Julia Margaret Cameron (1815-1879)

Η Julia Margaret γεννήθηκε στην Καλκούτα το 1815. Ήταν μία από τις πολλές αδελφές με το όνομα Pattle, γνωστές για τη γοητεία τους, το πνεύμα και την ομορφιά τους, αν και η Julia ήταν μάλλον η πιο άσχημη. Ο κυβερνήτης της Ινδίας ανέφερε κάποτε ότι η ανθρωπότητα μοιραζόταν σε άντρες, γυναίκες και τους Pattles, ήταν μια κάστα από μόνοι τους. Σπούδασε στην Γαλλία κι επέστρεψε στην Ινδία όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον Charles Hay Cameron το 1838, έναν δικηγόρο 20 χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος είχε λευκή γενειάδα και μαλλιά μακριά που έφταναν μέχρι τη μέση του, τον οποίο αργότερα χρησιμοποίησε ως μοντέλο για τον Merlin (κάτω αριστερά). Μεγάλωσε πέντε δικά της παιδιά, πέντε συγγενών και μια μικρή Ιρλανδέζα, την Mary Ryan, που βρήκε να ζητιανεύει στο Putney Heath. Αργότερα την έβαλε να ποζάρει για ένα σωρό πορτρέτα μεσαιωνικών δεσποινίδων

Αμέσως μετά την συνταξιοδότηση του συζύγου το 1848 μετακομίζουν στο Λονδίνο όπου η Julia ενσωματώνεται στην καλλιτεχνική κοινότητα του Kensington. Το 1863 ήταν η καθοριστική χρονιά, όταν η κόρη και ο γαμπρός της τής χαρίζουν μια φωτογραφική μηχανή ως δώρο γενεθλίων. Η Julia Margaret Cameron δεν είχε πιάσει φωτογραφική μηχανή στα χέρια της μέχρι τότε. Από την πρώτη στιγμή όμως που της την έδωσαν για να δοκιμάσει, δήλωνε ότι κάνει Τέχνη με κεφαλαίο Τ, παρόλα τα λάθη και τις αδέξιες δοκιμές. Οι κακόβουλες κριτικές που την κατηγορούσαν ότι οι χαρακτηριστικές ονειρικές εστιάσεις της δεν ήταν παρά τεχνική ανεπάρκεια δεν την πτόησαν, τις αγνόησε και τα επόμενα χρόνια κατέγραφε στο ημερολόγιό της όσα θεληματικά και με σιγουριά απαθανάτιζε. Κάπου κατακρίνει μια κυρία που της ζήτησε ένα πορτρέτο έτσι απλά, λες κι έκανε εμπορική συνδιαλλαγή. Η Julia Margaret Cameron θεωρούσε τον εαυτό της καλλιτέχνη. Και ήταν.

Σε ηλικία 48 ετών ξεκινά να φωτογραφίζει και μέσα σε ένα χρόνο γίνεται μέλος της φωτογραφικής εταιρείας του Λονδίνου ενώ μοιράζει άλμπουμ με φωτογραφίες της σε γνωστούς και φίλους. Για έντεκα χρόνια η δημιουργικότητα της Cameron ήταν εκρηκτική. Κι ήταν μια τυχερή γυναίκα: μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στη Βικτωριανή εποχή που το ταλέντο της δεν πνίγηκε στα καθήκοντα του σπιτιού. Φυσικά είχε κάθε βοήθεια από το υπηρετικό προσωπικό: η κάμερα ήταν βαριά και τα χημικά που χρησιμοποιούσε ακόμα περισσότερο, έτσι οι υπηρέτες έκαναν όλα τα χαμαλίκια. Η Marta Weiss που επιμελήθηκε την έκθεση της Cameron στο Victoria and Albert Museum με αφορμή τα 200 χρόνια από την γέννηση της, γράφει ότι σε αρκετές φωτογραφίες φαίνεται ένα αδέσποτο χέρι στο κάδρο να κρατάει την κουρτίνα. Όσο για την υπηρέτρια που είχε εκείνη την εποχή, τη Mary Hillier, έγινε το μοντέλο σε αρκετές από τις φωτογραφίες της. Στο απόγειο της δόξας της, το 1875, μετακομίζει με την οικογένεια της στην Κεϋλάνη. Έτσι αναπάντεχα όπως ξεκίνησε την φωτογραφία ως χόμπι, έτσι ξαφνικά η Julia Margaret Cameron σταμάτησε να δουλεύει πλέον με ζήλο. Η απίστευτη όμως επιτυχία και ζήτηση για τις φωτογραφίες της μέχρι και σήμερα οδηγεί σε ανατύπωση της δουλειάς της και σε σειρά εκθέσεων τόσο στο Λονδίνο, όσο και σε άλλες μητροπόλεις σε όλο το κόσμο.

