Μεγαλώνοντας όμως ο Luigi Ghirri σταμάτησε προσωρινά να ασχολείται με την φωτογραφία. Σπούδασε γεωμετρία στη Modena και απέκτησε το πτυχίο του το 1962. Άρχισε να εργάζεται, παντρεύτηκε την Paola Borgonzoni και ταξίδεψε αρκετά, τόσο στην Ιταλία, όσο και στο εξωτερικό (Παρίσι, Λουκέρνη, Βέρνη, Άμστερνταμ, Βρετάνη). Η επιθυμία του για να φωτογραφίζει υπήρχε πάντα, χρειάζονταν όμως το κατάλληλο ερέθισμα για να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Το 1969 εντυπωσιάζεται βλέποντας για πρώτη φορά την φωτογραφία της Γης που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του διαστημόπλοιου Απόλλων προς τη Σελήνη. “Δεν ήταν μόνο η εικόνα ολόκληρου του κόσμου, αλλά η εικόνα που περιείχε και όλες τις άλλες εικόνες του κόσμου”. Αυτή η αίσθηση ότι όλος ο ορατός κόσμος – κυριολεκτικά όλη η επιφάνεια της Γης και όλα τα πράγματα πάνω σε αυτήν – έχει ήδη καταγραφεί και περιγραφεί, στοιχειώνει τον Ghirri για το υπόλοιπο της ζωής του, αλλά δεν τον περιορίζει. Μέσα σ’ αυτή την εικόνα της Γης που είδαμε από το διάστημα “ο χώρος μεταξύ των απείρως μικρών και των απείρως μεγάλων γεμίζει από το απείρως πολύπλοκο: τον άνθρωπος και τα δημιουργήματά του”. Και ήταν αυτό το απείρως περίπλοκο κομμάτι του κόσμου που ο Ghirri θέλησε να αποτυπώσει.

Το 1970 η γέννηση της κόρης του τον έκανε να πιάσει πάλι τη μηχανή στα χέρια του. Άρχισε και πάλι να φωτογραφίζει, με την ίδια επιθυμία που έχει κάθε ερασιτέχνης – να συλλέξει αναμνήσεις και να τις κρατήσει για πάντα. Οι παιδικές του ανησυχίες ξύπνησαν πάλι και έτσι έβαλε την φωτογραφία στην καθημερινότητα του. Οι πρώιμες δουλειές του Ghirri εμπίπτουν στη κατηγορία που σήμερα πλέον σαφέστατα οριοθετείται ως “εννοιολογική Τέχνη”. Στη σειρά “Infinito (Άπειρο, 1974) φωτογράφισε τον ουρανό κάθε μέρα για ένα ολόκληρο χρόνο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εντάξει και τη διάσταση του χρόνου μέσα στο κάδρο της φωτογραφίας. Όμως η σειρά των 365 φωτογραφιών, αρχικά αναφερόμενη απλά ως Cielo (Ουρανός), είναι ανεπαρκής και δεν μπορεί να αποτυπώσει το μεγαλείο και τη συνέχεια του ουρανού. Στη καλύτερη περίπτωση αποτελεί έναν πιθανό χρωματικό άτλαντα του ουρανού – 365 πιθανούς ουρανούς, εκφράζοντας έτσι και τα (περιορισμένα) όρια της φωτογραφίας. Η επανάληψη της φωτογραφικής διαδικασίας – που ταυτόχρονα υποδηλώνει μια προοδευτική εξέλιξη στο χρόνο και το τόπο, αλλά την αναιρεί λόγω της μονοτονίας του θέματος – εμπεριέχει μια σιωπηρή αναφορά στην έννοια του Marcel Duchamp για το έτοιμο αντικείμενο που επιλέγει ο καλλιτέχνης, μετατρέποντάς τo έτσι σε έργο τέχνης. Με αυτή την έννοια, το Infinito μπορεί να γίνει κατανοητό αν σταθεί πλάι στα δείγματα των φωτογραφικών έργων με βάση την επανάληψη και τη τυπολογία, που έγιναν εκείνη την εποχή από Αμερικανούς και Ευρωπαίους καλλιτέχνες όπως ο Ed Ruscha, ο Douglas Huebler, οι Bernd και Hilla Becher και ο Jan Dibbets. Την ίδια εποχή αποφασίζει να αφήσει το επάγγελμα του τοπογράφου με το οποίο βιοποριζόταν ως τότε και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φωτογραφία. Καθώς λοιπόν παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τα τοπογραφικά διαγράμματα και τη χαρτογράφηση στρέφεται στις σελίδες του Άτλαντα των εκδόσεων Petit Larousse Illustre και φωτογραφίζει από κοντά, με macro φακό, λεπτομέρειες από τις σελίδες του – τις ερήμους, τις οροσειρές, τα αρχιπελάγη και τα συμπλέγματα των νησιών. Σχηματισμοί αστερισμών, η λέξη “Ωκεανός” σε ένα γαλάζιο φόντο, ένας αθλητής που φαίνεται σαν να βουτά από ψηλά προς τη γη χαρακτηρίζουν τις αυστηρότερες εννοιολογικές πτυχές της πρώιμης πρακτικής του. “Σε αυτή τη δουλειά”, έγραψε ο Ghirri αργότερα, “προσπάθησα να πραγματοποιήσω ένα ταξίδι σε έναν τόπο ο οποίος καταργεί το ίδιο το ταξίδι – επειδή, στο εσωτερικό του άτλαντα, έχουν ήδη περιγραφεί όλα τα πιθανά ταξίδια, όλα τα δρομολόγια έχουν ήδη καθοριστεί”.

