Wols (1913-1951)

Κείμενο: Ε. X. Γονατάς

Ο Alfred Otto Wolfang Schulze, γνωστός σήμερα σε όλον τον κόσμο με το όνομα Wols —όπως άρχισε υστέρα από το 1937 να υπογράφει τα σχέδια και τούς πίνακές του— γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1913 στο Βερολίνο. Έζησε όμως τα παιδικά του χρόνια στη Δρέσδη, μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του Elfriede (1911) και τον μικρότερο αδελφό του Helmut (1915), στο αυστηρό άλλα εκλεπτυσμένο και ανοιχτό στις επιστήμες και τις τέχνες περιβάλλον μιας παλαιάς πλούσιας μεγαλοαστικής οικογένειας Διαμαρτυρομένων. Η Δρέσδη —απ’ όπου καταγόταν η οικογένειά του και στην οποία εγκαταστάθηκαν το 1919, όταν ο πατέρας του έγινε καγκελάριος της Σαξονίας— είχε εξελιχθεί μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε αρκετά σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο, ικανό να διεγείρει τις δημιουργικές και εκφραστικές ανησυχίες μιας πρώιμα ώριμης και οξύτατα ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας, όπως του νεαρού Wols. Στην Ακαδημία της Δρέσδης δίδασκαν καθηγητές ζωγραφικής σαν τον Kokoschka και τον Otto Dix πού εξέφραζαν το νεωτεριστικό και ανανεωτικό πνεύμα της εποχής. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης παρουσίαζε ένα ευρύτατο δείγμα των νέων καλλιτεχνικών τάσεων, και οι ιδέες του Bauhaus, του περίφημου σχολείου-εργαστηρίου εφαρμοσμένης πρωτοποριακής τέχνης, έπνεαν από τη γειτονική Βαϊμάρη και το Dessau. Το 1926 στην Ακαδημία της Δρέσδης οργανώθηκε Διεθνής Έκθεση Τέχνης, πού περιελάβανε έργα του Paul Klee και τού Vassily Kandinsky.

Η μητέρα του Wols, η Eva Battmann, γυναίκα αυστηρών αρχών, φαίνεται πώς, παρ’ όλη την καλή της θέληση, δεν πολυκατάλαβε ποτέ την ιδιόρρυθμη καλλιτεχνική φύση του γιου της. Αυτό προκύπτει άλλωστε από το ημερολόγιό της, όπου καταγράφει —από τη μέρα τής γέννησής του— με πολλές λεπτομέρειες τις παρατηρήσεις και τις κρίσεις της για το χαϊδεμένο της παιδί. Ο πατέρας του, Alfred Schulze, κορυφαίος κρατικός λειτουργός, διακεκριμένος νομομαθής, πού είχε συνεργαστεί στην κατάρτιση του Συντάγματος της Βαϊμάρης του 1918, και πού το 1919 ανακηρύχθηκε καγκελάριος της Σαξονίας («ο βασιλιάς δίχως στέμμα», όπως τον αποκάλεσαν), ήταν από τους πρώτους θαυμαστές του Klee και του Kandinsky και αγόρασε τους πρώτους πίνακές τους για το Μουσείο της Δρέσδης. Στο σπίτι του σύχναζαν καθηγητές Πανεπιστημίου, διάσημοι νεωτεριστές αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφοι και μουσικοί. Ο ίδιος ήταν καλός μουσικός, συγγραφέας και διακοσμητής εσωτερικών χώρων. Έγραψε εκτός από πολλές νομικές διατριβές και το βιβλίο «Ελλάδα και Αμερική», μια σύγκριση των πολιτισμών των δύο χωρών και της ιστορίας τους.

Από μικρός ο Wols, προικισμένος με σπάνια ευφυΐα και ευαισθησία, έδειξε ιδιαίτερη κλίση για χίλια δυο πράγματα. Αγαπούσε την έξοχή, τα ζώα, πού τα περιποιόταν με στοργή υποδειγματική, τα βιβλία, τη μουσική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τα ποτάμια, τον Γαλαξία. Ενδιαφερόταν για τη γνώμη των ταπεινών, θαύμαζε την ορθή κρίση τους. Αντίθετα, δεν μπόρεσε ποτέ του να υποφέρει το θόρυβο της κοσμικής ζωής. Είχε πει κάποτε: «Οι άνθρωποι μιλάνε πολύ. Θα ήταν καλύτερα να σώπαιναν όπως τα άλογα… Θα ήθελα να είμαστε δυο άλογα πού καλπάζουν στους δρόμους του Παρισιού, πού καλπάζουν, καλπάζουν, χωρίς να μιλάνε ποτέ».

Η μουσική στους Schulze ήταν οικογενειακή παράδοση. Ο πατέρας του, υστέρα από το πρόγευμα, προτού ξεκινήσει για το γραφείο του, συνόδευε τον πεθερό του (επαγγελματία μουσικό) στις μουσικές του ασκήσεις. Ο Wols ξεκίνησε να μελετάει πιάνο, βιολί και αρμονία από πολύ μικρός. «Άρχισα να παίζω βιολί από τεσσάρων χρόνων», διηγείται λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Wols. «Το σταμάτησα, γιατί έβλεπα πώς θα καταντούσα στα δεκάξι μου χρόνια: με παπαδίστικα ρούχα στην εκκλησία. Δεν υπάρχει στον κόσμο πιο γελοίο, πιο παράλογο θέαμα απ’ αυτό. Φανταστείτε με δεκάξι χρόνων, ρασοφορεμένον, μπροστά σε μια αδελφότητα Διαμαρτυρομένων στο Βερολίνο!».

Σε ηλικία έντεκα χρόνων εξέτρεφε σπανιότατα εξωτικά ψάρια, πού ο ζωολογικός κήπος της Δρέσδης δέχτηκε να τα συμπεριλάβει ανάμεσα στους άλλους τρόφιμους του. Συντηρούσε κάθε λογής ζώα (πού τα ήθελε να είναι και σε ζευγάρια!): κουνέλια, ινδικά χοιρίδια, αμφίβιες σαλαμάνδρες, κάποτε μάλιστα απέκτησε κι έναν ιπποπόταμο.«Μετά την πρώτη του επίσκεψη στο ενυδρείο του Βερολίνου», λέει η μητέρα του, «έμεινε μέρες ολόκληρες ξαπλωμένος χάμω στα δωμάτια, κάνοντας τον κροκόδειλο σερνόταν αργά από το ένα δωμάτιο στο άλλο, άφηνε για λίγο το στόμα του ορθάνοιχτο, ύστερα το ξανάκλεινε, και για ώρες ολόκληρες δεν έβγαζε άχνα. Αναγκαστήκαμε να τού βάλουμε μπροστά του, κάτω στο πάτωμα, λίγα κοκκινογούλια – απλούστατα, είχε γίνει κροκόδειλος…».