H Cameron και η Βικτωριανή εποχή

Η Βικτοριανή εποχή (1837-1901) σαν κύριο χαρακτηριστικό της, κατατάσσει την γυναίκα στον ρόλο της νοικοκυράς, της μητέρας, και της συζύγου. Η βασίλισσα Βικτόρια καθιέρωσε κι επικρότησε το μοντέλο καθώς η ίδια αποτελούσε πρότυπο οικογενειακής σταθερότητας και νοικοκυράς, με πολλούς απογόνους. Αν και η Cameron είναι μια γυναίκα που ζει μέσα σε κοινωνία που διακατέχεται από τις παραπάνω αξίες, προσπαθεί να συνδυάσει στις φωτογραφίες της τόσο την εύθραυστη ομορφιά των μοντέλων της μέσα σε ένα ονειρικό συνήθως σκηνικό όσο και μια υπερηφάνεια και εσωτερική δύναμη, μια αποφασιστικότητα στα πρόσωπα τους που μοιάζει ν’ αναδύεται από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που τους επέβαλε η εποχή τους.

Αν και δεν βρίσκει την αναγνώριση από τους σύγχρονους της φωτογράφους, την αγκαλιάζει ο κόσμος της τέχνης γενικότερα καθώς το έργο της, με το θεατρικό στήσιμο των μοντέλων της και την αναπαράσταση θεολογικών, μυθολογικών και λογοτεχνικών μεταφορών, παραπέμπει έντονα στους προ-Ραφαηλίτες ζωγράφους Millais, Rossetti, Holman, Hunt και Watts (δεξιά). Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Αρθουριανές της φωτογραφίες εμπνευσμένες από το έργο του Alfred Lord Tennyson με τίτλο “Idylls of the King” («Τα ειδύλλια του Βασιλιά»). Σημαντικό στοιχείο όμως, πέραν των απλών επιρροών, αποτελεί και το γεγονός ότι διάφοροι προ-Ραφαηλίτες ζωγράφοι ανήκαν στον στενό της φιλικό κύκλο, όπως ο Holman Hunt. Ένας ενδιαφέρον χαρακτηρισμός που δόθηκε στην Cameron ήταν «μια ριζοσπαστική συντηρητική από ασυμβίβαστη καταγωγή» που της προσέδωσαν οι σύγχρονοι της επειδή δεν ενδιαφερόταν για κοινωνικές στατιστικές, κοινωνικές τάξεις, την εργασία των μοντέλων της ή τις λεπτομέρειες στο ντύσιμο τους. Αρνιόταν να επηρεαστεί από στοιχεία όπως εάν το μοντέλο της τύχαινε να είναι κυρία της αριστοκρατίας ή υπηρέτρια, Αγγλίδα ή Ιταλίδα, κοινωνική ή απρόσιτη – εκείνο που έβλεπε ήταν το ιδεώδες που έκρυβε μέσα του το μοντέλο. Η απάντηση της Cameron στην ομορφιά ήταν τόσο εκκεντρική και ακραία, σχεδόν σαν πολιτική δήλωση. Ήταν όμως αληθινά μια πολιτική δήλωση, μια δημοκρατική κατακραυγή στο αριστοκρατικό κατεστημένο ή απλώς έβλεπε τα θέματα της με μια διαφορετική ματιά, σαν παραμύθι παρμένο από την πραγματικότητα; Στο γυάλινο θερμοκήπιο της φωτογράφου, η Σταχτοπούτα μεταμορφωνόταν σε πριγκίπισσα όπως συχνά συνέβαινε με την υπηρέτρια της Mary Hillier, γνωστή στη περιοχή σαν Mary Madonna. Επιπλέον, δείγματα της δουλειάς της αποτελούν μεταξύ των άλλων τα πορτραίτα με τους Βικτοριανούς χαρακτήρες των Thomas Carlyle, Charles Darwin, A.L.Browning και Tennyson (κάτω δεξιά).