Επηρεασμένος από το πρώτο του επάγγελμα ως τοπογράφος, θα χρησιμοποιήσει μεταφορές, όπως «ασαφή χαρτογραφία» και «συναισθηματική γεωγραφία» για να περιγράψει την τέχνη του. Περπατούσε πολύ, επισκεπτόταν συνεχώς νέα μέρη. Μελετώντας προσεχτικά τους ανοιχτούς χώρους, δεν ήταν παράξενο που στράφηκε στην φωτογράφηση τοπίων. Ο Luigi Ghirri με το έργο του αποστασιοποιήθηκε με επιτυχία από την επιρροή του Ιταλικού Νεορεαλισμού, καθώς και της αντικειμενικής φωτογραφίας, που επικρατούσαν σαν αισθητικά ρεύματα στην εποχή του. Αυτό που είχε σημασία γι’ αυτόν ήταν να “δει καθαρά” και να “κάνει ευδιάκριτα τα ιερογλυφικά που βλέπει γύρω του”. Μέσα από τις φωτογραφίες του προβάλλει το τοπίο της σύγχρονης Ιταλίας, φυσικό και αστικό. Ο Luigi Ghirri το περιγράφει με ηρεμία, μέσα από μια οπτική κομψότητα και συνήθως, με απαλά χρώματα. Καταπιάνεται με τις λεπτές αποχρώσεις της ατμόσφαιρας ή με την αντίθεση που προσφέρει το δυνατό χρώμα σε μια συνηθισμένη σκηνή, που σπάει την αίσθηση της καθημερινότητας, αποκαλύπτει την πρωτοτυπία της και οδηγεί τον θεατή προς το μυστήριο. Δεν ψάχνει ιδιαίτερους χώρους. Είναι βέβαιος πως “…όπου κι αν βρεθείς, αν παρατηρήσεις προσεχτικά γύρω σου, θα βρεις κάτι ενδιαφέρον να ξεπροβάλλει μέσα από το θορυβώδες πλήθος ή το κενό μπροστά σου. Πρέπει όμως να αφοσιωθείς σ΄ αυτό, να δώσεις όλη σου την προσοχή. Τότε και μόνο τότε το ταπεινό, καθημερινό και ασήμαντο θα μεταμορφωθεί σε κάτι σπουδαίο και αιώνιο…”  Το μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφικής δουλειάς του έγινε στην ευρύτερη περιοχή της γενέτειράς του, στην κοιλάδα του Πo. “Λατρεύω τις μικρές αποδράσεις της Κυριακής”, έγραψε, “όχι περισσότερο από τρία χιλιόμετρα από το σπίτι μου”. Αυτό είναι το περίφημο «viaggio minimo – ελάχιστο ταξίδι» του Ghirri.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της Reggio Emilia είναι οι αγροτικοί δρόμοι με δύο λωρίδες, οι οποίοι διατρέχουν ασήμαντες βιομηχανικές πόλεις και χωράφια διάσπαρτα με σιλό και αχυρώνες. Τα τοπία του Ghirri έχουν ελάχιστα κοινά με τα πιο κλισέ ή τα πιο ρομαντικά τοπία της Ιταλίας. Αντί για τις εκπληκτικές ακτές ή τα μαγευτικά βουνά της ο Ghirri κατέγραψε ένα μάλλον μελαγχολικό τοπίο, περιορισμένο στο μικρό πλαίσιο της φωτογραφίας. Ο ορίζοντας σχεδόν πάντα στα τοπία του ανακατεύει τη γη και τον ουρανό και οι δρόμοι φαίνονται να κατευθύνονται προς το ίδιο σημείο – και επομένως στο πουθενά. Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα του είναι οι μεγάλες αγροτικές αυλόπορτες που χάσκουν ορθάνοικτες και σηματοδοτούν ένα κτήμα που εμφανίζεται ελάχιστα στο βάθος ή δεν φαίνεται καν. Στη φωτογραφία, ο αφανής χώρος και όλα τα έμψυχα και άψυχα αντικείμενα που περιβάλλουν την πλαισιωμένη εικόνα, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στο κάδρο, είναι εξίσου σημαντικά με αυτά που εμπεριέχονται σ’ αυτή. Χάρη στην απουσία τους αποκτούν αξία τα εικονιζόμενα, που καθίστανται σημαντικά μόνο και μόνο επειδή επιλέχθηκαν από τον φωτογράφο αποκλείοντας ταυτόχρονα όλον τον υπόλοιπο ορατό κόσμο γύρω τους. Αυτό το δίπτυχο της παρουσίας-απουσίας αποκλείει κάθε ιδέα πληρότητας ή τελειότητας, και μας δείχνει κάτι που δεν μπορεί να οριοθετηθεί: την ίδια τη πραγματικότητα. Η φωτογραφία δεν είναι παρά μόνο ένα απειροελάχιστο κλάσμα της.

