Ο Ken Schles γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1960, περιοχή στην οποία εξακολουθεί να ζει με την οικογένειά του μέχρι και σήμερα. Σπούδασε φωτογραφία στο Cooper Union for the Advancement of Science and Art και στο New School for Social Research της Νέας Υόρκης στο οποίο είχε για καθηγήτρια τη μεγάλη φωτογράφο και σπουδαία δασκάλα Lisette Model. Μετά την αποφοίτησή του έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τη λεγόμενη φωτογραφία ντοκουμέντου και τη φωτογραφία δρόμου. Οι εντυπωσιακές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του ανήκουν σε μια μακρά παράδοση καλλιτεχνικής φωτογραφίας που περιλαμβάνει τον Robert Frank, τον William Klein, τον Daido Moriyama. Η αισθητική του Schles είναι έντονα προσωπική και πηγάζει από την επιθυμία του να τεκμηριώσει, να καταγράψει και να διαφυλάξει την καθημερινότητα και το περιβάλλον του. Την ίδια εποχή που η Nan Goldin περιγράφει με την εμμονή προσωπικού ημερολογίου την ζωή τη δικιά της και των φίλων της, στρέφοντας το φακό της αποκλειστικά σχεδόν στα πρόσωπα και στους εσωτερικούς χώρους που ζουν, κινούνται, τσακώνονται άγρια ή κάνουν ερωτά με τρυφερότητα, ο Schles δεν περιορίζει τη ματιά του μόνο στους περίκλειστους χώρους όπως η Goldin, αλλά αφήνει το βλέμμα του ελεύθερο να περιπλανηθεί μέρα και νύχτα στην ίδια τη πόλη που ζει. Δεν επιλέγει κάτι ξεχωριστό για να επικεντρωθεί. Φωτογραφίζει ό,τι σχεδόν βρεθεί μπροστά στην πορεία τού βλέμματός του. Οι φωτογραφίες του αποκαλύπτουν μια πόλη σε διαρκή κίνηση, γεμάτη παραβατικότητα και εγκατάλειψη, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ζωή και νεανική ενέργεια. Μέσα από αυτές τις φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν στη διάρκεια μιας δεκαετίας περίπου, κατάφερε να μνημονεύσει μια μυθική εποχή της ιστορίας της Νέας Υόρκης, αν και γι΄ αυτόν τότε ήταν απλά «η πραγματικότητα έξω από την πόρτα μου».

Το 1988, σε ηλικία μόλις 28 ετών, επιλέγει 62 φωτογραφίες του εκείνης της περιόδου και εκδίδει από την Twelvetrees Press το πρώτο του βιβλίο με τίτλο: «Invisible City». Στην “Αόρατη Πόλη” ο Schles αρνείται να μας δώσει η παραμικρή πληροφορία για τον εαυτό του, για την ζωή του, ούτε καν για την ηλικία του ή τον τόπο καταγωγής του. Αυτό το πανέξυπνο εύρημα του marketing σε συνδυασμό με τις πολύ παράξενες και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρουσες φωτογραφίες του βιβλίου εξάπτουν τη περιέργεια του ενήμερου και ψαγμένου κοινού. Όπως σημειώνει ο Πλάτων Ριβέλλης στο βιβλίο του «Σκέψεις για τη Φωτογραφία» (Φωτοχώρος 1993), “…ο Schless μας δίνει πολλά φωτογραφικά μαθήματα. Ερωτοτροπεί με ένα ύφος που θυμίζει ταυτόχρονα ρεπορτάζ και κινηματογράφο – παραμένοντας όμως ξεκάθαρα φωτογραφικός. Ενώ οι εικόνες του μοιάζουν να αφηγούνται μιαν ιστορία, ίσως από το αυτοβιογραφικό ημερολόγιο του φωτογράφου, η κάθε μια καταφέρνει να είναι από μόνη της ένα σενάριο. Έτσι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φωτορομάντζο, αλλά σε μια συλλογή στιγμών που συνθέτουν, η καθεμία ανεξάρτητα, μια τοιχογραφία ζωής. Δύο αγκαλιασμένοι άνθρωποι, ένα ζευγάρι σε μια λεωφόρο, μια πόρτα εισόδου φτωχικού διαμερίσματος, συναποτελούν ένα τρυφερό και βίαιο σύνολο από εικόνες που η κάθε μια στοιχειοθετεί μια ψηφίδα του και συνάμα μια περίληψή του…”.