Δεκαπέντε χρόνων μαθήτεψε κοντά στον ξακουστό Fritz Busch, διευθυντή της Όπερας της Δρέσδης, πού, ενθουσιασμένος από το ταλέντο του νεαρού Schulze, τον προορίζει για διευθυντή ορχήστρας.«Στη Βαρκελώνη, όταν άκουσα ισπανική μουσική, αποφάσισα να μην ξαναπαίξω ποτέ μου σε συμφωνική ορχήστρα και πούλησα το βιολί μου», εξομολογείται αργότερα ο Wols. Και συνεχίζει: «Ο αυθορμητισμός, η ελευθερία της ισπανικής μουσικής, ιδίως τα τραγούδια flamencos, με έκαναν να καταλάβω πόσο ο Wagner ήταν θωρακισμένος μέσα στη βαριά γερμανική πανοπλία του. Η γερμανική μουσική με καταδυνάστευε. Τότε ένιωσα, για πρώτη φορά, την αυστηρότητα και τη σκληρή πειθαρχία της ορχήστρας. Για ποιο λόγο άραγε οι μουσικοί πρέπει να στέκονται αλύγιστοι στα καθίσματά τους, ντυμένοι κατάμαυρα, με τεντωμένα τα χέρια, περιμένοντας να παίξουν σε ορισμένο κλάσμα του δευτερολέπτου μία και μοναδική νότα μιας σύνδεσης ενός άλλου; Όλοι οι διευθυντές ορχήστρας μοιάζουν με στρατηγούς!».

Τον Ιούλιο του 1929 ο πατέρας του, ο άνθρωπος πού ποτέ δεν άφησε ανικανοποίητη καμία παιδική του απορία, πού δε βαριόταν να δίνει απαντήσεις στα ερωτήματά του για τα άστρα και τη χλόη, πεθαίνει από περιτονίτιδα. Μολονότι οι σχέσεις ανάμεσα στον πατέρα και το γιο, όσο αυτός μεγάλωνε, γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, και προς το τέλος είχαν ενταθεί πολύ, το χτύπημα για τον έφηβο ήταν αβάσταχτο, και δεν συνήλθε ποτέ του από αυτό. «O Wolfgang υπέφερε πολύ από το χαμό τού πατέρα μας», λέει η αδελφή του Elfriede, «σε μια στιγμή μάλιστα πού βρισκόταν σε σύγκρουση μαζί του. Αυτή η σύσταση: “Γίνου ένας εξίσου καλός νομικός σαν τον πατέρα σου”, τον παρακίνησε να κάνει ακριβώς το αντίθετο, και δίχως άλλο γι’ αυτόν το λόγο παράτησε τις σπουδές του, ξελογιασμένος από την μποέμικη ζωή της πόλης…». Πράγματι το ’σκάσε από το σπίτι για λίγον καιρό και πήγε στο Βερολίνο, όπου κατέφυγε σε μια σοφίτα, και ασφαλώς θα πέθαινε της πείνας αν δεν τον βοηθούσαν κάτι θείοι του.

Στο σχολείο μπήκε πολύ νωρίς. Ήταν σκανταλιάρης, μα πονόψυχος. Το 1930, δεκαεφτά χρόνων, τελείωσε τις κολεγιακές σπουδές του άλλα δεν πήρε απολυτήριο, γιατί δεν είχε συμπληρώσει την απαιτούμενη ηλικία. Θα έπρεπε να περιμένει ακόμα έναν ολόκληρο χρόνο. Αρνιέται να το κάνει. Στο μεταξύ η διεύθυνση του κολεγίου δεν τον έβλεπε με καλό μάτι, γιατί είχε προστατέψει έναν Εβραίο συμμαθητή του πού όλοι τον κακομεταχειρίζονταν, κι έτσι διευκολύνεται η απομάκρυνσή του. Εγκαταλείπει το σχολείο.

Το 1931 ανοίγεται για τον Wols μια περίοδος διστακτικών ανιχνεύσεων και αναζητήσεων. Βελτιώνει τις φωτογραφικές του δεξιότητες (ήδη από τα εντεκάμισι χρόνια του, όταν του είχαν κάνει δώρο στις γιορτές των Χριστουγέννων μια φωτογραφική μηχανή, καταγίνεται με τη φωτογραφία). Μαθητεύει στο εργαστήρι της φημισμένης φωτογράφου Genja Jonas και διδάσκεται το ρετουσάρισμα. Γνωρίζεται επίσης με τον μεγάλο φωτογράφο Hugo Erfurth, ο οποίος απορεί με τη μαστοριά του κι ομολογεί ότι δεν έχει τίποτε πια να του διδάξει. Την ίδια εποχή εργάστηκε ως μαθητευόμενος για έξι εβδομάδες στα εργοστάσια Mercedes και διδάχτηκε την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων. Κι εκεί τα προσόντα του αναγνωρίζονται και η εταιρεία τού προτείνει να τον προσλάβει, με δελεαστική για την ηλικία του αμοιβή, άλλα δε δέχεται. Παίρνει επίσης μαθήματα ιστιοπλοΐας. Τέλος, παρακολουθεί στο Ινστιτούτο Afrika της Φρανκφούρτης τις παραδόσεις εθνολογίας του οικογενειακού φίλου, δόκτορα Leo Frobenius, με σκοπό να πάρει μέρος σε μια εκπαιδευτική αποστολή στην Αφρική, όπου λογάριαζε να μελετήσει και να καταγράψει τη μουσική των ιθαγενών. Η μητέρα του όμως ματαίωσε τα σχέδιά του.

Η περίπτωση του Wols ήταν η περίπτωση ενός ανθρώπου ικανού να εκφραστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, και στον οποίο η ζωή πρόσφερε μεγάλες δυνατότητες για θετικές πραγματοποιήσεις. Ο ίδιος το ήξερε πολύ καλά, και στη μητέρα του, πού τον επισκέφθηκε το 1950 στο Παρίσι, μιλώντας για το παρελθόν δήλωσε πώς: «Όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για μένα, όλα όσα θα μπορούσα ή θα ήθελα να κάνω, ακόμη κι αυτά πού κάνω τώρα — μα δεν μπορούσα να κάνουν αλλιώς». Ο Wols ποτέ δεν κατάφερε να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τη νιότη του, από την οποία ξέκοψε ανέκκλητα. Ο ίδιος λέει: «Ύστερα από μια νιότη τόσο δυστυχισμένη, τόσο κουρελιασμένη, πού δεν είχε καμιά ομοιογένεια, βρέθηκα αντιμέτωπος με κάθε λογής προβλήματα, μέσα στην πιο μεγάλη σύγχυση. Ποτέ δεν κατάλαβα τί γινόταν μέσα μου και τί στον περίγυρό μου, παρ’ όλες μου τις προσπάθειες και το χάρισμα της παρατηρητικότητας πού διαθέτω».

Το 1932 πηγαίνει στο Βερολίνο και φοιτά τέσσερις μήνες στο Bauhaus. Σχεδίαζε και ζωγράφιζε από πολύ μικρός, άλλα χωρίς ιδιαίτερη προσήλωση, καθώς το περισκόπιο της ανεξάντλητης περιέργειάς του στρεφόταν ευκίνητα προς τις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Moholy-Nagy, ανακαλύπτοντας στον Wols ένα ζωγραφικό ταλέντο τελείως προσωπικό, τον απομακρύνει από τη διδασκαλία, γιατί πιστεύει πώς η σχολή δεν έχει πολλά να του προσφέρει, τον παρακινεί να ακολουθήσει το δρόμο του, και τον εφοδιάζει με συστατικές επιστολές για τον Ozenfant, τον Arp, τον Leger, τον Miro. Από το 1932 η ζωγραφική γίνεται για τον Wolsτο αντικείμενο μιας μόνιμης αναζήτησης και ανάγκης για έκφραση, μολονότι πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ποτέ του δεν θέλησε να κάνει «τέχνη» με την παραδοσιακή έννοια του όρου, κι ότι αρνήθηκε πεισματικά να κάνει τη ζωγραφική του επάγγελμα, προτιμώντας να ζήσει ως το τέλος την οδυνηρή και πικρή εμπειρία του ανεπάγγελτου ανθρώπου.