Το 1974 άνοιξε ένα στούντιο γραφικών τεχνών στη Modena. Λίγο αργότερα, οι φωτογραφίες του άρχισαν να προσελκύουν τη διεθνή προσοχή. Το 1975 το περιοδικό Time-Life τον συμπεριέλαβε στον κατάλογο των “Ανακαλύψεων” της ετήσιας έκδοσής του για το Φωτογραφικό Έτος και παρουσίασε το έργο του στην έκθεση “Φωτογραφία ως τέχνη, τέχνη ως φωτογραφία” στην Kassel. Το 1977 ο Ghirri, μαζί με τη σύζυγό του Paola Borgonzoni και τον φωτογράφο Giovanni Chiaramonte, ίδρυσε έναν εκδοτικό οίκο, τον Punto e Virgola (Άνω Τελεία), με σκοπό την υποστήριξη και την ανάπτυξη της ιταλικής φωτογραφικής κουλτούρας. Είχε σαν στόχο να δημοσιεύσει σημαντικές μονογραφίες καλλιτεχνών και να εκπαιδεύσει ένα κοινό που γνώριζε ελάχιστα τη φωτογραφική πρακτική ως μορφή τέχνης. Το 1979 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο με δικές του έγχρωμες φωτογραφίες, το οποίο ονόμασε “Kodachrome”, προς τιμή του καλύτερου φιλμ διαφανειών εκείνης της εποχής. Ο Francesco Zanot στην εισαγωγή της επανέκδοσης του βιβλίου, το 2013, αναφέρει: ”Ο Ghirri προσπαθεί σκληρά προκειμένου ο θεατής να διατηρήσει την ικανότητά του να βλέπει. Οι φωτογραφίες του είναι ισχυρές προτροπές για την εκ νέου εκπαίδευση του βλέμματος. Αλλάζουν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο χωρίς να προτείνουν μια ενιαία πορεία προς μια κατεύθυνση, αλλά μας δίνουν τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να βρούμε αυτό που ψάχνουμε”. Στις 104 σελίδες του βιβλίου δεν περιλαμβάνονται φωτογραφίες από τις εννοιολογικές σειρές “Infinito” και “Atlante”, αλλά αντιθέτως κυριαρχούν τα τοπία και οι λήψεις εσωτερικών χώρων, όπως επίσης και φωτογραφίες από την σουρεαλιστική σειρά “In Scala” (Σε κλίμακα, 1977-78), που τραβήχτηκε στην ιταλική παράκτια πόλη Rimini. Αν και η πόλη μπορεί να υπερηφανεύεται για την δημοφιλή παραλία της, ο Ghirri στρέφει τη μηχανή του στο εσωτερικό της πόλης και συγκεκριμένα στο τοπικό θεματικό πάρκο Italia in Miniatura, το οποίο περιλαμβάνει μοντέλα ιταλικών αξιοθέατων σε κλίμακα 1:25 και 1:50, από το σπίτι του Μιχαήλ Αγγέλου και τη Πλατεία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία μέχρι το πύργο του Άιφελ στο Παρίσι. Ο Ghirri κάνει πολλές και διαφορετικές λήψεις στη μινιατούρα του όρους Mont Blanc χτισμένο από γύψο και βαμμένο λευκό για να προσομοιάζει με μια χιονισμένη κορυφή. Σε μια λήψη τραβηγμένη από χαμηλά με φόντο τον ουρανό δίνει τη ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας, την οποία όμως ανατρέπει με μια άλλη λήψη στην οποία τα προστατευτικά κιγκλιδώματα και οι τουρίστες που εμφανίζονται στο κάδρο αποκαλύπτουν τις πραγματικές -μικρές- διαστάσεις του όρους-μοντέλου. Αυτό το μικροσκοπικό, καλά κατασκευασμένο τοπίο ήταν ένα ακόμη τυπικό «ιταλικό τοπίο», το οποίο ο Ghirri δεν θεωρούσε περισσότερο ή λιγότερο «πραγματικό» από ό,τι εάν φωτογράφιζε το ίδιο το Mont Blanc.