Στην ιστορία των φωτογραφικών εκδόσεων πολύ λίγα λευκώματα έχουν δημιουργήσει τόσο θόρυβο και τόσα αντικρουόμενα σχόλια όσο το «Invisible City» του Ken Schles, που ο τίτλος που παραπέμπει ευθέως στο βιβλίο του Ιταλό Καλβίνο «Οι Αόρατες Πόλεις», (1971). Ο Καλβίνο στο αριστούργημα του, μέσω του Μάρκο Πόλο, περιγράφει στον αυτοκράτορα των Μογγόλων πόλεις της επικράτειάς του από τη Μεσόγειο ως τα βάθη της Ασίας, που εκείνος δεν έχει επισκεφθεί. Καρχηδόνα, Κνίδος, Κνωσός, Κάιρο, Κωνσταντινούπολη, Βαγδάτη, Δαμασκός, Τασκένδη, Πεκίνο καθρεφτίζονται η μία στην άλλη και όλες μαζί στη λιμνοθάλασσα του Βένετο. Ουσιαστικά λοιπόν ο Μάρκο Πόλο περιγράφει την δική του πόλη, τη Βενετία, σε πολλές αόρατες εκδοχές. Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Schles φωτογραφίζοντας τη δεκαετία του ΄80 στη Νέα Υόρκη, την μητρόπολη των σύγχρονων μεγάλων πόλεων. Φωτογραφίζει γνωρίζοντας ότι οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεις, ανάγκες, επιθυμίες, αναμείξεις γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών. Οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως αναφέρουν όλα τα βιβλία οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα εμπορικές, είναι και ανταλλαγές συναισθημάτων, λέξεων, πόθων, αναμνήσεων. Αρκετοί φωτογράφοι μας έχουν προσφέρει σημαντικές εικόνες φωτογραφίζοντας συστηματικά τη πόλη που ζούσαν : ο Atget και ο Brassai το Παρίσι, ο Sudek τη Πράγα, ο Brandtτο Λονδίνο, ο Marlowτο Λίβερπουλ, ο Gentili τη Βενετία, ο Winogrand τη Νέα Υόρκη, ο Metzker το Σικάγο, ο Rivas τη Βαρκελώνη είναι μερικοί μόνο που μου έρχονται εύκολα στο νου. Ο Ken Schles όμως είναι ο μοναδικός που ξέρω, ο οποίος φωτογραφίζει με τον ίδιο τρόπο τόσο το άψυχο εξωτερικό αστικό τοπίο, όσο και το θορυβώδες πλημμυρισμένο από ζωή εσωτερικό των σπιτιών που ζει και των μπαρ που διασκεδάζει. Το μέσα και το έξω στις φωτογραφίες του Schles ενώνονται. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες του είτε είναι άγνωστοι περαστικοί σε εξωτερικούς δημόσιους χώρους, είτε είναι φίλοι και γνωστοί του σε ιδιωτικούς εσωτερικούς χώρους δεν ποζάρουν, δεν αντιλαμβάνονται καν την ύπαρξη του φωτογράφου, συνεχίζουν την δραστηριότητά τους ακόμα και όταν ο φακός συλλαμβάνει αδιάκριτα στιγμιότυπα των ανθρώπινων σχέσεων και λειτουργιών τους. Έτσι από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν προσόψεις κτιρίων, δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους που παρακολουθούν τα πυροτεχνήματα ή την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς ή απλά περπατούν, άδειοι διάδρομοι πολυκατοικιών, λουλούδια με θέα τον ακάλυπτο, ζευγάρια που φλερτάρουν και ερωτοτροπούν στο δρόμο, στα μπαρ, στο κρεβάτι ακόμη και στο πάτωμα του σπιτιού τους. Αυτή η χωρίς επιτήδευση αμεσότητα δίνει την αίσθηση στον θεατή των φωτογραφιών πως είναι και αυτός παρών, πως είναι και αυτός εκεί, αόρατος μέσα σε μια αόρατη πόλη.

