Σε ένα μάλλον μακρινό παρελθόν, το 1985, όταν τα φωτογραφικά περιοδικά δεν προέβαλαν μόνο τα καινούργια προϊόντα και δεν αναλώνονταν στο να δημοσιεύουν κυρίως τις φωτογραφίες των αναγνωστών τους με πρόφαση τους θεματικούς διαγωνισμούς, ο Σταύρος Μωρεσσόπουλος, εκδότης του περιοδικού ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, εξέδιδε μεταφρασμένη τη γαλλική έκδοση του CAMERA INTERNATIONAL. Για την ιστορία αναφέρω ότι ο Σταύρος είναι ο πατέρας του Μανόλη Μωρεσσόπουλου, που διευθύνει τώρα το Athens Photo Festival (επίσης δημιούργημα του Σταύρου, από το 1988 που καθιερώθηκε ο θεσμός των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης). Στους συντελεστές της ελληνικής έκδοσης βρίσκουμε τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, εκ των ιδρυτών του Φωτογραφικού Κέντρου Αθηνών, ενώ τη μετάφραση επιμελείτο ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης ο οποίος διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φωτογραφικού Κέντρου Σκοπέλου από το 2000 ως το 2005, οπότε και ανέλαβε το Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης.

Με την εξαιρετική επιμέλεια των Γάλλων εκδοτών Claude Nori, Lorenzo Merlo και Gabriel Bauret κάθε τρεις μήνες εξεδίδετο ένα τεύχος στο οποίο περιλαμβάνονταν μικρά portfolio οκτώ φωτογράφων απ’ όλον τον κόσμο που αντιπροσώπευαν τις σημαντικότερες τάσεις της ασπρόμαυρης, καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Ήταν μια πραγματικά ποιοτική έκδοση, που ικανοποιούσε ακόμη και τους πιο απαιτητικούς λάτρεις της φωτογραφίας. Και αυτό γιατί εκτυπωνόταν με τη μέθοδο της βαθυτυπίας, μια μέθοδο που, κατά τη γνώμη μας, είναι η μόνη που μπορεί να αποδώσει σωστά μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Δυστυχώς η έκδοση διεκόπη μερικά χρόνια αργότερα, αλλά ακόμη και τώρα θυμάμαι πως περίμενα ανυπόμονα την κυκλοφορία του κάθε τεύχους για να το ανοίξω και να νιώσω κατ’ αρχάς τη χαρακτηριστική μυρωδιά της τυπογραφικής μελάνης και στη συνέχεια να ξεφυλλίσω ξανά και ξανά τις σελίδες του μελετώντας προσεκτικά τις επιλεγμένες φωτογραφίες.

Στο πρώτο τεύχος λοιπόν με είχε εντυπωσιάσει ο άγνωστος τότε – και για πολλούς ακόμη και σήμερα – Πορτογάλος φωτογράφος Paulo Nozolino, ο οποίος γεννήθηκε το 1955 στη Λισαβόνα, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Σαλαζάρ. Το φασιστικό καθεστώς, μέσα στο οποίο μεγάλωσε, τον καταπίεζε και έτσι εγκατέλειψε τη πατρίδα του πριν κλείσει τα 18 και αρχίζει να ταξιδεύει. «Στην Πορτογαλία, όταν πέθανε ο Χίτλερ, ο Σαλαζάρ ανάρτησε μεσίστια τις σημαίες στα δημόσια κτίρια για τρεις ημέρες. Στη χώρα μου το Ολοκαύτωμα είναι κάτι για το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μιλούν ακόμα και σήμερα. Γεννήθηκα μέσα στο φασισμό, τον γεύτηκα, τον μισούσα και έφυγα εξ αιτίας αυτού. Ταξίδευα πολύ και μόνο τότε άρχισα να μαθαίνω την αληθινή έννοια λέξεων όπως η αντίσταση, η δημοκρατία και η ελευθερία».