Χάρη στα ενδιαφέροντα του ο Wols είχε κατορθώσει να γνωρίσει τις πρωτοποριακές εκφράσεις τής εποχής του και, μ’ αυτό το εφόδιο καθώς και με κάποια συστατικά γράμματα από το δάσκαλό του, αποφασίζει να εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι, πού ήταν κατά βάση συντηρητικό, και να φύγει για τη Γαλλία. Φτάνει στο Παρίσι στις 14 Ιουλίου 1932, χωρίς να ξέρει γαλλικά, και καταλύει στο «Medical Hotel». Έμεινε στον έκτο όροφο από πάνω υπήρχε μια ταράτσα με διάφορα όργανα γυμναστικής, που ο Wols τα χρησιμοποιούσε γιατί του άρεσε να αθλείται. Εκεί ο Wols δεν άργησε να αντιμετωπίσει τις πρώτες σοβαρές δυσκολίες. Ξένος και ιδιόρρυθμος καθώς είναι, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στη θυρωρό πού, εξαγριωμένη και από τις ταχτικές και παρατεταμένες απουσίες του, τον καταγγέλλει στην Αστυνομία, ως ύποπτο υποκείμενο, για χρήση ναρκωτικών και για κατασκοπεία. Η καταγγελία αυτή θα αποτελέσει τη βάση για όλες τις άλλες πού θα ακολουθήσουν αργότερα και θα προστεθούν στο φάκελό του.

Στο Παρίσι ζει αποτραβηγμένος, μια μοναχική ζωή, έξω από τους επίσημους καλλιτεχνικούς κύκλους. Θεωρείται πολύ πιθανόν ότι γνωρίστηκε με τον Ozenfant, τον Tzara, τον Giacometti, τον Calder, δεν φαίνεται όμως να σχετίστηκε ιδιαίτερα μαζί τους. Περνάει τις ώρες του σχεδιάζοντας, παίζοντας κιθάρα και βιολί. Ζει έχοντας ως μοναδικό πόρο τα πενήντα μάρκα πού του στέλνει κάθε μήνα η μητέρα του. Δυο φορές τη βδομάδα πηγαίνει στη Meudon με τα πόδια, στο σπίτι τού ζωγράφου Theo van Doesburg για να συνοδεύσει στο βιολί τη Nolly van Doesburg.Τον Φεβρουάριο του 1933 γνωρίζεται με τη Ρουμανίδα Grety Dabija, πρώην γυναίκα του υπερρεαλιστή ποιητή Jacques Baron, πού θα την παντρευτεί αργότερα. Η Grety από τα πρώτα σχέδια πού της έδειξε ο Wols—εκείνη την περίοδο ζωγράφιζε τις «υπερρεαλιστικές» ακουαρέλες του— πείσθηκε για τη σπάνια δύναμη της τέχνης του. Τον προστατεύει, τον βοηθάει, του δίνει άσυλο. Η επίδρασή της αποδεικνύεται αποφασιστική. Στα είκοσι του χρόνια, ο Wols βρήκε κοντά σ’ αυτή τη γυναίκα, πού ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του και είχε ζήσει πάνω από μια δεκαετία στο κέντρο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του Παρισιού, μια απρόσμενη, ανέλπιστη επιβεβαίωση. Από κάθε άποψη η Grety πρέπει να θεωρηθεί σαν μια δύναμη κι ένα κίνητρο πού βοήθησαν το ζωγράφο.

Τον Ιούνιο του 1933 ο Wols πηγαίνει στη Γερμανία για να πάρει το μερίδιό του από την πατρική κληρονομιά, δε μένει όμως πολύ γιατί το ναζιστικό κλίμα του προκαλεί απέχθεια. Επιστρέφοντας στη Γαλλία κουβαλάει μαζί του ένα αυτοκίνητο, μια κινηματογραφική μηχανή προβολής και άφθονο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό. Σκοπεύει να ταξιδέψει στη μεσημβρινή Γαλλία και να οργανώσει υπαίθριες παραστάσεις με έναν «περιοδεύοντα κινηματογράφο», σχέδιο βέβαια χιμαιρικό —αφού δεν είχε άδεια εργασίας— στο οποίο εναντιώνεται η Grety, πού προτιμά να ταξιδέψουν στην Ισπανία. Εμπιστεύεται τότε ένα σοβαρό χρηματικό ποσόν σε κάποιον νεαρό συνταξιδιώτη του, ο οποίος όμως κρίνει τελικά προτιμότερο να το κρατήσει για τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν ξαναφτάνει στο Παρίσι απένταρος, και για να τα βγάλει πέρα παραδίδει μαθήματα γερμανικής.Παράλληλα επιδίδεται σε έρευνες γύρω από τίς υπέρυθρες ακτίνες, φωτογραφίζοντας το Παρίσι πού ανακαλύπτει: τοίχους ρημαγμένους και λεπρούς, τις όχθες και τα ποταμόπλοια του Σηκουάνα, τα ρυμουλκά με τους γερανούς, μοναχικούς ψαράδες, κλειστά καφενεία με τις αδειανές καρέκλες τους στα πεζοδρόμια, clochards που κοιμούνται έχοντας για προσκέφαλο ένα τσουβάλι. Σε αυτή την εκλογή των θεμάτων, όπου η «γραφικότητα» —με τη στενή έννοια της λέξης—απουσιάζει πλήρως, τον οδηγεί αποκλειστικά και μόνο η έλξη πού νιώθει για τις κρυφές εκείνες λεπτομέρειες του Παρισιού και τις μορφές ύπαρξης πού μόλις έχει ανακαλύψει. Αυτό πού τον ενδιαφέρει στην εικόνα του κόσμου είναι η κίνηση, ο ρυθμός· φωτογραφίζοντας «στιγμές σε κίνηση» επιδιώκει να επισύρει την προσοχή στην ελευθερία και την περιπέτεια πού μπορούν να ξεπροβάλουν άμεσα —δίχως μεσολάβηση και χωρίς παραμόρφωση— μέσα στο δρόμο, με την παρουσία των δεδομένων τής πραγματικότητας. Για τον νεαρό φωτογράφο ο φακός αποτελεί ένα μέσο έκφρασης της πολύπλευρης προσωπικότητάς του. Οι φωτογραφίες αυτής της περιόδου του Wols χαρακτηρίστηκαν από τον Η. van Loon, σε άρθρο του πού δημοσιεύτηκε στην ολλανδική επιθεώρηση Film Ligaτο το 1932, «σημαντικές και πλούσιες σε νόημα».

