Steve McCurry

Μάιος του 1979. O Steve McCurry βρίσκεται στην Ινδία εδώ και ένα χρόνο, σαν ελεύθερος συνεργάτης μερικών, αμερικανικών περιοδικών, όταν αποφασίζει να διασχίσει τα σύνορα με το Πακιστάν. Σκοπεύει να φωτογραφίσει τον πόλεμο που υπήρχε στο Αφγανιστάν, για τον οποίο καμία δυτική εφημερίδα δεν είχε ακόμα ενδιαφερθεί. Με μια έξυπνη μεταμφίεση, φορώντας τα ρούχα των ανθρώπων του τόπου και χωρίς κανένα έγγραφο, ο McCurry είναι ο πρώτος που θα φωτογραφίσει το Αφγανιστάν πριν από την σοβιετική εισβολή. Μετά από δύο εβδομάδες θα κατορθώσει να εγκαταλείψει την χώρα απαρατήρητος και με μια σημαντική ποσότητα από φιλμ, τα οποία είχε ράψει στα ρούχα του. Οι φωτογραφίες δημοσιεύονται στην New York Times, αλλά μόνο έξι μήνες αργότερα, με την σοβιετική εισβολή, το ρεπορτάζ του θα γίνει πραγματικά σημαντικό και θα διανεμηθεί στις εφημερίδες ολόκληρου του κόσμου. Έτσι αρχίζει η καριέρα αυτού του φωτορεπόρτερ, που γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια το 1950. Ο McCurry θα επιστρέφει πολλές φορές στο Αφγανιστάν και το 1980 η δουλειά του σ’ αυτή τη χώρα θα τιμηθεί με ένα από τα πιο σημαντικά βραβεία, το Robert Capa Gold Medal, που απονέμεται για εξαιρετικές πράξεις θάρρους και τολμηρών πρωτοβουλιών.

Μετά το Αφγανιστάν, ο McCurry θα συνεχίζει να φωτογραφίζει πολλές άλλες συγκρούσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου: Λίβανος, Καμπότζη, Φιλιππίνες, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ και τόσα άλλα. Ποτέ όμως δεν ταυτίστηκε με την ιδιότητα του πολεμικού φωτορεπόρτερ. Κατά βάθος, πέρα από τη σημασία να ντοκουμεντάρει συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε ιστορικής περιόδου, αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον Αμερικανό φωτογράφο είναι τα άτομα, η ανθρώπινη εμπειρία σε κάθε ιστορία. Ακριβώς μέσα από τα πορτραίτα ο McCurry θα αποκαλύψει ολόκληρο το ταλέντο του.

Η φωτογραφία με ένα Αφγανό κοριτσάκι, που τράβηξε το 1984 σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, θα αποτελέσει την εικόνα των βασάνων ολόκληρου του αφγανικού λαού και μια από τις πιο διάσημες φωτογραφίες του. Η φωτογραφία θα επιλεγεί για εξώφυλλο στο National Geographic Magazine, και η επιτυχία αυτής της εικόνας είναι τεράστια. Ο McCurry διηγείται ότι για χρόνια συνέχισε να δέχεται χιλιάδες επιστολές που ζητούσαν πληροφορίες για εκείνο το κοριτσάκι. Στο τέλος του 2001 αποφασίζει να επιστρέφει στο Αφγανιστάν, όχι μόνο για να απεικονίσει τη χώρα μετά την πτώση των Ταλιμπάν, αλλά επίσης για να ψάξει να βρει εκείνο το περίφημο κοριτσάκι. Με τη βοήθεια μιας ομάδας του National Geographic, το βρίσκει, όχι πολύ μακριά από το μέρος όπου είχε τραβήξει αρχικά την φωτογραφία: ονομάζεται Sharbat Gula και σήμερα είναι παντρεμένη και μητέρα.