Αν και στην αρχή είχε ενδιαφερθεί για τη ζωγραφική στη συνέχεια ανακάλυψε τη φωτογραφία, γοητεύτηκε από τον ρεαλισμό της και το 1975 που εγκαταστάθηκε στην Αγγλία παρακολούθησε μαθήματα στο London College of Printing, για τρία χρόνια. Παράλληλα διάβασε πολύ ποίηση και λογοτεχνία. Όλους τους μεγάλους κλασσικούς Ρώσους συγγραφείς, που τον επηρέασαν βαθιά. Αλλά και Rimbaud, Pessoa, Ezra Pound. Στη συνέχεια παθιάστηκε με τον κινηματογράφο: Antonioni, Bergman και αργότερα, Tarkovski και Béla Tarr. Κατόπιν, αρχίζει πάλι να ταξιδεύει, διασχίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Η δουλειά του που δημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό ήταν αποτέλεσμα αυτών των ταξιδιών του. Το έργο του αντικατοπτρίζει τον νομαδικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει τη ζωή του, αλλά κατά βάθος, επρόκειτο περισσότερο για προβληματισμούς πάνω στη σκέψη ενός ταξιδιού, παρά για μια πραγματική φυσική κίνηση, κάτι που κάνει τις φωτογραφίες του περισσότερο υποκειμενική θεώρηση του κόσμου, παρά αντικειμενική καταγραφή της πραγματικότητας. Τελικά, δεν έχει σημασία αν αυτές οι εικόνες είναι τραβηγμένες στην Ευρώπη ή στην Αμερική. Το θέμα, το αίτιο, η πρόφαση, δεν είναι ο τόπος αλλά ο τρόπος με τον οποίο τον προσεγγίζει ο Nozolino.

Το 1979 επέστρεψε στην Λισαβόνα και διαπίστωσε ότι η καλλιτεχνική φωτογραφία, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν άγνωστη στη πατρίδα του, οπότε άρχισε να διδάσκει με σκοπό την εξάπλωσή της. Ποτέ όμως δεν σταμάτησε να ταξιδεύει και να εξερευνά φωτογραφικά κυρίως τις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Ασίας, καθώς και της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αν και η τοποθεσία στην φωτογραφία του Nozolino δεν έχει καμιά σημασία, καθώς δημιουργεί ο ίδιος τον δικό του κόσμο. Οι φωτογραφίες του, εν είδη καθημερινού ταξιδιωτικού ημερολογίου, αποτελούν εντελώς υποκειμενικές καταγραφές των εντυπώσεων του, των αισθήσεων που αποκομίζει από ένα σύμπαν άχρονο. Γιατί όντως ο Nozolino φωτογραφίζει καταστάσεις εκτός χρόνου, δύσκολες να τις κλείσουμε σε ένα πλαίσιο, να τις καταλάβουμε, καταστάσεις που ξεφεύγουν. Μέσα στα κάδρα του δεν διακρίνουμε σημαντικά γεγονότα. Μόνο απροσχεδίαστες στιγμές μιας ζωής στην οποία δεν συμβαίνει κάτι συνταρακτικό, ίσως να μην συμβαίνει και τίποτα απολύτως. Οι φωτογραφίες του αιχμαλωτίζουν τις ανθρώπινες φιγούρες σε στάσεις που δεν είναι πάντα κατανοητές, που μένουν διφορούμενες γιατί μοιάζουν βγαλμένες από μια ταινία που δεν γνωρίζουμε, αποκομμένες από μια διήγηση, από μια κίνηση.

«Δημιούργησα μοναχικούς χαρακτήρες χαμένους στη πόλη, καταπιεσμένους από την περιβαντολλογική και κοινωνική υποβάθμιση, τόσο που χάνουν τη ταυτότητά τους». Γι’ αυτό άλλωστε, ο κόσμος του Nozolino, όπως τον αποτύπωσε στα φιλμ του τα πρώτα χρόνια της επιστροφής του στη Πορτογαλία, θυμίζει τον κόσμο του μοντέρνου κινηματογράφου της εποχής του — αυτόν του Wim Wenders για παράδειγμα, στο “Letat des Choses(Η κατάσταση των πραγμάτων) — όπου, εκτός των άλλων, έχει για θέμα την αναμονή και την πλήξη. «Τα τελευταία χρόνια στη Λισαβόνα, όλος ο κόσμος φαίνεται σαν κάτι να περιμένει. Υπάρχει κάτι αιωρούμενο πάνω από τα κεφάλια μας, στον αέρα». Αν και μέσα σ’ αυτές τις εικόνες δεν διαφαίνεται κανένα ιδιαίτερο γεγονός, ωστόσο είναι αξιόλογες από αισθητική άποψη, δείχνουν απλές μέσα σ’ όλη τους την πολυπλοκότητα. Οι φωτογραφίες του δεν έχουν τίτλο, εκτός κι αν πρόκειται για μια αναφορά στον τόπο, δεν εμπίπτουν σε κάποιο θέμα, απλώς τις διαπερνά όλες ένα κοινό “συναισθηματικό leitmotiv – όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος.