Τα σχέδια για τον «περιοδεύοντα κινηματογράφο» εγκαταλείπονται, κι ο Wols με την Grety φεύγουν στην Ισπανία. Τον Νοέμβριο του 1933 βρίσκονται στη Βαρκελώνη. Ένα γράμμα της μητέρας του, υπαγορευμένο από τις ναζιστικές αρχές, τον πληροφορεί πώς από δω και μπρος δε θα μπορεί πιά να τού στέλνει το επίδομά του, εκτός και αν αποφάσιζε να γυρίσει στη Γερμανία για να κάνει τη θητεία του, της υποχρεωτικής εργασίας. Αρνιέται. Στις 15 Νοεμβρίου, με τη βοήθεια ενός φίλου του Miro, του κεραμουργού και κριτικού τέχνης Artigas πού τους πληρώνει το ναύλο του πλοίου, επιβιβάζονται για την Ibiza, όπου ελπίζουν να έχουν λιγότερα έξοδα κι όπου μένουν όλο το 1934. Το πρώτο διάστημα της διαμονής τους κυλάει σχετικά χωρίς μεγάλες στενοχώριες. Ο Wols δοκιμάζει να κάνει το φωτογράφο, τον οδηγό ταξί για τους τουρίστες, με το αυτοκίνητο που είχε πάρει μαζί του, ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει και ζωγραφίζει ακουαρέλες. Η Grety ξενοράβει, πιάνει δουλειά σαν μοδίστρα με μισθό. (Την εποχή της γνωριμίας τους είχε ένα δικό της καπελάδικο στη rue du Bac. Σχεδίαζε κι έφτιαχνε καπέλα και φουστάνια, από το τίποτε, με αξιοθαύμαστη ευκολία και επιδεξιότητα). Το νησί αρέσει στον Wols, νιώθει σχεδόν ευτυχισμένος, Θα ήθελε να μείνουν εκεί. Αντίθετα η Grety κουράζεται και του ζητάει να γυρίσουν στη Βαρκελώνη.

Το 1935 ξαναγυρίζουν στη Βαρκελώνη, όπου όμως αυτή τη φορά τούς περιμένει μεγάλη δυστυχία. Εδώ ισχύουν αυστηρά απαγορευτικά μέτρα εργασίας για τούς ξένους, και ο Wolsγια να κερδίσει το ψωμί τους φωτογραφίζει σκύλους πολυτελείας και μωρά. Καθώς εξ άλλου δε φρόντιζε να κρύβει τα αντιναζιστικά του φρονήματα, γίνεται ο στόχος τής σκληρής εμπάθειας και καταδίωξης των ναζιστικών μελών τού γερμανικού προξενείου. Συντριπτικές αναφορές και καταγγελίες σε βάρος του διαδέχονται η μια την άλλη. Τον κατηγορούν για χρήση ναρκωτικών και για κατασκοπεία, τον εκβιάζουν. Χάνει το αυτοκίνητό του όταν κάποιος αντιπρόσωπος της Γερμανικής Αυτοκινητιστικής Λέσχης τα καταφέρνει και του το αρπάζει, με τη συνενοχή ενός προξενικού υπαλλήλου. Το αυτοκίνητό του μοσχοπουλιέται στην Ανδόρα, ενώ ο Wols δεν έχει χρήματα να ξεπληρώσει τα χρέη του στο Δημόσιο Ταμείο της Βαρκελώνης, που τον κυνηγάει. Η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη όταν η Grety απολύεται από τη δουλειά της και φεύγει το φθινόπωρο του 1935 για να συναντήσει την αδελφή της Gazelle, η οποία μόλις είχε παντρευτεί τον Marcel Duhamel και βρισκόταν στην Alpe d’Huez. Λίγες μέρες μετά την αναχώρηση της Grety, ο Wols συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Τα αίτια της φυλάκισής του ποτέ δεν διευκρινίσθηκαν εντελώς. Σε συζήτηση πού είχε ο ίδιος, όταν γύρισε στη Γαλλία, με κάποιο γνωστό του υπαινίσσεται ότι καταδικάστηκε για δήθεν κατοχή ναρκωτικών. Μένει περίπου τρεις μήνες κλεισμένος στις φυλακές. Η πρόθεση των ισπανικών αρχών είναι να τον στείλουν με τη βία πίσω στη Γερμανία.

Τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1935 ο Wols οδηγείται στα γαλλικά σύνορα, πού τα περνάει βουλιάζοντας μέσα στο χιόνι, κάτω από τα πυρά των φρουρών. Δεν είχε πάρει τίποτα μαζί του. Όλες οι ακουαρέλες και τα σχέδια πού είχε ζωγραφίσει στην Ισπανία χάθηκαν οριστικά μέσα στο σάλο των τελευταίων μηνών. Δεν προλαβαίνει καλά-καλά να φτάσει στο Παρίσι, και η θυρωρός του νέου ξενοδοχείου τον καταγγέλλει στην Αστυνομία για «ξένο ύποπτης συμπεριφοράς». Τον πιάνουν και τον ανακρίνουν. Στο φάκελο που του είχαν ανοίξει οι γαλλικές αρχές, μόλις πρωτοπάτησε το πόδι του στη Γαλλία, έχει προστεθεί τώρα ένας άλλος, τρομερά επιβαρυντικός γι’ αυτόν, φάκελος που διαβιβάστηκε από την Ισπανία. Ο Wols χαρακτηρίζεται ανεπιθύμητος, είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Με την επέμβαση του υπουργού Αποικιών Marius Moutet καταφέρνει να πάρει αναβολή, αλλά κάθε μήνα πρέπει να δίνει το «παρών» στο αστυνομικό τμήμα και να ανανεώνει την προσωρινή άδεια παραμονής του.

Νιώθει σαν ζώο πιασμένο στο δόκανο και δε θα απαλλαγεί ποτέ από αυτή την οδυνηρή εμπειρία. «Τον πιο αγνό άνθρωπο της γης τον σπίλωσαν για πάντα, κι αυτό το σαράκι του κατέστρεψε την υγεία. Έχασε για πάντα τον ύπνο του και την όρεξη για φαΐ», γράφει η γυναίκα του.Ο Wols δεν είχε φύγει από τη Γερμανία για πολιτικούς λόγους, άλλα σε πολιτικούς λόγους οφειλόταν η άρνησή του να γυρίσει στην πατρίδα του. Στην Ισπανία ο Wols είχε χαρακτηριστεί οριστικά πολιτικός φυγάς. Η γερμανική πολιτική αστυνομία, από την άνοιξη του 1934, κατάρτιζε καταλόγους εκπατρισθέντων, τους οποίους χώριζε κατά κατηγορίες: «εγκληματικά στοιχεία, απόδημοι πού δεν είχαν τη γερμανική ιθαγένεια, “διαφθορείς και εγκληματίες μαρξιστές” και, τέλος, “τρομοκρατημένοι πολίτες” που η προπαγάνδα των κομμάτων του προηγουμένου συστήματος τους είχε εξαναγκάσει να φύγουν πέρα από τα σύνορα, άλλα πού η επιστροφή τους δε θα συναντούσε κανένα εμπόδιο, εφόσον θα ήταν πρόθυμοι να προσχωρήσουν τίμια και σοβαρά στη νέα εθνική κοινότητα». Πολιτικοί φυγάδες χαρακτηρίζονταν όχι μόνον εκείνοι πού είχαν εγκαταλείψει για πολιτικούς λόγους το έδαφος του Reich, μετά την 1η Ιανουάριου 1933, άλλα επίσης και εκείνοι που είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία πριν από την ημερομηνία αυτή εν αναμονή μεταβολής του πολιτικού καθεστώτος. Η πρωσική μυστική αστυνομία λοιπόν μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει τον Wols ως πολιτικό φυγάδα εναντίον του οποίου έπρεπε να ληφθούν μέτρα. Το 1937 του έγινε, μέσω του προξενείου, κάποια πρόταση να συνεργαστεί στον γερμανικό κινηματογράφο, που την απέρριψε.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες και πιέσεις η ζωή του εξόριστου Wols στο Παρίσι ήταν εξαιρετικά δύσκολη και αβέβαιη. Και γινόταν ακόμα πιο δύσκολη, γιατί δεν είχε άδεια εργασίας άλλα ούτε καν ταυτότητα θεωρημένη κανονικά. Οι φάκελοι της γαλλικής Αστυνομίας τον είχαν κατατάξει στους ύποπτους ξένους, στους οποίους οι αρχές —απηχώντας τη μεγάλη τότε εχθρότητα της κοινής γνώμης προς όλους τους ξένους, εχθρότητα πού οφειλόταν στην επίμονη οικονομική κρίση και την ανεργία πού μάστιζαν τη χώρα— θα μπορούσαν να αρνηθούν τη χορήγηση ταυτότητας. Παρ’ όλα αυτά ο Wols εξακολουθεί να σχεδιάζει, να ζωγραφίζει, να φωτογραφίζει —σκέφτεται μάλιστα να δοκιμάσει καινούργιες τεχνικές δυνατότητες του φωτογραφικού του υλικού—, δεν προσπαθεί όμως να πουλήσει παρά μονάχα φωτογραφίες, και το πετυχαίνει συνήθως, όταν πρόκειται για ανώδυνα θέματα, όπως λ.χ. τα «Τέσσερα γατιά μέσα σε ένα καλάθι» ή τη «Γυναίκα με το παιδί της», την πιο ειδυλλιακή φωτογραφία του, που δημοσιεύτηκε στην εικονογραφημένη επιθεώρηση Regards.