Μετατρέποντας ένα παλιό κτίσμα, με τ’ όνομα “Dipola Lodge” στο Βρετανικό νησί Wight, σε στούντιο και σκοτεινό θάλαμο δημιούργησε μια σειρά από φωτογραφίες όπου φίλοι, υπηρέτες, συγγενείς, και διάσημοι καλλιτέχνες παίζανε τους ρόλους που εκείνη τους ζητούσε (στις μέρες μας λειτουργεί ως μουσείο και καλλιτεχνικός χώρος). Εκεί η Cameron φιλοξένησε όλη την αφρόκρεμα της εποχής. Η μέθοδος εργασίας (υγρό κολλόδιο) απαιτούσε την χρήση αρνητικών και υγρές γυάλινες πλάκες όταν το κολλόδιο ήταν ακόμη υγρό. Το νερό χρειαζόταν να το παίρνουν από το διπλανό πηγάδι και συχνά έπρεπε να χρησιμοποιούν εννέα δοχεία ανά λήψη. Το δε αρνητικό έπρεπε να ζεσταθεί προσεκτικά μπροστά στην φωτιά ενώ στην συνέχεια διάφορα υγρά εμφάνισης διαδέχονταν το ένα το άλλο καθώς η ίδια τεχνική επαναλαμβανόταν αρκετές φορές. Αν και η διαδικασία με τα αρνητικά ήταν αρκετά χρονοβόρα όσο και κουραστική, για την εκτύπωση η Cameron χρησιμοποιούσε έτοιμο προπαρασκευασμένο χαρτί ακολουθώντας τη μέθοδο που ανακάλυψε το 1851 ο Archer, δίνοντας στο τελικό αποτέλεσμα λεπτομέρεια, βελτίωση των μεσαίων τόνων και μεγαλύτερη ακρίβεια. Δυστυχώς η μέθοδος άφηνε μια βαριά δυσοσμία λόγω του κολλοδίου και μαύρους λεκέδες στα χέρια και στα ρούχα γεγονός που ευθύνεται για το παρωνύμιο «μαύρη τέχνη».

Οι φωτογραφίες της Cameron θεωρούνται και παραμένουν «παγκοσμίως τα πρώτα κοντινά πλάνα» και ειδικά τα γνωστά πορτραίτα των Βικτοριανών κυριών. Άλλωστε εκείνα που την καθιέρωσαν στον χώρο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας είναι τα πορτραίτα της. Γεμάτα από ρομαντική διάθεση αποπνέουν μια εξαιρετική εσωτερικότητα και ψυχολογική φόρτιση καθώς η φωτογράφος τραβάει κοντινά πλάνα, και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην λεπτομέρεια (συχνά με περιφερειακό θόλωμα) και στον δραματικό φωτισμό. Η δουλειά της μας φέρνει στο μυαλό μια πικτοριαλιστική εντύπωση, όπως το βρίσκουμε στο “Camera Work” του Alfred Stieglitz. Οι ομοιότητες δεν είναι καθόλου τυχαίες καθώς ο Stieglitz επανέφερε τις ξεχασμένες φωτογραφίες της Cameron στην επικαιρότητα κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, γοητευμένος από το στυλ της που και ο ίδιος κατόπιν υιοθέτησε. Αναμφισβήτητα, οι προσπάθειες της Cameron και η επιτυχία της στην ψυχολογική διείσδυση, της «αναζήτησης του εσωτερικού πνεύματος» όπως έλεγε χαρακτηριστικά, παραμένουν δεκαετίες μπροστά από την εποχή της. Η Cameron επεδίωξε με την δουλειά της να αγγίξει και να παρουσιάσει φωτογραφίες με την αίσθηση της πλαστικότητας ενός πίνακα και με επίκεντρο την έκφραση του συναισθήματος παρά του γεγονότος. Η θέση της στην καλλιτεχνική κοινωνία της εποχής την έφερε σε επαφή με τον Oscar Gustav Rejlander, από τον οποίο θέλησε ν’ αποκομίσει τις τεχνικές του γνώσεις όταν ο τελευταίος επισκέφτηκε το νησί Wight το 1863. O Pejlander, ζωγράφος που τον κατέκτησε η φωτογραφία, έστηνε τις φωτογραφίες του με τον ίδιο τρόπο που θα έστηνε έναν πίνακα ζωγραφικής. Όντας στη μόδα αυτό το στυλ, η Cameron το χρησιμοποίησε και προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, έτοιμη να δείξει πως ακόμα και τα θρησκευτικά θέματα μπορούν να μεταφερθούν σε φωτογραφίες με παρόμοιο τρόπο. Η αλληγορία κυριαρχεί στα θέματα της και κατευθύνει την σκηνοθεσία και το στήσιμο της κάθε φωτογραφίας. Για παράδειγμα, η φωτογραφία “Leonara” (1847) βασισμένη στο ποίημα του Gottfried Bilger χειρίζεται το θέμα ενός αμαρτωλού έρωτα παρουσιάζοντας τη μάχη ανάμεσα στις επιθυμίες της σάρκας και στην αγνότητα του πνεύματος. Αργότερα, στο “The Kiss of Peace” (δεξιά), μια άλλη παρθένα καταφέρνει με μεγαλύτερη επιτυχία να ισορροπήσει και να συνδυάσει τους πειρασμούς της σάρκας και την ευφορία της πίστης και του πνεύματος. Η επιτυχία της Cameron ίσως να οφείλεται στο γεγονός πως αν και διάλεγε να αναπαραστήσει δύσκολα θέματα σχετικά με τη διαμάχη της ηθικής και της θρησκείας με τις συχνές αμαρτωλές επιθυμίες της σάρκας, η φωτογράφος έδειχνε αυτοπεποίθηση και ερμήνευε τα πάντα με τον δικό της προσωπικό τρόπο.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι φωτογραφίες που ξεχώρισαν είναι εκείνες των γυναικών της εποχής καθώς πέρα από την φυσική τους ομορφιά, την εξυπνάδα και το πνεύμα προβάλλουν άψογα την συναισθηματική φόρτιση και στοιχεία του χαρακτήρα του κάθε μοντέλου, δοσμένα με τεχνικές λεπτομέρειες όπως επαγγελματική χρήση του φωτισμού και προεπιλεγμένη εστίαση. Οι γυναίκες της Cameron δεν χαμογελούν. Η πόζα και το στήσιμο τους παραπέμπουν σε θλίψη, παραίτηση, σοβαρότητα και αγάπη που είναι συνήθως πονεμένη, χαμένη. Αν τα πρόσωπα μπορούσαν να μιλήσουν μάλλον θα έλεγαν πώς είναι έτοιμα να υποστούν το χειρότερο που τους επιφυλάσσει η μοίρα. Ίσως και να ισχύει αυτό αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες ζωής των γυναικών επί Βικτοριανής εποχής.