Πέρα από τις πολυάριθμες αποστολές για το National Geographic Magazine, με την δημοσίευση των βιβλίων του ο Steve McCurry βρίσκει τον τρόπο να εκφράσει την προσωπική, εκφραστική αναζήτησή του. Ένα από τα πιο σημαντικά είναι το “Portraits”, που δημοσιεύτηκε το 1999. Όπως συμβαίνει με την υπέροχη φωτογραφία του Αφγανού κοριτσιού, σ’ αυτή τη συλλογή με περισσότερα από 200 πορτραίτα ατόμων, από διάφορες φυλές και πολιτισμούς, αναδύεται πάντοτε μια βαθιά αίσθηση αξιοπρέπειας και σεβασμού, χωρίς κανένα ίχνος συμπόνιας ή οίκτου. Ακόμα και όταν χαμογελούν, παραμένει κάτι το σοβαρό, το ενδοσκοπικό, βαθιά μέσα στα βλέμματά τους και είναι προφανής η κατανόηση, η “συνενοχή” και η αμοιβαία ικανοποίηση για αυτή την προσωπική στιγμή της σιωπής που καθορίζεται ανάμεσα στο θέμα και στον φωτογράφο. Ο περιβάλλον χώρος και η κίνηση παραμένουν σε δεύτερο επίπεδο: όλα γυρίζουν γύρω από τα βλέμματα που διασταυρώνονται.

Ο Steve McCurry είναι επίσης γνωστός για την ικανότητά του να επεξεργάζεται το χρώμα όπως λίγοι. Όταν του ζητούν τεχνικές πληροφορίες, απαντά με απλότητα ότι δεν θέλει να δυσκολέψει υπερβολικά τη ζωή του και χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια τον ίδιο εξοπλισμό, δύο Nikon F100S, φορτωμένες με φιλμ Kodachrome 64 και Ektachrome Professional E100VS για την ποιότητα των αποτελεσμάτων και διάφορους φακούς (των 28,35, 50 και 85 mm). Σε κάθε περίπτωση, δεν επιθυμεί η τεχνική να του “κλέβει” πολύτιμο χρόνο και προσοχή. Εργάζεται κατά κύριο λόγο με το “φως του περιβάλλοντος” και μόνο πολύ σπάνια χρησιμοποιεί φλας. Μερικές φορές, σχολιάζει ο McCurry, είναι ακριβώς αυτός ο συγκεκριμένος φωτισμός που γίνεται ένα συμβολικό στοιχείο. Όπως στη φωτογραφία του διάσημου, χρυσαφένιου βράχου, ιερού χώρου προσκυνήματος στη Βιρμανία, όπου η τελευταία ακτίνα του ήλιου στο ηλιοβασίλεμα, με το ελάχιστο, τεχνητό φως του κοντινού μοναστηριού, δημιουργεί ένα πολύ περίεργο αποτέλεσμα. Φαίνεται να μας υποβάλλει ένα αυθεντικό φωτισμό, υπό την θρησκευτική έννοια του όρου. Όμως ο McCurry ξέρει καλά ότι το χρώμα και η σύνθεση από μόνα τους δεν κάνουν απαραιτήτως και μια καλή φωτογραφία: χρειάζεται πρώτα από όλα μια ιστορία και μια ανθρώπινη διάσταση για να υποστηρίξει και να δώσει νόημα σ’ αυτό το φως και σ’ αυτό το χρώμα. Κι αυτός μπόρεσε να βρει το σωστό μέτρο ανάμεσα στην ηθική και την αισθητική, με εικόνες, πάντοτε γεμάτες με λυρισμό.

Η μακρά συνεργασία με το National Geographic όχι μόνο επέτρεψε στον McCurry να δημιουργήσει μακρόπνοες αποστολές, αλλά επίσης να ικανοποιήσει την ατέλειωτη περιέργειά του σαν ταξιδιώτης. Παρ’ όλα αυτά, ο McCurry, ποτέ δεν έκρυψε την προτίμησή του για τις χώρες τις νοτιοανατολικής Ασίας: “Το χρώμα και το φως αυτών των χωρών, μαζί με την έντονη σχέση με το παρελθόν και την δύναμη των πιο αρχαίων παραδόσεων, είναι μοναδικά στον κόσμο”, εξηγεί ο McCurry, γοητευμένος από τον ιερό χαρακτήρα της καθημερινότητας και συγκεκριμένα της Ινδίας. “Με διαφορά από τη Δύση, όπου τίποτε δεν είναι ιερό και όλα φαίνονται να είναι κρυμμένα, στην Ασία τίποτα δεν κρύβεται και όλα είναι ιερά”. Στις φωτογραφίες του που δημιούργησε σ’ αυτό το μέρος του κόσμου, αφιέρωσε το βιβλίο “South Southeast” (2000) με μια επιλογή από τις καλύτερες φωτογραφίες του και τις προσωπικές του εντυπώσεις στις οποίες διευκρινίζει ότι δεν θέλει να εκφράσει καμία πολιτική κρίση, αλλά ούτε να απολογηθεί για την ομορφιά, εκεί όπου πολλοί βλέπουν μόνο μιζέρια.