Τον Φεβρουάριο του 1937 εκθέτει με το πραγματικό του όνομα μια σειρά φωτογραφίες στην Galerie dela Pleiade. Η έκθεση δεν είχε απήχηση. Η Grety εργάζεται ως μοντελίστ στου Lanvin. Και να πού ξαφνικά η επιτυχία έρχεται εκεί που δεν το περίμενε. Του προτείνουν να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα τις φωτογραφίες για το «Περίπτερο Μόδας», στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού που ανοίγει τον Μάιο. Διορίζεται επίσημος φωτογράφος του «Περιπτέρου» κι εργάζεται τη νύχτα με τον Paolo, τον νεαρό γιο του Picasso, τραβώντας χιλιάδες φωτογραφίες, από τις οποίες σώζονται καμιά διακοσαριά. Με την ευκαιρία της Έκθεσης καθιερώνεται και το καλλιτεχνικό του όνομα Wols. Έως τότε υπέγραφε ακόμη με το οικογενειακό του, άλλοτε ως Wolfgang Schulze και άλλοτε ως Wolf Schulze.

Μετά την επιτυχία που σημείωσε η εργασία του στην Έκθεση, ο Wols παίρνει πολλές, απανωτές παραγγελίες. Εξακολουθεί να φωτογραφίζει το Παρίσι, άλλα μια μεταμόρφωση παρατηρείται στον τρόπο με τον όποιο ο καλλιτέχνης βλέπει τώρα την πόλη. Η ματιά του περιορίζεται, στενεύει, στέκεται σε μικρά αποσπάσματα, σε θέματα δίχως «θέλγητρο». «Σπανίως ένα αντικείμενο είναι δυσάρεστο… Πρέπει να γνωρίσουμε την ασχήμια, για να αντιληφθούμε την ομορφιά…», γράφει ο ίδιος στις σημειώσεις του. Έτσι ο κόσμος των μικρών πραγμάτων, τα ακαλαίσθητα και ασήμαντα μικρά αντικείμενα αποσπούν τώρα την προσοχή του. Οι φωτογραφίες αυτής της περιόδου μαρτυρούν την ολοένα αυξανόμενη αδιαφορία του καλλιτέχνη για την ιστορία του εξωτερικού κόσμου. Ο Wols στρέφεται προς το σκυθρωπό Παρίσι, προς τη σκιά, το ρυάκι, την παρακμή. Αφήνει κατά μέρος τις ανθρώπινες υπάρξεις, τουλάχιστον τις δραστηριότητες και τα πρόσωπά τους: ο δρόμος και η πόλη αντανακλούν συναισθήματα.

Την εποχή αυτή γνωρίζεται με τον Andre Gide και το φίλο του Marc Allegret. Ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία, ιδίως την κινεζική, διαβάζει άπληστα τον Edgar Poe και τον Lautreamont, τον Faulkner και τον Christian Morgenstern, θαυμάζει τον Chaplin, τον Gandhi και τον Einstein (πού του μοιάζει τόσο πολύ, ώστε σε κάποια διάλεξη τον πέρασαν ότι ήταν γιος του), παίζει ώρες στο μπάντζο του Μπαχ, ερμηνεύοντας την chaconne σε ρυθμό τζαζ, σε απίστευτα γοργό ρυθμό.Το 1938 ο Wols και η Grety μετακομίζουν σε άλλο σπίτι, κοντά στο νεκροταφείο Montparnasse. Ο Wols ζωγραφίζει ακουαρέλες και φωτογραφίζει πρόσωπα κυρίως. Στο λεύκωμα των πορτραίτων του περιλαμβάνονται ο Max Ernst, ο Roger Lecomte, ο Jacques Prevert, ο Rafael Alberti, ο Malkine, πολλοί ηθοποιοί του θεάτρου «Gaston Baty», ο τραγουδιστής Mouloudji, ο ίδιος και άλλοι.

Με το ξέσπασμα του πολέμου αρχίζει για τον Wols μια νέα μακρά περίοδος δοκιμασιών, ταλαιπωριών και περιπλανήσεων. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα Πέμπτη, οι άρρενες εμιγκρέδες που βρίσκονταν σε γαλλικό έδαφος, ηλικίας από 15 μέχρι 50 ετών, διατάχτηκαν —με επίσημες ανακοινώσεις στον Τύπο—να παρουσιαστούν αμέσως σε διάφορα κέντρα συγκεντρώσεως. Στο Παρίσι, κέντρο συγκεντρώσεως είχε οριστεί το στάδιο Roland Garrosστις κερκίδες του ο Wols θα ζήσει μια εβδομάδα. Εκεί θα συναντήσει και τον Max Ernst. Κλεισμένος, μαζί με εκατοντάδες άλλους, σε βαγόνια προορισμένα για τη μεταφορά ζώων, θα τραμπαλίζεται από το ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο άλλο, διασχίζοντας ολόκληρη τη Γαλλία: Από το Παρίσι στο Vierzon και το Montagris— στην περιοχή της Ορλεάνης. Από το στρατόπεδο Les Mille—στην Aix-en-Provence— στο στρατόπεδο Saint-Nicolas, κοντά στη Nimes. Στα στρατόπεδα ο Wols απέκτησε τη συνήθεια να πίνει, συνήθεια πού τον κυρίεψε και του έγινε πάθος για την υπόλοιπη ζωή του.

Την ίδια εποχή παίρνει την οριστική απόφαση να αφιερωθεί στη ζωγραφική, και την εκφράζει με τις μικρές ακουαρέλες και τα σχέδια που έφτιαχνε τις ατέλειωτες νύχτες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου έμεινε κλεισμένος τους πρώτους δεκατέσσερεις μήνες του πολέμου, χρησιμοποιώντας τετράγωνα χαρτάκια, όχι μεγαλύτερα από την παλάμη του. «Διηγούμαστε τις μικρές γήινες ιστορίες μας σε μικρά κομματάκια χαρτί… Η έκταση της παλάμης είναι ιερή… Πρέπει να περιορίσουμε ακόμα περισσότερο το διάστημα…», γράφει. Από τότε η ζωγραφική κυριαρχεί στη ζωή του. «Αυτό πού κάνουμε, το κάνουμε γιατί δε γίνεται να μην το κάνουμε».

