Η επιθυμία να γνωρίσω το έργο του Ray Metzker μου δημιουργήθηκε όταν είδα δύο φωτογραφίες του τραβηγμένες στην Ελλάδα. Μία στην Πάρο – ένα τοπίο από αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις Κυκλάδες, μόνο που σε πρώτο πλάνο ανέμιζε μια υφασμάτινη κορδέλα χαρίζοντας κίνηση και μια δόση ξεγνοιασιάς στην όλη σύνθεση και μία στη Μύκονο – ένα αλλόκοτο σύμπλεγμα με λευκούς τοίχους, πλακόστρωτη αυλή, ένα καράβι της γραμμής στο βάθος, όλα αυτά σφικτά δεμένα με παράλληλα κάγκελα και έναν ασαφή όγκο να εισβάλλει από δεξιά στην εικόνα. Η περιέργεια, λοιπόν, να δω πως φωτογραφίζει ένας ξένος τα νησιά μας, η απορία αν αυτός ξεπερνά την ειδυλλιακή ομορφιά τους και την γραφικότητα με ώθησαν ν΄ ανακαλύψω το έργο του Μetzker. Ένα έργο πρωτότυπο, όχι τόσο εξ αιτίας των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται, όσο για τον τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζει.

Είτε φωτογραφίζει αστικές περιοχές είτε απομακρύνεται από τις πόλεις, δεν περιορίζεται στο να καταγράφει απλά τα τεκταινόμενα, αλλά περισσότερο επινοεί και μας παρουσιάζει έναν «καινούργιο κόσμο», που αν και μας είναι οικείος, ταυτόχρονα κρύβει πολλά μυστικά. Επιδιώκει να βρίσκει έναν τρόπο εξερεύνησης του φωτογραφικού μέσου με σκοπό να (επανα)ορίσει την φωτογραφία και μέσω αυτού του τρόπου να δημιουργήσει φωτογραφικές εικόνες που θα ανταποκρίνονται στον ορισμό.

Ενδιαφέρεται να απομονώσει την τυπική, την συνηθισμένη όψη των πραγμάτων και να ενσωματώσει στις φωτογραφίες του την προσωπική του αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Για να πετύχει αυτό που κάθε φορά επιθυμεί, χρησιμοποιεί κάθε εκφραστική δυνατότητα των φωτογραφικών μηχανών και των φιλμ, ενώ πολλές φορές υιοθετεί και νέες μεθόδους παρουσίασης των φωτογραφιών του, όπως συνθέσεις από πολλαπλές εκτυπώσεις του ίδιου αρνητικού ή παρουσίαση των φωτογραφιών σε ζευγάρια. Πίστευε πάντα πως «…δουλειά του φωτογράφου είναι να βλέπει γύρω του με φρέσκια ματιά, να αντιστρατεύεται στο χρώμα και στη φόρμα, να ανακατασκευάζει την πραγματικότητα …». Έτσι στα εξήντα χρόνια που φωτογράφισε ανέπτυξε μια μέθοδο που συνδυάζει τις τυπικές ιδιότητες της αντικειμενικής καταγραφής που προσφέρει η φωτογραφική μηχανή, με την ποιητική ευαισθησία με την οποία ο κάθε καλλιτέχνης δίνει νόημα στην καθημερινότητα.