Ο Ken Schles επιλέγει ευφυώς το ασπρόμαυρο φιλμ για να καταγράψει όλες αυτές τις καθημερινές καταστάσεις που βιώνει σε (άλλη μια) αντίθεση από την NanGoldin η οποία χρησιμοποιεί το πιο αληθοφανές έγχρωμο που την δυσκολεύει να υπερβεί την πραγματικότητα της περιγραφής. Ο Schles μάλιστα στην προσπάθειά του να επεκτείνει τη μη ρεαλιστική απεικόνιση «πουσάρει» τα υπερευαίσθητα φιλμ που χρησιμοποιεί για να τονίσει το κόκκο, ενώ συχνά καταφεύγει σε ανεστίαστες ή κουνημένες φωτογραφίες – τεχνικές που εναρμονίζονται με τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, που υπηρετούν το όραμα και την άποψη που έχει για τη φωτογραφία και πείθουν τον θεατή ότι όλα αυτά δεν γίνονται άσκοπα σαν φτηνά εφε.

Το “Invisible City” έγινε πολύ γρήγορα ένα καλτ βιβλίο, το οποίο έκτοτε έχει επηρεάσει μια ολόκληρη γενιά φωτογράφων. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κριτικοί απέρριψαν το φορμά του βιβλίου ως πάρα πολύ μικρό (17×23 εκ), ενώ αρνητικά σχόλια γράφτηκαν και για τον τρόπο παρουσίασης των φωτογραφιών στις σελίδες του χαρακτηρίζοντάς τον “αντι-φωτογραφικό”, οι New York Times το επέλεξαν ως ένα από τα αξιοσημείωτα βιβλία της χρονιάς (1988). Όταν μάλιστα ο Peter Galassi, ενθουσιασμένος με τη δουλειά του Schles, συμπεριέλαβε φωτογραφίες της “Αόρατης Πόλης” στην έκθεση που διοργάνωσε στο MoMA με τίτλο «More Than One Photography» (1992), η φήμη του βιβλίου απογειώθηκε, τα αντίτυπα του εξαντλήθηκαν γρήγορα και έγινε όλο και πιο δύσκολο να βρεθεί, επιτυγχάνοντας μια λατρευτική θέση ανάμεσα σε πολλούς φωτογράφους. Βρίσκονταν πια στις βιβλιοθήκες των συλλεκτών και η τιμή του έφτασε στα ύψη. Με τις δημοπρασίες στο Διαδίκτυο να γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς οι τιμές των αντιγράφων του βιβλίου εκτινάχτηκαν στα 800, στα 1.200, ακόμη και στα 2.000 δολάρια!