Ένας συγκρατούμενος του Wols τον περιγράφει όπως τον είδε στο στρατόπεδο: «Κάθε πρωί εμφανιζόταν στο προσκλητήριο —αν είχε ξυπνήσει στην ώρα του— ένας νέος άντρας καμιά εικοσαριά χρόνων, μέτριου αναστήματος, με φαρδείς ώμους.Το ωχρό πρόσωπό του με την πολύ μικρή μύτη ήταν πλαισιωμένο από μια ξανθοκόκκινη αχτένιστη γενειάδα,δεν είχε σχεδόν καθόλου δόντια. Μισόκλεινε τα μάτια του, αιωνίως ερεθισμένα, κατακόκκινα από το πολύ πιοτό και τον καπνό το πρόσωπό του είχε μια έκφραση δυσπιστίας, άλλαζε όμως όψη κι έκανε κωμικούς μορφασμούς όταν χαμογελούσε. Φορούσε ένα μπαμπακερό παντελόνι όλο λεκέδες κι ένα βελούδινο καφετί σακάκι. Στο κεφάλι ένα μικρό μαύρο καπέλο με έναν αριθμό ιματιοθήκης —αντί για τριαντάφυλλο— στην κορδέλα του. Οι Γάλλοι φύλακες αδιαφορούσαν για τη στολή του. Ονομαζόταν Wolfgang Schulz[e] και ήταν γιος ενός δημοσίου υπαλλήλου της Σαξονίας. Δεν ήθελε να καταταγεί στη χιτλερική νεολαία, το έσκασε από το σπίτι του και μπήκε παράνομα στη Γαλλία. Επειδή ο Schulzfe] δεν είχε ταυτότητα, τον απέλασαν από το Παρίσι. Άλλαξε συνοικία, τον ξαναδιώξανε, όμως αυτός δεν το κούνησε από το Παρίσι, ώσπου τελικά τον έκλεισαν στο στρατόπεδο. Εδώ ένιωθε σαν στο σπίτι του. Δεν είχε ανάγκη από άδεια παραμονής, για πρώτη φορά η παραμονή του στη Γαλλία ήταν νόμιμη! Αυτή η κατάσταση νομιμότητας που προηγουμένως ήταν ανέφικτη, καθώς και το αλκοόλ πού κατεβάζαμε με τις κανάτες στο στρατόπεδο, τον έκαναν να λέει συχνά: “Εδώ είμαστε μια χαρά, εδώ θα μ’ άρεσε να μείνω!”. Παρακάλεσε την Grety να του στείλει ένα κουτί νερομπογιές και άρχισε να φτιάχνει ακουαρέλες. Μας φαινόντουσαν παιδαριώδεις και του είχαμε απαγορεύσει να μας τις δείχνει».

Στις 30 Νοεμβρίου 1940 παντρεύεται την Grety, που ήταν Γαλλίδα υπήκοος, κι έτσι τον ελευθερώνουν. Την ίδια εποχή και για τον ίδιο λόγο η Αμερικανίδα Peggy Guggenheim παντρεύτηκε τον Max Ernst. Μετά το γάμο τους ο Wols και η Grety φεύγουν για το Cassis, ένα ψαροχώρι κοντά στη Μασσαλία, όπου θα ζήσουν όλο το 1941. Ο Wols δε βγήκε από το στρατόπεδο συντετριμμένος, δεν έχει χάσει κάθε ελπίδα. Διαθέτει, από δω και πέρα, ένα στήριγμα στην πορεία του για την πραγμάτωση του εαυτού του: εγγράφει τη μοίρα του στα σχέδια και στις ακουαρέλες που «γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλά του».

Σχεδιάζει, ζωγραφίζει αδιάκοπα, αναπτύσσοντας μια απίστευτη δραστηριότητα. «Δούλευε, συχνά ξαπλωμένος ανάμεσα σε κόσμο, χωρίς να ενοχλείται από την παρουσία κανενός. Προτού στρωθεί στη δουλειά, έκλεινε σιγά τα δυο του μάτια και περίμενε. Αυτό που θα ζωγράφιζε, έλεγε ότι στοιβαζόταν κάτω από το δεξί του βλέφαρο», διηγείται ή γυναίκα του.

Ξαναγυρίζει επίσης στη φωτογραφική του μηχανή. Ανακαλύπτει, ακόμη και στην ερημιά του Cassis, τους clochards, φωτογραφίζει τον αγαπημένο του σκύλο, τον Rip, τις πέτρες —τη μορφή και τη δομή τους—, την ακροθαλασσιά. Ξαπλωμένος στην ακτή, αντίκρυ στη θάλασσα, ο αδρανής άνθρωπος φωτογραφίζει τα ίδια του τα πόδια. Βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στην αληθινή του κλίση: την ήρεμη και στοχαστική ζωή, την ακινησία, τη μελέτη του εαυτού του. Πλουτίζει τη συλλογή του με όστρακα, με βότσαλα, με παράξενες πέτρες που μαζεύει από το γειτονικό νταμάρι, ακόμα και με ολόκληρους κυβόλιθους που τούς ξεκολλάει από το λιθόστρωτο των δρόμων.

Τα οικονομικά των Wols είναι άθλια. Επιζούν χάρη σε ένα μικρό βοήθημα που τους στέλνει η «Διεθνής Αμερικανική Επιτροπή» της Γενεύης. Σχεδιάζουν να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Η Grety, μέσω της Cay Boyle, μιας Αμερικανίδας που εργαζόταν στο «Κέντρο Βοήθειας Fry» της Μασσαλίας, στέλνει μερικές ακουαρέλες του Wols στην Αμερική. (Θα εκτεθούν το 1942 στην Galerieτης Betty Parsons). Επίσης με τον Andre Breton και τον Andre Masson, που έφευγαν για την Αμερική, στέλνει και δεύτερη σειρά ακουαρέλες. Ο Wols εμπιστεύεται σε φίλους, που ετοιμάζονται να πάνε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα curriculum vitae γραμμένο με το χέρι του στα αγγλικά, στο οποίο κάνει μνεία και για το σχέδιό του, το «Τσίρκο Wols», που δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί, και το οποίο με τα χρόνια του έγινε έμμονη ιδέα. Οι προσπάθειες όμως για μετανάστευση ναυαγούν. Τη μέρα που έρχεται η έγκριση, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπαίνουν στον πόλεμο.