Ο Ray Krueger Μetzker γεννήθηκε στο Μιλγουόκι το 1931 από γονείς γερμανικής καταγωγής, που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Μεγάλωσε αγαπώντας την κλασική μουσική, την ιστορία και το σχέδιο. Η φωτογραφία έγινε το πάθος του από την ηλικία των 12 ετών, όταν η μητέρα του χάρισε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Εμφάνιζε τα φιλμ μετατρέποντας την κρεβατοκάμαρά του σε σκοτεινό θάλαμο και οι πρώτες επιρροές του ήταν οι φωτογραφίες που έβλεπε στα περιοδικά Life and Look. Είχε μάλιστα κερδίσει και σε έναν ερασιτεχνικό διαγωνισμό στο λύκειο με χορηγία της Kodak. Η αδελφή του έπασχε από εγκεφαλική παράλυση και στο γεγονός αυτό αποδίδει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα μερικών από τις πρώιμες φωτογραφίες του αστικού τοπίου. Έγραψε κάποτε: «Ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση για να την ξεπεράσει κανείς. Καταβεβλημένοι από την αγωνία και την απόγνωση αντιμετωπίζαμε ένα πρόβλημα που δεν είχε λύση. Δεν ήταν ακριβώς μια μάχη ζωής, αλλά η προσμονή μιας ατελείωτης νύχτας». Καθώς η καλλιτεχνική του φύση είχε εκδηλωθεί από νωρίς, ο Metzker παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στο κολέγιο Beloit στο Ουισκόνσιν, όπου διεύρυνε τον πνευματικό του ορίζοντα και ευαισθητοποιήθηκε κοινωνικά. Μετά την αποφοίτησή του, το 1952, άρχισε να εργάζεται για ένα μικρό φωτογραφικό στούντιο, κάνοντας φωτογραφίες ειδήσεων και πορτρέτα. Ένα χρόνο αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε στη Κορέα. Εκεί εκμεταλλεύτηκε τις γνώσεις του και το ακαδημαϊκό του πτυχίο και πέρασε τη θητεία του διδάσκοντας φωτογραφία, μια εμπειρία που ενίσχυσε την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του σ΄ αυτόν τον τομέα.

Μια τυχαία συνάντηση με έναν επισκέπτη καθηγητή τον οδήγησε να εγγραφεί σε μεταπτυχιακές φωτογραφικές σπουδές στο φημισμένο Ιnstitute of Design του Σικάγο και το γεγονός αυτό καθόρισε την μετέπειτα φωτογραφική του πορεία. Το Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1931 από τον φημισμένο Ούγγρο αρχιτέκτονα (αλλά και φωτογράφο) Lazslo Moholy-Nagy με την επωνυμία Νέο Bauhaus, όταν αναγκάστηκε μαζί με τον Walter Gropious να αφήσουν τη Γερμανία και να εγκατασταθούν στις Η.Π.Α. Μαζί τους έφεραν όλη τη φρεσκάδα του κινήματος Bauhaus, τις προοδευτικές του ιδέες, τη διάθεση για πειραματισμό και τον τρόπο διδασκαλίας που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της ατομικής δημιουργικότητας του σπουδαστή, ώστε να μπορέσει μόνος του να αξιολογήσει τις ιδιαίτερες προσωπικές του ικανότητες. Πυρήνας του εκπαιδευτικού συστήματος του Moholy-Nagy ήταν η πολλαπλή επαφή με τις Τέχνες. Όλοι οι σπουδαστές ασχολιόντουσαν με την ζωγραφική, τη γλυπτική, το σχέδιο και τη φωτογραφία. Έτσι κι ο Metzker έγινε κληρονόμος της πρωτοποριακής φωτογραφίας που είχε αναπτυχθεί στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1920. Ανάμεσα στους καθηγητές του ήταν ο Harry Callahan, ο Aaron Siskind, αλλά και ο Frederick Somer. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι όποιος γνωρίζει την ιστορία της αμερικανικής φωτογραφίας θα νιώσει το πνεύμα του Callahan στο έργο του Metzker. Παρόλο που η επιρροή είναι εμφανής, η εξήγηση του Metzker για το γεγονός αυτό δεν είναι η αναμενόμενη. Ισχυρίζεται -και δεν έχουμε λόγο να μη το πιστέψουμε- ότι κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Ινστιτούτο ο Callahan δεν έδειξε ποτέ τις δικές του φωτογραφίες, ούτε τους έδωσε σχετικές τεχνικές συμβουλές. Αντιθέτως τους επαναλάμβανε συνεχώς ότι: “… πρέπει να έχουν τις δικές τους ιδέες, να ακολουθήσουν το δικό τους όραμα, να κάνουν πραγματική τέχνη”.