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, ο McCurry δεν έχασε τον ενθουσιασμό του αλλά ούτε και την έμφυτη περιέργειά του να γνωρίσει άλλες χώρες και άλλους πολιτισμούς, αν και στην καριέρα του δεν έλειψαν ούτε οι παράτολμες ενέργειες αλλά ούτε και οι κίνδυνοι. Δύο φορές τον θεώρησαν νεκρό, στο Αφγανιστάν είχε συλληφθεί και φυλακιστεί, στη Σλοβενία επέζησε ως εκ θαύματος από ένα αεροπορικό δυστύχημα, στη Βομβάη δέχθηκε επίθεση από ένα πλήθος διαδηλωτών. Όμως, ο McCurry κατόρθωνε πάντα να τα καταφέρνει, να επιστρέφει σώος και αβλαβής, με τις τσάντες του γεμάτες από καλές φωτογραφίες που θα δημοσιεύονταν.

Βιογραφικό

Γεννημένος στη Φιλαδέλφεια το 1950, ο Steve McCurry σπουδάζει κινηματογράφο και ιστορία στο Pennsylvania State University. Αρχικά σκεφτόταν να αφιερωθεί στη δημιουργία ντοκιμαντέρ, αλλά αρχίζει πολύ γρήγορα να συνεργάζεται σαν φωτογράφος με μια τοπική εφημερίδα. Μετά από τρία χρόνια αποφασίζει να επισκεφθεί την Ινδία για μερικούς μήνες, για να δημιουργήσει το πρώτο του πραγματικό πορτφόλιο με εικόνες από αυτό το ταξίδι. Όμως θα σταματήσει για δύο χρόνια και μετά την δημοσίευση του πρώτου του σημαντικού έργου για το Αφγανιστάν, θα συνεργαστεί με μερικά από τα πιο σημαντικά περιοδικά: Time, Life, News-week, Geo και το National Geographic. Μέλος του Magnum Photos από το 1985, ο McCurry έλαβε σημαντικές αναγνωρίσεις μεγάλου κύρους, όπως το Magazine Photographer of the Year, που του απένειμε το National Press Photo-grapher Association το 1984, και τέσσερα διαφορετικά πρώτα βραβεία του World Press Photo στην έκδοση του ίδιου έτους. Το 1998 του απονέμονται δύο βραβεία Eisenstaed, αντίστοιχα για την περίφημη φωτογραφία του παιδιού που είναι καλυμμένο με κόκκινη σκόνη κατά την διάρκεια ενός φεστιβάλ στη Βομβάη και για το ρεπορτάζ για τον εορτασμό της 50ης Επετείου της Ανεξαρτησίας της Ινδίας. Πάντοτε το 1998 θα λάβει το βραβείο Life’s Magazine World Photo και εν συνεχεία, για δύο φορές, το Olivier Rebbot Memorial Award.

Εκτός από τα βιβλία Portraits (1999) και South Southeast (2000), ο McCurry δημοσίευσε και το The Imperial Way (1985), το ρεπορτάζ ενός πολύ μεγάλου ταξιδιού με τρένο στην Ινδία με τον συγγραφέα Paul Theroux, το Monsoon (1988), ένα εκπληκτικό ντοκουμέντο για ένα από τα πιο καταστρεπτικά, κλιματικά αποτελέσματα του πλανήτη, το Sanctuary (2002), μια γαλήνια και ασκητική απεικόνιση των βουδιστικών μοναστηριών του Angkor Wat στην Καμπότζη. Το The Path to Buddha, το τελευταίο του βιβλίο (2003), είναι αφιερωμένο στους ιερούς τόπους του θιβετιανού βουδισμού. Το έργο του εκτίθεται σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου και διατηρείται σε διάφορες, δημόσιες συλλογές, όπως αυτές του Μουσείου του Τόκιο, του Houston Museum of Modern Art, του International Center of Photography, της George Eastman House και του Philadelphia Museum of Art.