Τον Νοέμβριο του 1941 οι Γερμανοί περικυκλώνουν τη Μεσημβρινή Γαλλία και τα στρατεύματα Κατοχής πλησιάζουν την περιοχή τους. Ο Wols και η γυναίκα του αναγκάζονται πάλι να απομακρυνθούν. Φεύγοντας ο Wols κουβαλάει μαζί του σε μια βαλίτσα τις πέτρες του, πιο πολύτιμες γι’ αυτόν και από τα έργα του, που τα εγκαταλείπει, και που μόνο η Grety θα σκεφτεί να τα σώσει. Το 1942 εγκαθίστανται στο Dieulefit, ένα χωριουδάκι της Drome, πάνω από το Montel mar. Στα τρία χρόνια που έζησαν εκεί, άλλαξαν κατοικία τρεις φορές. Κάθε φορά όλο και πιο απομονωμένοι, ψηλά στους λόφους. Ο Wols, με ένα βαρύ δισάκι στον ώμο γεμάτο βιβλία, τετράδια με σχέδια και τρόφιμα, και με ένα μπουκάλι ρούμι στην τσέπη, περιοδεύει στα περίχωρα πιάνει φιλίες με τούς απλούς και τραχείς αμπελουργούς, με τούς ανθρώπους των πανδοχείων, παίρνοντας μέρος στις συζητήσεις και τις ιστορίες τους μπροστά σε ένα ποτήρι ρακί, χωρίς ποτέ να τσουγκρίζει, γιατί δεν του άρεσε «το καπηλειό», έλεγε, «είναι το αληθινό σχολείο». Στο Dieulefit ο Wols γνωρίζεται με ένα γείτονά του, πρόσφυγα επίσης, τον Henri-Pierre Roche, που ήταν τότε καθηγητής των αγγλικών, του σκάκι και της πυγμαχίας σε ένα μικτό σχολείο αγοριών και κοριτσιών της Drome. Συνδέεται στενά μαζί του βλέπονται καθημερινά. Συντροφιά οι δύο φίλοι —ακούραστοι οδοιπόροι— έκαναν μακρινούς περιπάτους στην έξοχή. Ο Wols μιλούσε στον Roche για τον Lao-Tseu, που του είχε απέραντο σεβασμό, και για τον Κομφούκιο, πού του καθόταν στο στομάχι.

«Μου δάνεισε πολύτιμα βιβλία», γράφει ο Roche, «και μου αποκάλυψε τον Faulkner και τον SartreΕίχε μια λατρεία που όλο και μεγάλωνε για τον Artaud και τον LautreamontΔιακήρυχνε πώς οι Λευκοί είχαν νοθεύσει, είχαν καταστρέψει έναν πάναγνο νέγρικο πολιτισμό. Πώς οι Μαύροι εφάρμοζαν ένα σύστημα αλληλοβοήθειας, επιδέξιο κι ελεύθερο, μέσα στα μεγάλα δάση, πριν από τον ερχομό των Λευκών… Έβρισκε πώς οι πρωτόγονες δοξασίες είναι η ικμάδα του ανθρώπου… Εκφραζόταν δίχως βιασύνη, γνώριζε πολλά πράγματα, είχε μια γνώμη ξεκάθαρη, πάντοτε απλουστευτική, και μεγάλη, ολοζώντανη πνευματική καλλιέργεια…»

Το 1945 ο Roche έπεισε τον Rene Drouin να έρθει στο Dieulefit για να δει τα έργα του Wols. Ο Drouin εντυπωσιάζεται από το παράξενο και προσωπικό ύφος του Wols και προτείνει αμέσως να του κάνει μια έκθεση στην Galerie του, στην πλατεία Vendome. Κάτω από την πίεση της γυναίκας του και του φίλου του ο Wols αποφασίζει να δεχτεί, κι έτσι φεύγει με την Grety για το Παρίσι. Την τελευταία στιγμή πάλι μετανιώνει και παρακαλεί το δικηγόρο Etienne Drugeon να μεσολαβήσει στον Drouin για να ματαιωθεί η έκθεση: «Δε θέλω να γίνω δημόσιο θέαμα!». Η έκθεση που τελικά έγινε τον Δεκέμβριο δεν είχε επιτυχία. Ο Wols δεν εμφανίζεται στα εγκαίνια. Πρωτύτερα όμως, όπως διηγείται ο Pierre Roche, είχε γυρίσει την έκθεση που του είχαν οργανώσει, με τον έμπιστο σκύλο του αγκαλιά, δείχνοντας κι εξηγώντας του ένα-ένα τα έργα του, και θυμίζοντάς του πώς αυτός, μ’ όλο που ήταν σκύλος, τον είχε βοηθήσει, λιώνοντας με τη ζέστη της κοιλιάς του τη σινική του μελάνη, που την είχε κρουσταλλιάσει η παγωνιά.

Ο Wols ως το 1946 ελάχιστα είχε ασχοληθεί με το λάδι, εξ άλλου ποτέ δεν είχε τα απαιτούμενα υλικά, αποστρεφόταν τα σύνεργα της ζωγραφικής. Η Grety διηγείται σχετικά: «Ο Wols σχεδίαζε και ζωγράφιζε από παιδί, αλλά ποτέ δεν είχε υλικά Δεν είχε μουσαμάδες ούτε πινέλα, ποτέ δεν είχε μια παλέτα, ποτέ του ένα καβαλέτο και σπανίως τύχαινε να έχει λίγα σωληνάρια με μπογιές. Το πενάκι του ήταν πάντα σκουριασμένο και το πινέλο του μαδημένο. Οι μουσαμάδες του ήταν παλιοί, ξαναζωγραφισμένοι. Τούς αγόραζε σε τιμή ευκαιρίας από τα παλιατζίδικα». Ο Rene Drouin του δίνει ένα μικρό επίδομα κάθε μήνα, για να αγοράζει μουσαμάδες και χρώματα (που αυτός όμως το εξανέμιζε πολύ γρήγορα — το δωμάτιό του ήταν το πανδοχείο των αστέγων, εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα), τον παροτρύνει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στο λάδι. «Τότε ο Wols, με λύσσα, με ένα είδος αναρχικής μανίας, αρχίζει να πετάει τα χρώματα στο μουσαμά, να τον σκεπάζει με πιτσιλιές, να κάνει λεκέδες — να ξερνάει τη μεγάλη αηδία του», γράφει η Grety.

Τον Μάϊο-Ιούνιο του 1947 οργανώνεται στο Παρίσι, στην Galerie Rene Drouin, έκθεση με σαράντα λάδια του Wols, που τα είχε ζωγραφίσει μέσα σε ένα χρόνο. Ο Wols, με τούς πίνακες αυτούς, θεμελίωνε με μιάς ένα εντελώς νέο είδος ζωγραφικής, που κέρδισε κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας ολόκληρη τη νέα ζωγραφική, κι ονομάστηκε «λυρική αφαίρεση» και «κηλιδισμός». Η έκθεση δεν είχε απήχηση στο κοινό, οι μυημένοι όμως —αν και οι περισσότεροι δεν το κατέθεσαν αμέσως— ένιωσαν συγκλονισμό μπροστά στη ζωγραφική αυτή αποκάλυψη. Ο Wols αρχίζει να γίνεται γνωστός. Ο Sartre ανακαλύπτει στο έργο αυτού του «ραβδοσκόπου της ύπαρξης», όπως αποκαλεί τον Wols, μια ομορφιά που προξενεί φόβο του προσφέρει τη φιλία του και τη διακριτική συνδρομή του (αναλαμβάνει να του πληρώνει το νοίκι του ξενοδοχείου, αναθέτοντας τη λεπτή και αρκετά περίπλοκη αυτή φροντίδα —αν ληφθεί υπόψη ότι ο Wols άλλαζε συνεχώς ξενοδοχείο και διεύθυνση— στον γραμματέα του, τον συγγραφέα Jean Cau). Ο ζωγράφος Faultier τον επισκέπτεται συχνά. Επίσης κι ο ζωγράφος Georges Mathieu, ο οποίος και θα περιγράψει -πολύ αργότερα όμως -ως ένα συνταρακτικό γεγονός τη γέννηση της νέας τέχνης που εγκαινίασε ο Wols με τους πίνακές του, δηλώνοντας: «Μετά τον Wols, τα πάντα πρέπει να ξαναγίνουν απ’ την αρχή».