Η σειρά των φωτογραφιών που τράβηξε στο κέντρο της πόλης του Σικάγο με αφορμή τη διατριβή για το Master του στο ΙΙΤ, ακολουθεί το ρεύμα της εποχής του και παρουσιάζει σκηνές δρόμου τραβηγμένες με μηχανή 35mm. Εστιάζοντας σε θέματα που σχετίζονται με την καθημερινότητα μεταμόρφωσε τις φευγαλέες φιγούρες των περαστικών και τις συνηθισμένες όψεις του αστικού περιβάλλοντος σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συνθέσεις. Σε αντίθεση όμως με τα ιλιγγιώδη, στραβά κάδρα των σύγχρονών του, πρωτοπόρων της φωτογραφίας δρόμου Winogrand και Friedlander οι εικόνες του Metzker έχουν μια συμβατική φόρμα στην οποία κυριαρχεί το σκοτεινό φόντο, από το οποίο οι φωτεινές φιγούρες ξεπηδούν σαν διαμάντια σε μαύρο βελούδο. Η σειρά αυτή με τίτλο «My Camera and I in the Loop», που έχει να κάνει λιγότερο με τη πόλη που καταγράφεται στα αρνητικά του και περισσότερο με την ίδια τη φωτογραφία και τα όριά της, συμπεριλήφθηκε στο τεύχος του Aperture το αφιερωμένο στους φοιτητές και καθηγητές του Ινστιτούτου το 1961. Έτσι έπεσε στην αντίληψη του τότε επιμελητή φωτογραφίας στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης, Edward Steichen, ο οποίος αγόρασε για λογαριασμό του Μουσείου δέκα από τις φωτογραφίες του Metzker.

Μετά την αποφοίτησή του, ο Metzker ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη για δυο χρόνια μέχρι το 1961, φωτογραφίζοντας σε περισσότερες από δώδεκα χώρες. Αγνόησε τα τοπία και τα αξιοθέατα για να επικεντρωθεί σε πιο απλές συνθέσεις. Μοναχικοί πεζοί και αστικοί χώροι μεταμορφωμένοι από το φως του ήλιου και τη σκιά. Στη Βιέννη και στη Μάλαγα μάλιστα έμεινε αρκετό διάστημα, όσο χρειάστηκε για να στήσει σκοτεινό θάλαμο και να επεξεργαστεί εκατοντάδες συσσωρευμένα αρνητικά. Οι φωτογραφίες του εκείνης της περιόδου έχουν μια σαφήνεια φόρμας και εστίασης, που δεν προδικάζουν τους μετέπειτα πειραματισμούς του. Μια απλωμένη μπουγάδα στεγνώνει ανεμίζοντας κάτω από τον καυτό ήλιο στην Ιταλία, ενώ ένα σκιφ σε μια πολύ αυστηρή και συμμετρική σύνθεση, σκίζει τα σκοτεινά νερά του Δούναβη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι η φωτογραφία ήταν μια κλήση, ένας τρόπος ζωής γι΄ αυτόν. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φωτογραφίζει για εμπορικούς λόγους. Δεν ήθελε να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος. Έτσι, επιστρέφοντας μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια και άρχισε να διδάσκει στο τμήμα φωτογραφίας και κινηματογράφου του Κολεγίου Τέχνης της Φιλαδέλφειας, μέχρι που στη συνέχεια έγινε πρόεδρος του. Ήταν μια συνειδητή απόφαση που του έδωσε την ελευθερία να ασχοληθεί με το προσωπικό του έργο, χωρίς εμπορικές σκοπιμότητες.

Αν και συνέχισε για κάποιο διάστημα ακόμη τη φωτογραφία δρόμου και στη Φιλαδέλφεια, σύντομα, επηρεασμένος από την μαθητεία του στο πειραματισμό του Ινστιτούτου, στράφηκε σε περισσότερο προσωπικούς και πρωτότυπους τρόπους έκφρασης. Ξεκινώντας από την ιδέα της σύνθετης εικόνας και σαν απάντηση στο ερώτημα αν η φωτογραφία μπορεί να δημιουργηθεί και από περισσότερα από ένα αρνητικά, άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 τη σειρά «Double Frame». Ο μόνος, αυθαίρετος, όρος τον οποίο είχε αποδεχτεί για την δημιουργία αυτών των φωτογραφιών ήταν η εικόνα να προέρχεται από δύο συνεχόμενα καρέ του φιλμ, με την μαύρη γραμμή που δημιουργείται στην εκτύπωση από το ελάχιστο κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο αρνητικά, να υπάρχει πάντα, χωρίζοντας (ή μήπως ενώνοντας;) τα δύο καρέ και υποδηλώνοντας τη βασική πρόθεση του φωτογράφου. Τις περισσότερες φορές όμως αυτή η μαύρη γραμμή, αν και υπάρχει πάντα, δεν διακρίνεται γιατί είναι συγχωνευμένη στο σκιερό άκρο της έκθεσης. Οι συνθέσεις, εντυπωσιακές μεν, γίνονται τόσο ασαφείς, που είναι αδύνατο να αναγνωρίσεις το θέμα, ιδιαίτερα όταν το ένα καρέ είναι οριζόντιο και το άλλο κάθετο.