Η φωτογραφία όμως που δημιούργησε ιδιαίτερη εντύπωση παραμένει η “Iago : Study from an Italian”. Κατ’ αρχάς, λόγω της καταπληκτικής ομοιότητας της με τον πίνακα του Domenico Fetti που αναπαριστά τον Χριστό με χαμηλωμένα μάτια, αλλά κυρίως γιατί η Cameron δίνει την προσωπική της ερμηνεία ενός ανθρώπου σε μεγάλο πνευματικό και ψυχολογικό πόνο. Η δε χαμηλωμένη ματιά του δηλώνει παραίτηση και η έλλειψη κηλίδων αίματος από το ακάνθινο στεφάνι δίνει καλλιτεχνική διάσταση στο μαρτύριο του εικονιζόμενου. Γενικά το έργο της Cameron βασίστηκε στις αρχές της δεύτερης γενιάς των προ-Ραφαηλιτών ζωγράφων, όπως του Edward Burne-Jones που σταδιακά ακολούθησε τον Συμβολισμό και χαρακτηριστικά έλεγε για την δουλειά του: “Αυτό που εννοώ με μια εικόνα είναι ένα όμορφο ρομαντικό όνειρο, ή ίσως κάτι που δεν υπήρξε ούτε και θα υπάρξει ποτέ, μέσα σε ένα μαγικό φωτισμό και σε έναν χώρο που δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει”.

Αν και η Cameron ήταν μια γυναίκα σε μια εποχή που οι γυναίκες διέπρεπαν σαν νοικοκυρές και μητέρες, κατάφερε όχι μόνο να ξεχωρίσει αλλά και να διαπρέψει ως καλλιτέχνης, αν και δυστυχώς δεν είχε τις χρηματικές απολαβές που περίμενε. Επιστρέφοντας στην Κεϋλάνη το 1875, εξαιτίας μεγάλης οικονομικής καταστροφής, σταμάτησε να ασχολείται με την φωτογραφία με τον ίδιο ζήλο. Πηγές λένε ότι πέραν των δυσκολιών να βρει τα απαραίτητα χημικά, των υψηλών θερμοκρασιών που επιδείνωναν τα τεχνικά προβλήματα, πιθανότατα η φτώχεια και το χρώμα των ντόπιων να μην είχαν ίδιες επιδράσεις στην φαντασία της και στην μεταφορά των Βικτοριανών θεμάτων που έμοιαζαν τόσο μακρινά από την καθημερινότητα της Κεϋλάνης.

Οι λίγες φωτογραφίες των ψαράδικων χωριών της Καλουτάρα είναι τόσο διαφορετικές από τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στην Αγγλία. Αυτή η εξαιρετική γυναίκα ίσως να ξεχώρισε γιατί δεν ήταν μια τυπική Αγγλίδα της εποχής της αλλά όποιος και να είναι ο λόγος, παρέμεινε στην ιστορία της φωτογραφίας σαν μια από τους Old Masters of Photography («παλιούς αριστοτέχνες της φωτογραφίας»), καταφέρνοντας να μετατρέψει τις υψηλές τέχνες της εποχής της σε φωτογραφίες με την προσωπική της σφραγίδα.

 

Πηγές:

  • Άννα Ευσταθιάδου : Julia Margaret Cameron – Περιοδικό Φωτογράφος, 2003
  • Julia Margaret Cameron : A Biography / Phaidon, 2001
  • Mike Weaver : Julia Margaret Cameron 1815-1879 / Herbert, 1984
  • The Pre-Raphaelite Lens / Lund Humphries, 2010