Αυτό το παιχνίδι εναλλαγής-συγχώνευσης μεταξύ πραγματικού και επινοημένου ο Ghirri το χρησιμοποιεί συχνά, όπως με δυο καρέκλες που βρίσκονται μπροστά από ένα ζωγραφισμένο πανό (Modena, 1980), και είναι φωτογραφημένες με τέτοιο τρόπο που δυσκολεύεσαι να καταλάβεις που τελειώνει ο πραγματικός κόσμος και που αρχίζει ο σκηνογραφημένος. Ή σε μια άλλη φωτογραφία του, (Alpe di Suisi, 1979), στην οποία ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περπατά πιασμένο χέρι-χέρι διασχίζοντας ένα ειδυλλιακό αλπικό λιβάδι στη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας. Όμως κάτι σε αποπροσανατολίζει: τα άτονα χρώματα του γαλάζιου ουρανού και η απόσταση των γκρίζων βουνών στο βάθος κάνει το ζευγάρι να μοιάζει πως περπατά προς ένα ζωγραφισμένο σκηνικό.

Ο Luigi Ghirri χρησιμοποίησε τη φωτογραφία για να αποκωδικοποιήσει τους συνηθισμένους τρόπους ματιάς και ερμηνείας, για να πειραματιστεί με τη διαίσθηση και την ενόραση. Μακρυά από τα πεπατημένα μονοπάτια και τις κοινότυπες θέσεις, αναζήτησε “νέες στρατηγικές απεικόνισης”,  χωρίς όμως να εξαναγκάζει τον εαυτό του να είναι οπωσδήποτε πρωτότυπος. Όπως ο ίδιος έγραψε, το 1979, “Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για αυτό που κοινώς ονομάζεται προσωπικό στυλ”. Αγάπησε ιδιαίτερα τα μέρη, αλλά και τα αντικείμενα που έδειχναν να περιέχουν πληθώρα πραγμάτων: μουσεία, εργαστήρια, εγκυκλοπαίδειες, άτλαντες και γεωγραφικούς χάρτες. Επίσης αγάπησε καλλιτεχνικά στούντιο και τουριστικές τοποθεσίες. Οι φωτογραφίες του δεν είναι πράξεις μίμησης ή αναπαραγωγής, αλλά τρόποι διερεύνησης της πραγματικότητας. Ανιχνεύουν το άγνωστο και αναζητούν τον πνευματικό και τον άυλο κόσμο. Η φωτογραφία για τον Ghirri ήταν μια μορφή ποίησης και ένα μέσο επικοινωνίας. Την χρησιμοποίησε σαν ένα τρόπο να αμφισβητηθεί η τυποποιημένη άποψη της Ιταλίας που δημιουργήθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Η φωτογραφία δεν είναι σκέτη αντιγραφή, αλλά μία γλώσσα στην οποία ο συνδυασμός της αναπαραγωγής και της καινοτομίας δίνει ουσιαστικά έναν απεριόριστο αριθμό εικονικών λέξεων”.