Συνέχεια των «Duble Frame» μπορεί να θεωρηθεί η σειρά «Couplets», (ζευγάρια) μόνο που εδώ αν και παρουσιάζονται πάλι δύο ξεχωριστές εικόνες μαζί, οι λήψεις δεν είναι συνεχείς, αλλά έχουν γίνει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και τοποθεσίες. Ο συνδετικός κρίκος εδώ δεν είναι σαφής, αλλά οι ιδιότροπες αυτές φωτογραφίες συνδέονται με εννοιολογικά ευρήματα και οπτικές συγγένειες ή αντιθέσεις. Ένα αγόρι και ένας άνδρας και οι δύο σκοτεινοί με φόντο ένα λαμπρό περιβάλλοντα φωτισμό. Αργότερα επέκτεινε την ιδέα του, δημιουργώντας συνθέσεις από ένα μεγάλο αρνητικό 9Χ12 εκ. που το τύπωνε όλο ή μέρος αυτού πολλές φορές, θετικά ή και αρνητικά πάνω σε φωτογραφικό χαρτί. Σε αυτές τις συνθέσεις-μωσαϊκά με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Composites» (σύνθετα), που τον απασχόλησαν είκοσι τουλάχιστον χρόνια (1964-1984), το ανθρώπινο στοιχείο αν και έντονο δεν παρουσιάζεται ξεκάθαρα, αλλά υποδηλώνεται από τις μαύρες φιγούρες ανθρώπων που ποζάρουν ή περπατούν στους δρόμους, αν και συχνά η όλη σύνθεση έχει ανθρωπόμορφο σχήμα. Ο θεατής θα μπορούσε να βρει πληθώρα καθημερινών πληροφοριών στις επιμέρους εικόνες της σύνθεσης, αλλά δεν έχει κανένα ιδιαίτερο σημείο εισόδου στην εικόνα. Οπότε ο Metzker χρησιμοποίησε το χιούμορ του και σκαρφίστηκε λογοπαίγνια για να βοηθήσει τη κατανόηση των θεατών με τίτλους όπως το Hot Diggidy, το Leapin’zz και το Maze Ν Φιλαδέλφεια. Ο John Szarkowski παρουσίασε αυτή τη σειρά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1967.

Αν και του είχαν προσδώσει το προσωνύμιο του «φωτογραφικού αλχημιστή», τα θέματά του δεν στηρίζονται πάντα σε κάποια πρωτότυπη και πολύπλοκη τεχνική. Συχνά εμπνέεται από συγκεκριμένες τοποθεσίες και τότε αφιερώνει πολλά χρόνια φωτογραφίζοντας στα μέρη αυτά. Ερχόταν συχνά στις Κυκλάδες, γοητευμένος από τα καθαρά νερά και το εκτυφλωτικό φως, όπως επίσης πέρασε πολλά καλοκαίρια φωτογραφίζοντας παραθεριστές στις παραλίες του Νιου Τζέρσεϋ. Γοητευμένος από τη ραθυμία και τη χαλαρότητα των λουόμενων επέστρεφε για δέκα καλοκαίρια (1968-1977) δημιουργώντας τελικά μια σειρά φωτογραφιών που τις ονόμασε «Sand Creatures» (Πλάσματα της άμμου). Σε αυτές τις φωτογραφίες εικονίζονται παραθεριστές ξαπλωμένοι νωχελικά κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο και ο φωτογράφος βρίσκει τον τρόπο για να εκφράσει τα πιο βαθιά συναισθήματα του για την ανθρωπότητα. Τα σώματα μάλλον άκομψα, γυμνά, απελευθερωμένα από κάθε ίχνος καθωσπρεπισμού, κείτονται νωχελικά πάνω στη καυτή άμμο της αμερικάνικης λουτρόπολης. Μοιάζουν χαλαρωμένα, ξέγνοιαστα, ανεπιτήδευτα. Οι περισσότεροι κοιμούνται και φαίνεται πώς τίποτα δεν είναι ικανό να διακόψει τα όνειρά τους. Ο Metzker αγαπά αυτά τα πλάσματα και τα φωτογραφίζει με την αμεσότητα, την λεπτότητα και τη τρυφεράδα που κάποιος άλλος θα φωτογράφιζε την οικογένειά του.