Το 2011 και εν όψει της επετείου της συμπλήρωσης 25 ετών από την πρώτη έκδοση (1988) του “Invisible City”, ο Schles αποτάθηκε εκ νέου στον Jack Woody, τον εκδότη της Twelvetrees Press, κυρίως γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι μπορεί μεν οι φανατικοί του είδους να γνώριζαν την “Αόρατη Πόλη” οι νέοι όμως λάτρεις της φωτογραφίας την αγνοούσαν. Η ιδέα της ανατύπωσης δεν ενθουσίασε τον εκδότη καθώς η τεχνολογία για την εκτύπωση με φωτοχαρακτική, που είχε χρησιμοποιηθεί για την αρχική έκδοση και στην οποία οφειλόταν ένα μεγάλο μέρος της ομορφιάς και της ποιότητας του βιβλίου, είχε εγκαταλειφθεί και κανείς δεν ήθελε να χάσει αυτή την αρχική αίσθηση του βιβλίου. Όμως, μέσα σε λίγους μήνες, συνέβησαν διάφορα γεγονότα που συνωμότησαν όχι μόνο στο να επανεκδοθεί το “Invisible City”, αλλά και να υπάρξει και η -κατά κάποιο τρόπο- συνέχειά του. Η διαδικτυακή ομάδα PHONAR του Πανεπιστήμιου του Coventry στην Αγγλία επέλεξε την “Αόρατη Πόλη” ως το “καλύτερο αφηγηματικό φωτογραφικό βιβλίο” (best narrative photobook). Ως εκ τούτου ο Matt Johnston, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στο στήσιμο της PHONAR, κάλεσε τον Schles και του ζήτησε να του επιτρέψει να “ανεβάσει” το βιβλίο του, μαζί με άλλα διαφόρων επιλεγμένων φωτογράφων, σε μια on line πλατφόρμα που είχε ονομάσει The Photobook Club, σε μια προσπάθεια να κάνει αυτά τα έργα γνωστά σε ένα νέο κοινό. Παράλληλα ο γκαλερίστας Howard Greenberg – με αίθουσες στο Παρίσι και το Λονδίνο – έδειξε το βιβλίο στον εκδότη Gerhard Steidl επειδή ήξερε ότι ο Steidl είχε αναπτύξει μια νέα μέθοδο εκτύπωσης η οποία προσομοίαζε ποιοτικά και αισθητικά στη παλιά μέθοδο της φωτοχαρακτικής. Ο Steidl ενδιαφερόταν να επανεκδώσει επιλεγμένα παλαιότερα βιβλία που βρίσκονταν εξαντλημένα εκτός κυκλοφορίας και έτσι ο Greenberg σκέφτηκε ότι το “Invisible City” μπορεί να ενδιέφερε τις εκδόσεις Steidl, κάτι που όντας επαληθεύτηκε με την επανέκδοση του βιβλίου το 2014. Ο Gerhard Steidl προσέφερε στον Schles την εν λευκώ επιλογή των φωτογραφιών για την ανατύπωση της “Αόρατης Πόλης”. Θα μπορούσε να αλλάξει τη μορφή ή να προσθέσει εικόνες, όπως είχε κάνει ο Kouldelka με τους “Τσιγγάνους” ή ο Davidson με το βιβλίου του για το “Subway”. Αλλά o Schles επέλεξε να αφήσει αναλλοίωτη την αρχική μορφή του βιβλίου, θεωρώντας το αναπόσπαστο μέρος της οπτικής κληρονομιάς της εποχής του. Απλά πρόσθεσε ορισμένα αποσπάσματα κειμένων, μεταξύ των οποίων των Kafka, Borges, Orwell.

Την ίδια εποχή ο Harper Levine του εκδοτικού οίκου Harper Books, ζήτησε από τον Schles να δουλέψει πάνω στην ίδια ιδέα της “Αόρατης Πόλης” με σκοπό να παρουσιάσει αυτή τη νέα δουλειά στο Μήνα Φωτογραφίας του Παρισιού. Επίσης τον πλησίασε και ο Jason Eskenazi και του ζήτησε να εκθέσουν το “Invisible City” σε ένα φεστιβάλ φωτογραφίας στην Προύσα της Τουρκίας. Πριν από αυτά τα γεγονότα ο Schles δεν είχε ξανασχοληθεί με την “Αόρατη Πόλη” για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Ήταν μια πρόκληση-πρόσκληση για τον Ken Schles. Έπρεπε να διασχίσει ένα όριο. Η Νέα Υόρκη είχε αλλάξει ριζικά σε σχέση με αυτήν στις φωτογραφίες της “Αόρατης Πόλης”. Η δουλειά του Schles παρέπεμπε σε μια μυθοποιημένη όψη της Νέας Υόρκης σε μια προ-Internet εποχή. Άλλωστε και η ίδια η φωτογραφία είχε αλλάξει. Ο τρόπος που κοιτάμε τις φωτογραφίες και τις μοιραζόμαστε έχει αλλάξει. Αυτά τα νέα στοιχεία συνωμότησαν ώστε να προκληθεί ένα νέο εξωτερικό ερέθισμα για φωτογράφιση. Το αποτέλεσμα αυτού του ερεθίσματος είναι το τελευταίο βιβλίο του Schles, “Night Walk”.