Η τεχνική του ήταν απλή. Συνήθιζε να φωτογραφίζει με κανονικό φακό και σπανιότερα με ευρυγώνιο ή μικρό τηλεφακό. Δεν χρησιμοποιούσε ποτέ ειδικούς ή ακραίων εστιακών αποστάσεων φακούς, ούτε φίλτρα, επειδή ήθελε ο θεατής να επικεντρώνεται στο περιεχόμενο των φωτογραφιών του και όχι στη φόρμα τους. Για τον ίδιο λόγο απέφευγε τις πολύπλοκες εκτυπώσεις ισχυριζόμενος ότι: “Οι λεγόμενες «εναλλακτικές τεχνικές» ή «τα πειράματα στο σκοτεινό θάλαμο» μου θυμίζουν ερασιτέχνες, οι οποίοι με τις μάλλον γελοίες προσπάθειές τους να επανεξετάσουν παρωχημένες φωτογραφικές διαδικασίες ή να δοκιμάσουν αντι-τεχνολογικές μεθόδους έρχονται σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα της φωτογραφίας”! Στην αρχή της καριέρας του χρησιμοποιούσε μια Canon 35mm και κατέγραψε μ’ αυτήν λεπτομέρειες της πόλης, πραγματοποιώντας σφιχτά κάδρα με έντονη την αίσθηση της συμμετρίας. Στη δεκαετία του 1980, πέρασε στο μεσαίο φόρμα – στο 4.5×6 στην αρχή και στο 6×7 αργότερα. Στην αρχή χρησιμοποιούσε μια μικρή μηχανή των 35mm και κατέγραψε μ’ αυτήν λεπτομέρειες της πόλης, πραγματοποιώντας σφιχτά κάδρα με έντονη την αίσθηση της συμμετρίας. Αργότερα, στη δεκαετία του 1980, πέρασε στο μεσαίο φόρμα – στο 4.5×6 στην αρχή και στο 6×7 αργότερα. Αυτό του επέτρεψε να παρατηρεί τα πράγματα με μεγαλύτερη προσοχή και να δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Τα χρώματα έγιναν πιο γλυκά και πιο πλούσια. Απομάκρυνε το σημείο παρατήρησης εστιάζοντας στη γραμμή του ορίζοντα. Φωτογράφιζε τοπία και έρημες ακρογιαλιές, παιδικές χαρές, παραθεριστικούς τόπους εκτός τουριστικής εποχής, απαλλαγμένες συνήθως από το ανθρώπινο στοιχείο. Δεν ήταν τυχαίο που ο Ghirri δεν έκανε ποτέ πορτρέτο ή που οι άνθρωποι εμφανίζονταν πολύ σπάνια στις εικόνες του χωρίς ποτέ να γίνονται το κύριο θέμα του. Πίστευε ότι ήταν πολύ μεγάλο το χάσμα ανάμεσα στο ίδιο τον άνθρωπο και στην φωτογραφική αναπαραγωγή του: «Κάθε φωτογραφημένο ανθρώπινο ον είναι πάντα απλά μια φωτογραφία» έλεγε. Οι ανθρώπινες μορφές στις φωτογραφίες του συχνά αποδεικνύονται  μη πραγματικές, όπως ο άνδρας με το εσώρουχο πίσω από τη βιτρίνα ενός καταστήματος στο (Roderdam, 1973) ή η χαμογελαστή χάρτινη κοπέλα που διαφημίζει τη Canon QL και πολλές άλλες εικόνες ενσωματωμένες στις φωτογραφίες του Ghirri – Ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε σε πολιτικές αφίσες, ο Φρόιντ πίσω από τα ρολά μιας βιτρίνας, ζευγάρια του Χόλιγουντ που φιλιούνται περιπαθώς μέσα στη προθήκη  ενός κινηματογράφου με φόντο μια παραλία, μοντέρνα γυναικεία κουρέματα στη πρόσοψη ενός κομμωτηρίου. Ή αν οι άνθρωποι στις φωτογραφίες του είναι πραγματικοί μπερδεύονται τόσο με το φόντο που νομίζεις ότι αποτελούν μέρος του σκηνικού. Ο ίδιος ο Ghirri σπάνια εμφανίζεται σε οποιαδήποτε εικόνα, εκτός από την εμφάνισή του σε μια αντανάκλαση σε ένα κατάστημα (Paris, 1976), άλλη μια φορά ως σκιά σε έναν άδειο χωματόδρομο (Castellina in Chianti, 1988) και ένα Αυτοπορτραίτο, 1977.