 O McCurry διηγείται:

Αναζητώ την αφύλακτη στιγμή, το απόσταγμα της ψυχής που αναδύεται, την εμπειρία που είναι χαραγμένη στο πρόσωπο ενός ατόμου.

Μετά το Αφγανιστάν, φωτογράφισα συγκρούσεις σε άλλα μέρη του κόσμου, αν και γενικά παραμένω προσκολλημένος στην Ασία. Είναι ένας κόσμος που μου προκαλεί μια ακατανίκητη σαγήνη. Ακόμα και χωρίς την φωτογραφική μηχανή. Απλά, μου αρέσουν τα άτομα και ο πολιτισμός. Με γοητεύει ο βουδισμός, έτσι καταλήγω πάντα σε μέρη όπως τη Βιρμανία, την Καμπότζη και το Θιβέτ. Έχω τόσα πολλά σχέδια για την Ασία, που θα μπορούσα να περάσω άλλα 10 ή 20 χρόνια μόνο και μόνο για να ολοκληρώσω αυτά που έχω ήδη αρχίσει.

Κυρίως, θρέφομαι με τα χρώματα της Ασίας: σκούρα χέννα, σφυρήλατο χρυσάφι, κάρυ και σαφράν, το έντονο μαύρο της λάκας και την καλυμμένη αποσύνθεση του χρώματος. Τώρα που το σκέφτομαι, καταλαβαίνω ότι είναι το παλλόμενο χρώμα της Ασίας που μου έμαθε να βλέπω και να γράφω με το φως. Μπαίνεις σ’ εκείνο το σοκάκι. Ακολουθείς εκείνο το παιδί. Ανακαλύπτεις την φωτεινότητα της ζωής στο αιώνιο, σκονισμένο, γκρίζο χρώμα της Καλκούτας. Περιμένεις το φως, το πιο βαθύ και έντονο, με την αγωνία ενός χωρικού που περιμένει τη βροχή. Είναι απίστευτο πως, στο τρίτο μάτι της φωτογραφικής μηχανικής, η σκόνη της Ασίας συνθέτει τόσο πολύτιμες διαφάνειες και σ’ αυτή την αφθονία, αυτές τις υποβρύχιες αβύσσους.

Η προσέγγισή μου είναι πολύ ουμανιστική. Η πλειοψηφία από τις φωτογραφίες μου βασίζεται στα άτομα κι εγώ αναζητώ με κάποιο τρόπο να μεταδώσω αυτό που εκείνο το άτομο μου φαίνεται ότι είναι, ένα καλλιεργημένο άτομο, ένα πιο εκτεταμένο τοπίο, αυτό που φαντάζομαι ονομάζεται ανθρώπινη κατάσταση.

Αυτό που θέλω να καταλάβει ο κόσμος από τη δουλειά μου είναι αυτή η ανθρώπινη σχέση ανάμεσα σε όλους εμάς, είτε ζούμε στην Ινδία, στην Αφρική ή στη Λατινική Αμερική. Υπάρχει ένα είδος κοινότητας ανάμεσα σε όλους εμάς.

Πέρα από τη θρησκεία, τη γλώσσα ή την εθνικότητα, κατά βάθος είμαστε ίδιοι. Πάντοτε γνωρίζομαι με το άτομο που θα φωτογραφίσω, είτε αυτό βρίσκεται σε ένα στρατόπεδο προσφύγων είτε σε ένα προάστιο της Βομβάης. Αναζητώ πάντα να συνάψω ένα είδος προσωπικής σχέσης, όσο σύντομη κι αν είναι αυτή. Μπορεί να συμβεί να περπατώ κατά μήκος ενός δρόμου και να φωτογραφίζω τον κόσμο σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Μερικές φορές συμβαίνει η εικόνα να εμφανίζεται σαν να ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς αλληλεπίδρασης, όταν εκ των πραγμάτων ήταν πάρα πολύ σύντομη.

Εάν θα έπρεπε να σταματήσω να φωτογραφίζω, νομίζω ότι θα συνέχισα να ταξιδεύω. Είναι σαν να διασταυρώνεται το ταξίδι με την φωτογραφία. Και με γοητεύουν και τα δύο.

Alessandra Mauro : Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum –  Εκδόσεις Hachette (2005)