«Μισώ τη λέξη “project” και ως εκ τούτου δεν δουλεύω με projects! Πιστεύω ακόμα στη δύναμη της κάθε μιας ξεχωριστής φωτογραφίας και προσπαθώ συνεχώς να διευρύνω τα όρια της,  να φτάσω μέχρι το μεδούλι. Τραβάω φωτογραφίες – πολύ λίγες – δουλεύοντας με διαισθητικό τρόπο. Δεν είμαι καθόλου εννοιολογικός καλλιτέχνης, πρώτα βγάζω τις φωτογραφίες και στη συνέχεια τις κοιτάζω και σκέφτομαι γι’ αυτές… Με αυτό τον τρόπο, κάποιες φωτογραφίες αρχίζουν να συνδέονται η μια με την άλλη, συμμετέχοντας σε έναν σιωπηλό διάλογο μεταξύ τους. Έτσι ξεκινάει κάτι, που ενώ μπορεί να μην το καταλαβαίνω από την αρχή, αρχίζει να παίρνει μορφή κατά τη διάρκεια της φωτογραφικής διαδικασίας. Και αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον. Η δουλειά μου είναι μια συνεχής αναζήτηση. Είναι σαν να λύνεις ένα γρίφο …»

Ο Nozolino χαίρεται την απλότητα, όσο αφορά τη τεχνική: πάντα ασπρόμαυρο φιλμ 35 χιλιοστών με φυσικό φωτισμό, ελάχιστες φορές φλας, ενώ εκτυπώνει ο ίδιος τις μικρού μεγέθους φωτογραφίες του στο σκοτεινό του θάλαμο. Στις εικόνες του κυριαρχεί ένα πυκνό σκοτάδι αδιαπέραστο λες από το φως, αν και συχνά μια φωτεινή δέσμη καταφέρνει να εισχωρήσει στο κάδρο και να καταστεί πρωταγωνίστρια της σύνθεσης. Ο Nozolino αντιμετωπίζει τη φωτογραφία με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει και τη ζωή, με ευθύ τρόπο, μετωπικά. Τη χρησιμοποιεί για να καταλάβει τόσο τον κόσμο όσο και τον εαυτό του, για να βρει τα όρια του, τις απαντήσεις μέσα από τις εμπειρίες του. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να σου τραβήξουν τη προσοχή στο έργο του. Υπάρχουν εικόνες μέσα στις εικόνες, εντυπώσεις κίνησης: κουνημένες ή φλου φωτογραφίες, εκπληκτικές αντιθέσεις, πολύ βαθιά μαύρα, πολύ λευκά φωτεινά: αυτό το ζευγάρι το ελάχιστα φωτισμένο μέσα σ’ ένα δωμάτιο, λήψεις κόντρα στο φως: αυτός ο άνθρωπος στην κορυφή ενός κτιρίου, εντυπωσιακά καδραρίσματα: αυτή η ξαπλωμένη γυναίκα πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Ο Nozolin oμοιάζει λίγο με τους Γάλλους σκηνοθέτες του Νέου Κύματος (Nouvelle Vague) που έψαχναν να ανανεώσουν την ουσία, να ξανασκεφτούν τη φόρμα.

Οι φωτογραφίες του θυμίζουν όλο και περισσότερο την αίσθηση της καταστροφής που σηματοδότησε, ως πρόκληση, την πρωτοποριακή τέχνη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού στο έργο του. Η καταστροφή σημαίνει καταστροφή, ο θάνατος σημαίνει θάνατος. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της προσέγγισης βρίσκονται στο βιβλίο Makulatur (2011), πηγή έμπνευσης του οποίου υπήρξε ο θάνατος των γονιών του και στο οποίο αποκρυσταλλώνεται η άποψη του Nozolino σχετικά με την καταστροφική αλλά και ποιητική φύση του θανάτου. Σημειώνω εδώ μια τραγική σύμπτωση: Ο Nozolino παρουσίαζε τη δουλειά “J’étais là” (I Was There –Ήμουν εκεί) στο Paris Photo 2015 στα πλαίσια του Μήνα Φωτογραφίας, μια έκθεση που διακόπηκε απότομα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι. Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή του δήλωσε πως τον προσέγγισαν άνθρωποι και του είπαν ότι μετά την τραυματική εμπειρία τους λόγω των επιθέσεων, είδαν τη δουλειά του με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Πριν δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το σύμπαν που είχε δημιουργήσει, το έβρισκαν πολύ αυστηρό, σκληρό και σκοτεινό. Μετά το κατάλαβαν, επειδή έζησαν και οι ίδιοι μια πολύ σκοτεινή και σκληρή πραγματικότητα.