Ο Ghirri έψαχνε πάντα για το δικό του αρχείο αναμνήσεων. Ήταν κάποιος που συνεχώς ταξινομούσε τον εσωτερικό του κόσμο και τις εμπειρίες του. Η δουλειά του όμως δεν ήταν ένα απλό καθημερινό ημερολόγιο αλλά ένα είδος επαναπαρουσίασης του κόσμου. Πίστευε πως “δεν υπάρχει τίποτα παλιό κάτω από τον ήλιο”, έψαχνε να βρει το “χαμένο πρωτότυπο” και κοιτούσε το τοπίο “σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που το έκανε”, για να χρησιμοποιήσω ορισμένες από τις δικές του εκφράσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στρέφει την μηχανή του περισσότερο προς το εσωτερικό των κτιρίων. Σπίτια, εκκλησίες, θέατρα, κινηματογράφοι, καταστήματα, αποθήκες, εργαστήρια, μοιάζουν με μικρά μουσεία γεμάτα πολύτιμα αντικείμενα. Αντικείμενα που, ενώ είναι απλά, ευτελή σκεύη καθημερινής χρήσης, μέσα από την ματιά του Ghirri αποκτούν μια άλλη βαρύτητα και αξία. Ένας νιπτήρας και ένα τραπεζάκι με καλοσιδερωμένες πετσέτες προσώπου πάνω του, όλα λευκά σε φόντο λευκά πλακάκια μπάνιου. Μια μπλε μπορντούρα στολίζει διακριτικά το κάδρο. Αλλού αρκούν δυο παλιά ξύλινα καβαλέτα λουστραδόρου και ένα εκτυφλωτικό φως να μπαίνει από το παράθυρο ή μια παλιά ραπτομηχανή singer και δύο-τρία σύνεργα ραπτικής, κρεμασμένα στον τοίχο για να μετατρέψουν ένα απλό φτωχικό σκηνικό σε μια δυνατή και ενδιαφέρουσα φωτογραφία. Και βέβαια υδρόγειες σφαίρες φωτογραφημένες σε πρώτο πλάνο ή – τυχαία άραγε; – ακουμπισμένες σε ράφια βιβλιοθηκών. Η εμμονή του καλλιτέχνη που επανέρχεται συνεχώς. Σε αυτές τις φωτογραφίες των εσωτερικών χώρων φαίνεται η αναφορά του Ghirri στο έργο του Walker Evans, του φωτογράφου που θαύμαζε περισσότερο. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει την επιρροή του, αναγνώριζε τον Evans σαν δάσκαλο του, αλλά δεν αρκείται στο να τον μιμηθεί. Προσθέτει την δική του προσωπικότητα και δημιουργεί το δικό του κόσμο από τον οποίο οι άνθρωποι σχεδόν πάντα απουσιάζουν, ενώ ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η σιωπή.

Οι καλλιτέχνες οι οποίοι, όπως παραδέχεται ο Ghirri, τον επηρέασαν περισσότερο ήταν οι ζωγράφοι που αισθάνονταν την ανάγκη να καταλάβουν τον κόσμο και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης. Πρώτος από όλους ο Pierro Della Francesca τον οποίο μελέτησε στην αρχή και ήταν αυτός που του έδειξε τον τρόπο για να βλέπει και τη δουλειά του φωτογράφου. Θαύμαζε επίσης τη δουλειά του Belloto, του Monet, του Morandi, αλλά περισσότερο από όλους ξεχώριζε τη δουλειά του Breughel και του Van Gogh. Μια θαυμάσια φωτογραφία του Ghirri ενός υπνοδωματίου με μια υδρόγειο σφαίρα σε πρώτο πλάνο (Casa Benati, 1985), θα μπορούσε κάλλιστα να αποτίσει φόρο τιμής στο αντίστοιχο (Yπνοδωμάτιο του καλλιτέχνη, 1888), του Van Gogh. Η ταπεινή καταγωγή του – ο πατέρας του ήταν μαραγκός – του στέρησε τη καλλιτεχνική παιδεία στα εφηβικά του χρόνια. Σε αντιστάθμισμα αυτής της έλλειψης μεγαλώνοντας δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να ενδιαφέρεται και να παρακολουθεί τις τάσεις της Τέχνης, να συναναστρέφεται με σύγχρονούς του δημιουργούς και στοχαστές (Franco Vaccari, Massimo Mussini) και να εμπλουτίζει τη μεγάλη βιβλιοθήκη του με εκατοντάδες βιβλία, μονογραφίες και δοκίμια, κάποια από τα οποία αποτυπώνονται στις φωτογραφίες που έκανε στο εσωτερικό του σπιτιού του και περιλαμβάνονται στις σειρές Still Life και Identikit” (1975-1979).