Ο Wols είχε έρθει στο Παρίσι με την ευκαιρία της πρώτης του έκθεσης, αλλά δεν θα ξαναφύγει πια. Την τελευταία περίοδο της ζωής του την περνάει σε μικρά ξενοδοχεία της Rive Gauche, που τα εγκαταλείπει το ένα μετά το άλλο. Δεν πουλάει ούτε γυρεύει να πουλήσει τα σχέδια και τους πίνακές του. Ζει όλο και πιο έντονα, δεν κοιμάται σχεδόν, δεν τρώει, πίνει μονάχα υπερβολικά. Γυρνάει παντού με το μπουκάλι στην τσέπη. Κάνει μακρινούς, ολονύχτιους περιπάτους στο Παρίσι, συντροφιά με το σκύλο του, και ξαναβρίσκει τους παλιούς φίλους του στη «Rhumerie Martiniquaise». Εικονογραφεί βιβλία του Sartre, του Kafka, του Paul Han, του Artaud. Ξαναγυρίζει όμως πάντα στο πάθος του: το σχέδιο και την ακουαρέλα. Σε εκατοντάδες αριθμούνται τα σχέδια και οι ακουαρέλες του αυτής τής εποχής. Τον Μάϊο τού 1947 εκτίθεται στο Salon des Realites Nouvelles ένας ακόμη μεγάλος πίνακάς του, που αυτή τη φορά αποσπά την προσοχή του κοινού και εντυπωσιάζει τον Giacometti.

Η υγεία του Wols όλο και χειροτερεύει από το πιοτό, τη μιζέρια και την υπερένταση που απαιτεί ένα έργο ταυτισμένο με την ίδια του την ύπαρξη. Ο Sartre γράφει: «Ήταν πεπεισμένος πώς τίποτα δεν μπορεί να εκφράσει κανείς χωρίς να καταστραφεί ο ίδιος… Αυτός ο πρίγκιπας-παρίας ζούσε μέρα-νύχτα τη γόνιμη αυτοκτονία του… Ήταν αιώνιος μέσα στην κάθε στιγμή. Έλεγε πάντοτε, με την πρώτη, τα πάντα — και υστέρα, πάλι απ’ την αρχή, ξανάλεγε τα πάντα με διαφορετικό τρόπο. «Όπως: “τα μικρά κύματα του λιμανιού / πού πάνε κι έρχονται / χωρίς ποτέ να είναι τα ίδια”».

Ο Wols γίνεται όλο και πιο απαισιόδοξος. «Καμιά πρόοδος δεν είναι δυνατή ούτε στη ζωή ούτε στην καρδιά των ανθρώπων… Ο κόσμος δεν παύει να μου το αποδεικνύει», είχε γράψει. «Σήμερα ο Κόσμος μας είναι το Κακό», φωνάζει τον Μάρτιο τού 1947. «το Κακό έγινε η μόνη οικουμενική έκφραση τής εποχής μας. Είμαι Γερμανός, είδα το κακό να ξεκινάει   Γερμανία. Έφυγα μακριά του. Τίποτα το καλό δε βγήκε από αυτό τον πόλεμο εναντίον του χιτλερικού κακού. Ολόκληρη η υδρόγειος σιγά-σιγά διαβρώνεται από την ίδια εξαχρείωση, την ίδια διαφθορά, την ίδια κατάθλιψη που υπήρχαν και στη χιτλερική Γερμανία».

Τον Ιανουάριο του 1948 σπάζει το γόνατό του και μένει τρεις μήνες στο γύψο. Τα τελευταία του χρόνια είναι υποχρεωμένος να περπατάει με μπαστούνι. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να τυφλωθεί από την κατάχρηση του αλκοόλ. Δέχεται, την άνοιξη του 1951, να υποβληθεί σε θεραπεία αποτοξίνωσης στο νοσοκομείο Saint-Antoine. Βγαίνει από το νοσοκομείο με νέες δυνάμεις. Η κατάστασή του είχε καλυτερέψει. Το μπουκάλι με το ρούμι εξαφανίστηκε από την τσέπη του, και δεν κάπνιζε πια παρά μόνο δύο πίπες την ήμερα. Το καλοκαίρι τού 1951, ο Wols με τη γυναίκα του έμειναν ένα διάστημα στο Champigny-sur-Marne. Κι ο Wols, πού πριν από τέσσερα χρόνια είχε πει: «μένω άγρυπνος όλη νύχτα, γιατί μου είναι αδύνατον να αντικρίσω τα αντικείμενα στο φως της ημέρας», τώρα κατέβαινε κάθε πρωί από τα χαράματα στον κήπο, να δει το φως της ανατολής. Πίστευε πως δε θα αργούσε να γιατρευτεί ολότελα.

Πέθανε ξαφνικά την 1η Σεπτεμβρίου 1951 στο Παρίσι, στο ξενοδοχείο Montalembert, από τροφική δηλητηρίαση, φτωχός και χωρίς να προφτάσει να γνωρίσει τη δόξα. Η γυναίκα του διηγείται: «Τον έπιασε άξαφνα, αργά τη νύχτα, μεγάλη πείνα. Έψαξα στο φανάρι. Βρήκα λίγο αλογίσιο κιμά, και του τον έψησα. Τον καταβρόχθισε στο λεπτό. Την επομένη τον πιάσανε πόνοι. Τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Δεν είχαν ακόμη τελειώσει οι διακοπές. Υπήρχε έλλειψη γιατρών. Η κατάστασή του χειροτέρεψε. Πέθανε μεσημέρι στις δώδεκα παρά τέταρτο, με τα μάτια ανοιχτά».

Στο Σημείωμα μετέφερα πληροφορίες και μαρτυρίες για τη ζωή τουWols—πολλές φορές τα ίδια του τα λόγια— που άντλησα κυρίως από τις αναμνήσεις του Henri- Pierre Roche, από τις συνομιλίες της lone Robinson με το ζωγράφο, και από το σημαντικό βιβλίο τουLaszlo Gloser “Wols Photograph”. Από το ίδιο αυτό βιβλίο άντλησα και τις περισσότερες παρατηρήσεις για το έργο του ζωγράφου, πού τις παρέθεσα σχεδόν πάντα αυτούσιες.

Κάποια στοιχεία για το έργο του Wols άντλησα και από τις κριτικές των Will Grohmann και Werner Haftmann. Ανέτρεξα επίσης συχνά και στην προσεχτική εργοβιογραφία του Wols της Ελένης Κασιμάτη. Πολύ με βοήθησαν οι επιστολές που μου είχε στείλει, λίγα χρόνια πριν από το θάνατό της (το 1968), η Eva Schulze Battmann, μητέρα τού ζωγράφου, και οι επιστολές της αδελφής του Elfriede Schulze. Τέλος, πολύ χρήσιμες μου ήταν οι πληροφορίες και υποδείξεις της γυναίκας του Grety Wols, χάρη στις οποίες μπόρεσα να ανασκευάσω κάποιες ανακρίβειες που υπήρχαν σε ένα πολύ παλαιότερο σημείωμά μου για τον Wols, και να εμπλουτίσω το σημερινό με μικρές άγνωστες λεπτομέρειες.

Απέφυγα τη μετάπλαση και την προσθήκη. Η προσπάθειά μου, στο μεγαλύτερο μέρος της, περιορίστηκε και εξαντλήθηκε στην επιλογή και τη συναρμολόγηση στοιχείων.

Ε. X. Γονατάς

 

Από το βιβλίο “Wols: Ποιήματα και Αφορισμοί”, Εκδόσεις στιγμή, 1983.