Ο Nozolino φωτογραφίζει παρακινούμενος, μεταξύ άλλων, κι από την αίσθηση της απώλειας: «Έχω πάντα κατά νου την ιδέα ότι δεν είμαστε εδώ στη γη για πολύ καιρό. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να καταγράψουμε τα αντικείμενα, τις στιγμές, τους ανθρώπους που είναι μέρος της ζωής μας, για να διατηρηθεί η μνήμη τους. Το έργο μου είναι εστιασμένο στην απλότητα της καθημερινότητας, στα μικρά επαναλαμβανόμενα πράγματα. Με ενδιαφέρει η άρνηση της μεγαλοπρέπειας και γι’ αυτό το πεδίο της όρασης μου περιορίζεται όλο και περισσότερο. Τα τελευταία είκοσι χρόνια τραβάω μόνο κάθετες φωτογραφίες – είναι η αντίδραση μου στον κινηματογράφο έτσι όπως έχει καθιερωθεί σήμερα και τον οποίο έπαψα να παρακολουθώ. Η τελευταία ταινία που είδα ήταν το “The Turin Horse” του Béla Tarr (2011)».

Αν όμως είναι επιφυλακτικός για τον σημερινό κινηματογράφο είναι απόλυτα σίγουρος για το πλήγμα του κύρους της φωτογραφίας από τις αναρτήσεις στο Instagram και στα κοινωνικά δίκτυα. «Η φωτογραφία σήμερα είναι πλέον κοινός τόπος, χάρη στα κινητά τηλέφωνα όλοι έχουν γίνει φωτογράφοι. Η ευρεία εξάπλωση και η άσκοπη χρήση έχει δημιουργήσει ένα νέο πρόβλημα. Έχει επικρατήσει η μετριότητα και η κοινοτοπία. Αν ζούσε ο Niepce θα ένιωθε μεγάλη έκπληξη. Κάτι το οποίο χρειάστηκε σχεδόν δύο αιώνες για να εδραιωθεί, καταστράφηκε μέσα σε μόλις δέκα χρόνια». Αποθέτει τις ελπίδες του στα βιβλία: «Ο μόνος τρόπος για τη διατήρηση της μνήμης». Θεωρεί τα βιβλία αποθετήρια μνήμης ταξιδιών και εμπειριών. Νιώθει πολύ τυχερός που επισκέφτηκε μέρη άθικτα, πριν την επέλαση των άγριων ορδών των τουριστών που χάρη στις αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους οργώνουν σήμερα όλο τον κόσμο. Νιώθει ευλογημένος που επισκέφτηκε το βράχο της Ακρόπολης και άγγιξε τις πέτρες των πυραμίδων της Γκίζας, που φωτογράφισε μια μέρα χωρίς κόσμο στο Άουσβιτς και περπάτησε ελεύθερα στην άμμο της Wadi Rum. Και συνεχίζει να το κάνει γιατί μόνο έτσι αισθάνεται ζωντανός. Έχει το προνόμιο να λέει ότι δεν ξέρει που πηγαίνει: “Κατεύθυνση άγνωστη”.

Χρήστος Κοψαχείλης, Φεβρουάριος 2019

 

Βιβλιογραφία:

Paulo Nozolino: Penumbra – Scalo, 1 Jun 1996

Paulo Nozolino: Far Cry –  Steidl, 18 Jul 2005

Paulo Nozolino: Bone Lonely –  Steidl, 10 Oct 2011

Paulo Nozolino: Makulatur –  Steidl, 10 Oct 2011

Paulo Nozolino: Loaded Shine –  Steidl, 7 Jun 2018