Την ίδια περίοδο δημιουργεί μια άλλη σειρά παράξενων φωτογραφιών που εικονίζουν διαβάτες που περνούν μια υπόγεια διάβαση στην Atlantic City με σκοπό να βρεθούν στη παραλία. Το φυσικό φως της ημέρας διεισδύει στο χώρο από ψηλά περνώντας μέσα από τα διάκενα της ράμπας και μοιάζει με φωτεινές χαρακιές που σκίζουν το σκοτάδι της σήραγγας. Ο Metzker επέστρεφε σε αυτό το πεζόδρομο αρκετές φορές για να δει πού θα έπεφταν οι φωτεινές δέσμες στις διαφορετικές ώρες της ημέρας. Το φως έτσι κι αλλιώς ήταν λίγο με αποτέλεσμα ελάχιστα στοιχεία της σύνθεσης να είναι ευανάγνωστα. Σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία αυτής της σειράς η πίσω φιγούρα φαίνεται εξαϋλωμένη καθώς στέκεται ανεστίαστη στο φωτεινό τμήμα της εικόνας, ενώ το φως που αντανακλάται από τα γυαλιά της κυρίας στο πρώτο πλάνο την κάνουν να μοιάζει με τη μητέρα του …ΕΤ.

Πολλοί φωτογράφοι όταν πετύχουν μια αναγνωσιμότητα με το έργο τους εγκλωβίζονται σε αυτό αρνούμενοι να ρισκάρουν με κάτι διαφορετικό στο οποίο μπορεί και να αποτύχουν. Αυτό που συμβαίνει με το Metzker είναι ακριβώς το αντίθετο. Θεωρώντας τον εαυτό του «πνευματικά περιπλανώμενο», χρόνο με το χρόνο, δεκαετία με τη δεκαετία επιδεικνύει μια συνεχή οπτική και εννοιολογική ανανέωση. Έχοντας δεσμευτεί να ανακαλύψει, αλλά και να επεκτείνει τις δυνατότητες της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, τόσο κατά τη διάρκεια της λήψης όσο και κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, σε μια εποχή μάλιστα που δεν είχε ακόμη εισβάλει η ψηφιακή τεχνολογία, ο Metzker προφανώς απολαμβάνει να πιέζει τον εαυτό του και το μέσο του, συνεχώς προς τα εμπρός. Η σειρά «Pictus Interruptus», που έγινε μεταξύ 1976 και 1981, προσφέρει παράξενες εικόνες – αγροτικά ή/και αστικά τοπία που διαταράσσονται από αφηρημένες μορφές, οι οποίες συνδυάζονται, συμπληρώνουν ή αντιπαραβάλλονται με άλλα αναγνωρίσιμα στοιχεία. Ο Metzker κρατούσε λευκά χαρτόνια ή άλλα αντικείμενα, όπως κρεμάστρες, τσαλακωμένα χαρτιά ή κορδέλες που ανέμιζαν μπροστά από το φακό της μηχανής για να διαταράξει τις σκηνές της φωτογραφικής αναπαράστασης και να τις μετατρέψει σε τολμηρές, σουρεαλιστικές συνθέσεις αφαίρεσης. Το 1971 δέχτηκε τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του New Mexico. Η αυστηρότητα του τοπίου της ερήμου και η ένταση του φωτός έβαλαν ένα δημιουργικό σπόρο στην εύφορη φαντασία του Μetzker. Τονίζει εκείνες τις όψεις των χώρων που συνήθως περνούν απαρατήρητες στους περισσότερους, αν και αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το κάθε μέρος. Έτσι έλκεται από το αποκρουστικό έδαφος του New Mexico και τους σκληρούς ίσκιους που δημιουργεί ο ήλιος επάνω του, ή από τους ανοιχτούς ορίζοντες και τη λευκότητα των νησιών μας, τόσο, όσο κι από τους σκοτεινούς, πολύβουους δρόμους του Σικάγο και της Φιλαδέλφειας.