Η δεκαετία του 1980 υπήρξε καθοριστική για την επαγγελματική και καλλιτεχνική καθιέρωση του Luigi Ghirri. Είναι η εποχή που σταδιακά ξεκίνησε συνεργασία με το περιοδικό αρχιτεκτονικής Lotus International, ακολουθούμενη από το Domus, το Gran Bazaar, το Intierni, το Ottagona και το Arca. Παράλληλα ανέλαβε την καμπάνια του τουριστικού συμβουλίου της Νάπολης, φωτογράφησε τις Βερσαλίες για λογαριασμό του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, την κοιλάδα του Πο για το Ιταλικό Touring Club και συνεργάστηκε με το δημοτικό θέατρο της Reggio Emilia. Επίσης προσλήφθηκε για να φωτογραφίσει διαφημιστικές εκστρατείες της Ferrari, της Bulgari και μιας εταιρείας κεραμικών πλακιδίων. Το 1982 προσκλήθηκε στην FOTOKINA της Κολωνίας, όπου παρουσίασε τη σειρά του “Τοπογραφία-Εικονογραφία” και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους είκοσι σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα. Από το 1983, με αφορμή τις φωτογραφίες του νεκροταφείου της Modena, ο Luigi Ghirri ξεκίνησε μια στενή συνεργασία με τον σημαντικό αρχιτέκτονα Aldo Rossi, η οποία οδήγησε στην παραγωγή βιβλίων με θέμα την αρχιτεκτονική. Το 1984 ο Ghirri επιμελήθηκε την ομαδική έκθεση ‘Ταξίδι στην Ιταλία”, η οποία αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της σύγχρονης ιταλικής φωτογραφίας, καθώς περιελάμβανε έργα των Olivo Barbieri, Gabriele Basicilico, Bruno Barbry και Mimmo Jodice μεταξύ άλλων κορυφαίων Ιταλών φωτογράφων, αλλά και φωτογραφίες των Bernard Plossu, John Batho, Joyce Tenneson και άλλων. Η έκθεση αυτή απετέλεσε ένα είδος μελαγχολικού αποχαιρετισμού στο μεταπολεμικό φωτογραφικό ιταλικό τοπίο, και το απελευθέρωσε από την βαθιά ριζωμένη επιρροή της ζωγραφικής που κουβαλούσε. Εμπνεόμενος από το Highway 61 του Bob Dylan και ενθουσιασμένος από την επιτυχία του Viaggio in Italia, πρότεινε στο στο Δήμο της Reggio Emilia ένα αντίστοιχο project για τον αρχαίο ρωμαϊκό δρόμο Via Emilia. Στο φιλόδοξο και πολύπλοκο αυτό έργο η φωτογραφία πλαισιώθηκε με την λογοτεχνική, κινηματογραφική, αστική, οικονομική και περιβαλλοντική έρευνα. Καρπός αυτού του εγχειρήματος το βιβλίο Esplorazioni sulla Via Emilia” που εκδόθηκε το 1986 και στο οποίο συμμετείχαν οι φωτογράφοι Olivo Barbieri, Gabriele Basilico, Vincenzo Castella, Giovanni Chiaramonte, Vittore Fossati, Luigi Ghirri, Guido Guidi, Mimmo Jodice, Klaus Kinold, Claude Nori, Cuchi White και Manfred Willmann.

Έχοντας όλη αυτή την Ιταλική και γενικότερα Ευρωπαϊκή παράδοση στη ζωγραφική και εξοικειωμένος με το χρώμα, ήταν επόμενο να χρησιμοποιήσει έγχρωμο φιλμ για να δημιουργήσει τις εικόνες του, σε αντίθεση με τον Evans τον Αμερικάνο μέντορα του, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο της εποχής του. Ευφυέστατα όμως ο Ghirri δεν περιορίστηκε στις αντιθέσεις των χρωμάτων ή στην εξωτερική ομορφιά που δημιουργείται με το έντονο χρώμα, αλλά το χρησιμοποίησε ως ένα ακόμη εκφραστικό στοιχείο. Το χρώμα στις φωτογραφίες του, αν και τόσο διακριτικό, δεν θα μπορούσε ποτέ να αφαιρεθεί γιατί χωρίς αυτό θα αποδυνάμωνε τη σύνθεση της εικόνας. Αντίθετα με πολλούς σύγχρονους του, απέφυγε τις χρωματικές συνθέσεις που κάνουν τελικά τις φωτογραφίες να μοιάζουν με πολύχρωμα κομφετί και δεν προσπάθησε να ξεπεράσει το χρώμα με εξωτερικούς τρόπους υπερ-τονίζοντας το ή χρησιμοποιώντας το διακοσμητικά. Ο Ghirri προσπάθησε και τελικά το κατάφερε, να εντάξει το χρώμα στην αίσθηση που αποπνέουν οι φωτογραφίες του. Όσο κανείς ξανακοιτάζει τις φωτογραφίες του βεβαιώνεται ότι δεν συνθέτει απλά όμορφες εικόνες, αν και ορισμένες είναι ιδιαίτερα γοητευτικές. Η ομορφιά ήταν κάτι που δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αναζητούσε κάτι άλλο. Οικοδομούσε κομμάτι-κομμάτι έναν δικό του κόσμο γνωρίζοντας πολύ καλά όμως ότι τα κομμάτια αυτά μπορούν να τοποθετηθούν και διαφορετικά, έτσι ώστε να φτιάξουν μιαν άλλη πραγματικότητα.