Ιδιόρρυθμος χαρακτήρας ο Metzker δεν πολυσυμπαθούσε τις κοινωνικές εκδηλώσεις και τις πολυπρόσωπες παρέες. Στη Φιλαδέλφεια έμενε σ΄ ένα παλιό σταθμό της Πυροσβεστικής, που τον αναμόρφωσε ο ίδιος, περιστοιχισμένος από χιλιάδες βιβλία και δίσκους μουσικής, χωρίς συσκευή τηλεόρασης και χωρίς αυτοκίνητο. Διατήρησε τη ζωή του απλή, φυλάσσοντας τη πολυπλοκότητα ως επιλογή για τις φωτογραφίες του Προτιμούσε να περπατά στους πολύβουους δρόμους των μεγαλουπόλεων, μόνος ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος και να φωτογραφίζει απλά εφήμερα στοιχεία της καθημερινότητας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Metzker επέστρεψε σε μια σχετικά απλή τεχνική προσέγγιση και στο οικείο έδαφος των δρόμων της Φιλαδέλφειας. Σε αυτή τη σειρά, «City Whisper» (Ψίθυροι της πόλης 1980-1983), βλέπουμε ακριβώς από ποια θέματα συγκινείται. Πεζοί, σύννεφα, σημάδια στους τοίχους, μακριές σκιές που δημιουργεί ο ήλιος λίγο πριν τη δύση. Οι φωτογραφίες του δίνουν έντονα την αίσθηση της αστάθειας, της ρευστότητας. Πρόσωπα που σβήνουν στη σκιά, φιγούρες που ξεπροβάλλουν από ένα έντονο φωτισμό. Στους «ψιθύρους της πόλης» ενσωματώνει ιδέες και δημιουργεί εικόνες που τον απασχολούσαν και στις προηγούμενες δουλειές του, χωρίς όμως τις τεχνικές επεξεργασίες στις οποίες κατέφευγε παλιά. Τώρα δεν χρειάζεται να συγχωνεύει δύο αρνητικά για να δημιουργήσει αμφιλεγόμενες φωτογραφίες, του αρκεί να εκμεταλλεύεται στο ίδιο αρνητικό τις λαμπρές δέσμες φωτός που διαπερνούν σκιερές περιοχές. Ούτε χρειάζεται τους τεμαχισμούς και τις επανενώσεις που χρησιμοποιούσε στα φωτογραφικά μωσαϊκά του για να δημιουργήσει εντυπωσιακές συνθέσεις. Το καταφέρνει συλλαμβάνοντας με το φακό του πολυεπίπεδες σκηνές. Είναι φανερό πια ότι φτάνει στη μεταμόρφωση, στην υπέρβαση, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα με την βεβαιότητα του ώριμου καλλιτέχνη.