Πέθανε πριν συμπληρώσει τα 49 του χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1991. Τα τελευταία τραβηγμένα αρνητικά που βρέθηκαν στη μηχανή του και εκτυπώθηκαν μετά τον θάνατο του, δείχνουν το Castelo Roncolo να αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη και ένα αρδευτικό κανάλι που κατευθύνεται σε έναν μακρινό ομιχλώδη ορίζοντα, υπαινισσόμενος την έξοδό του. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Federico Motta η καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, επιλογή φωτογραφιών του Ghirri με τίτλο “Vista Con Camera” και μια συλλογή εξήντα οκτώ κειμένων του με τίτλο “Τα Πλήρη Δοκίμια 1973-1991”, από τα οποία προκύπτει η ικανότητα του Ghirri και στον γραπτό λόγο. Αν και είχε προλάβει να γίνει πολύ γνωστός, τουλάχιστον εντός των Ιταλικών συνόρων, η μεγάλη διεθνής καταξίωση του έγινε μετά το 2008, χρονιά κατά την οποία ο εκδοτικός οίκος Aperture παρουσίασε το πρώτο βιβλίο με φωτογραφίες του Ghirri στα αγγλικά, το “It’s Beautiful Here, Isn’t It…” με εισαγωγικό σημείωμα από τον William Eggleston και παράλληλα οργάνωσε μια μεγάλη έκθεση με τις φωτογραφίες του στη Νέα Υόρκη. Ακολούθησε μια έκθεση στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2011, στο Castello di Rivoli στο Τορίνο το 2012 και μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο MAXXI της Ρώμης το 2013. Πρόσφατα, (5/2018), με την επιμέλεια του Βρετανού επιμελητή James Lingwood, εκδόθηκε ένας κατάλογος με τίτλο The Map and The Territory, που επικεντρώνεται στην πρώτη δεκαετία του έργου του Ghirri, όπως αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1979 στην Πάρμα. Η έκθεση Vera Fotografia”, όπως ονομάστηκε τότε, περιελάμβανε 400 φωτογραφίες (από τις 900 που τύπωσε συνολικά ο Ghirri γι αυτό τον σκοπό) ομαδοποιημένες σε δεκατέσσερις διαφορετικές ενότητες, καθεμιά από τις οποίες παρουσιάζεται και σε αυτόν τον τόμο: Fotografie del periodo iniziale (Φωτογραφίες της πρώτης περιόδου, 1970), Paesaggi di cartone (Τοπία από χαρτόνι, 1970-73), Kodachrome (1970-78), Colazione sull’erba (Πρωινό στο γρασίδι, 1972-74), Catalogo (1970-79) , Km250 (1973), Diaframma 11, 1/125, Luce Νaturale (f/11, 1/125, Φυσικό Φως, 1970-79 // ο τίτλος κάνει ένα παιχνιδιάρικο νεύμα στο φετίχ της τεχνικής του ερασιτέχνη φωτογράφου), Atlante (Άτλας, 1973), Italia Ai lati (Η Ιταλία πλαγίως, 1971-79), Il paese del balocchi (Η χώρα των παιχνιδιών, 1972-79), Infinito (Άπειρο, 1974), In Scala (Υπό κλίμακα, 1976-79), Still Life (1975-79), Vedute (Προβολές, 1970-79). Σε κάθε ενότητα υπάρχει ο αντίστοιχος πρόλογος του ίδιου του Ghirri που πρωτογράφτηκε με αφορμή την έκθεση του 1979. Αυτός ο εκτενής κατάλογος συνοδεύει μια περιοδεύουσα έκθεση σε τρία σπουδαία μουσεία: Folkwang Museum, Essen, Γερμανία, (4/5-22/7/2018), Museo Reina Sofia, Μαδρίτη, 25/9/2018-7/1/2019) και Jeu de Paume, Παρίσι, (12/2-20/5/2019). Προλαβαίνουμε να τη δούμε – τι λέτε, πάμε?

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούλιος 2018

Βιβλιογραφία:

  • Luigi Ghiri : Kodakchrome – Punto e Virgola, 1978 / MACK, 2013
  • Luigi Ghirri : Esplorazioni sulla Via Emilia – Feltrinelli, 1986
  • Luigi Ghirri : Il Profilo delle Nuvole – Feltrinelli, 1989
  • Luigi Ghirri : Paesaggio Italiano – Electa, 1989
  • Luigi Ghirri : Vista Con Camera – Federico Motta, 1992
  • Luigi Ghirri : I Luoghi della musica – Motta Fotografia, 1994
  • Luigi Ghirri : Polaroid – Baldini Castoldi, 1998
  • Luigi Ghirri : Atlante – Charta, 1999
  • Luigi Ghirri : Bello qui, non e vero ? – Contrasto, 2008
  • Luigi Ghirri : The Complete Essays 1973-1991 / MACK,2015
  • Luigi Ghirri :Thought Landscape – Silvana Editoriale, 2016
  • Luigi Ghirri : The Map and The Territory – MACK,2018