Η τελευταία σειρά με την οποία ασχολήθηκε ο Metzker ήταν τα «Τοπία» (1985-1996). Αφορμή γι΄ αυτή την μεταστροφή του υπήρξε ένα φθινοπωρινό ταξίδι στην Τοσκάνη στη διάρκεια του οποίου παρήγαγε το «Feste di Foglie» (Γιορτή των φύλλων). Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια προετοιμασίας για την αναδρομική έκθεση «Unknown Territory», που διοργάνωσε το Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον που τον οδήγησε να συνειδητοποιήσει το τί είχε κάνει μέχρι τότε, αλλά και με το τί θα ήθελε να ασχοληθεί στο μέλλον. Οι απώλειες της αδελφής και των γονέων του, που συνέπεσαν εκείνη την περίοδο, ώθησαν τον Metzker να εγκαταλείψει το Κολέγιο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, όπου δίδασκε από το 1962, και να ασχοληθεί πλήρως με την τέχνη του. Απομονώθηκε για τέσσερις μήνες σε ένα αγροτόσπιτο που περιβαλλόταν από έναν οπωρώνα. Κάθε μέρα περιπλανιόταν για δύο ώρες και επέστρεφε με έξι έως επτά ρολά φιλμ που τράβαγε με μια Rollei 66. Δεν είχε πλήρως εξοπλισμένο σκοτεινό θάλαμο στη διάθεσή του και έτσι παρακολουθούσε την εξέλιξη της εργασίας του μόνο από τα κοντακτ των φιλμ. Το 1991, μετά από την αναζήτηση μιας δεύτερης κατοικίας σε ένα περιβάλλον που θα τον ενέπνεε για την φωτογράφιση των τοπίων, αγόρασε ένα σπίτι στην περιοχή Canyon lands της Γιούτα. Αυτή η περιοχή έγινε το επίκεντρο όλων των μετέπειτα φωτογραφίσεων του. “Είχα συνειδητοποιήσει ότι, μετά από 25 χρόνια, το έργο συνήθως έρχεται από την εξοικείωση με κάτι που είναι αρκετά κοντά σου.” δήλωσε σχετικά και στην ερώτηση για την τακτική που ακολουθούσε απάντησε: “Τη μια μέρα βγαίνω από το σπίτι και στρίβω δεξιά, την άλλη στρίβω αριστερά”.

Όπως όμως κάθε σπουδαίος καλλιτέχνης, έτσι και ο Metzker επέστρεψε στις εμμονές του. Από το 1996 μέχρι το τέλος της ζωής του ξαναγύρισε στους δρόμους της Φιλαδέλφειας, που πια την ένιωθε σαν πατρίδα του. Οι τελευταίες φωτογραφίες του παραμένουν λυρικές, παιχνιδιάρικες και ειλικρινείς. Ένας συγκερασμός του πάθους του για τη μαγεία του φωτός και της συνεχιζόμενης αφοσίωσης του στη παρατήρηση και στην επανεφεύρεση της αποτύπωσης της πραγματικότητας. Το ανοιχτό πνεύμα του Metzker εξηγεί επίσης γιατί ορισμένες φωτογραφίες του χαρακτηρίζονται από δύο διαφορετικές ημερομηνίες: για παράδειγμα 1964/2007. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο φωτογράφος είχε εκθέσει τα αρνητικά πριν από δεκαετίες, αλλά δεν είχε ποτέ αποφασίσει να τα εκτυπώσει. Αυτό μπορεί να συνέβαινε είτε επειδή ήταν απλά πολύ απασχολημένος με άλλα πράγματα, είτε επειδή δεν ήξερε τί ακριβώς να κάνει μαζί τους. Έτσι, παρόλο που οι “σπόροι” μπορεί να φαίνονταν αδρανείς όλα αυτά τα χρόνια, στην πραγματικότητα αυτή η περίοδος ήταν μια αργή κυοφορία. Ο Metzker άφηνε πάντα τα πράγματα να αναπτυχθούν οργανικά. Σε αντίθεση με τους περισσότερους φωτογράφους που οδηγούνται σε αποφάσεις εδώ-και τώρα, ο Metzker έδινε όσο χρόνο απαιτούσαν οι φωτογραφίες του για να ωριμάσουν. Ο Ray Metzker πέθανε τον Οκτώβριο του 2014 σε ηλικία 83 ετών στην Φιλαδέλφεια.

Χρήστος Κοψαχείλης, Αύγουστος 2018

 

 

Βιβλιογραφία:

Ray Metzker : Sand Creatures – Aperture (January 1979)

Ray Metzker : Unknown Territory – Museum of Fine Arts (1984)

Ray Metzker : City Stills – Prestel (April 1999)

Ray Metzker : Landscapes – Aperture (September 2000)

Ray Metzker : Light Lines – Steidl (March 2008)