Ο “Νυχτερινός Περίπατος” ξεκίνησε αρχικά από την αναθεώρηση ορισμένων παλαιότερων φωτογραφιών που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην “Αόρατη Πόλη” και από την ιδέα μιας νέας δουλείας που θα μπορούσε να συνοδεύσει την επανέκδοση του “Invisible City”. Στη συνέχεια, καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξη αυτού του φωτογραφικού σχεδίου στάθηκε ο θάνατος των γονιών του Ken Schless. Αν και ήταν κάτι αναμενόμενο, καθώς ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχαν και οι δύο προσβληθεί από τη νόσο του Αλτσχάιμερ (γεγονός που είχε εμπνεύσει τον Schles στη φωτογραφική ενότητα “Oculus” με την οποία εξερευνούσε τη σύνδεση μεταξύ των φωτογραφικών εικόνων και της μνήμης), εντούτοις η απώλεια τους και η διαδικασία του πένθους που ακολούθησε, οδήγησαν τον Schles να ξανασκεφτεί τον θάνατο τόσο του αδελφού του, το 1988, τη χρονιά που εκδόθηκε το “Invisible City”, αλλά και τόσων άλλων θανάτων νέων ανθρώπων στη δεκαετία του ΄80 από AIDS και ναρκωτικά. Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να ξανακοιτάξει τα κοντακτ εκείνης της εποχής από τις ημέρες του East Village, από τα οποία ξεπηδούσαν ολοζώντανες οι μνήμες όλων αυτών των ανθρώπων που είχαν αιχμαλωτιστεί σε μια αιώνια ακινησία στα φιλμ του φωτογράφου. Κι ο ίδιος ο Schles εξεπλάγην με τη ζωτικότητα των ανθρώπων στις εικόνες του και εμπνεύστηκε τις φωτογραφίες που τράβηξε και αποτέλεσαν το υλικό του “Night Walk”. Τον τίτλο του βιβλίου τον δανείστηκε από ένα ομότιτλο ποίημα του Octavio Paz που βρήκε σκαλίζοντας τα κουτιά που είχε αποθηκευμένο το υλικό της “Αόρατης Πόλης”. To ποίημα τον ξεσήκωσε για να κάνει κι αυτός τον δικό του “Νυχτερινό Περίπατο”. Κάτι που στην ξεκίνησε σαν άσκηση, εξελίχθηκε σε εμμονή και ολοκληρώθηκε με την έκδοση του βιβλίου.

Αυτά τα δύο βιβλία, το “Invisible City” και το “Night Walk” αποτελούν ορόσημα για την δεκαετία του ’80. Το πρώτο επειδή κατέγραψε την ατμόσφαιρα εκείνης της δεκαετίας, όταν τόσα πολλά πολιτιστικά φαινόμενα επικάλυπταν το ένα το άλλο μέσα σε μια στιγμή, την οποία ο φωτογράφος έπρεπε να συλλάβει πριν χαθούν όλα για πάντα. Το δεύτερο επειδή εμπνεύστηκε από τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής, από τα θραύσματα του παρελθόντος και από τη προσπάθεια να ξορκιστούν οι θάνατοι που έχουν μεσολαβήσει. Σχετικό είναι και το απόσπασμα του T.S. Eliot με το οποίο κλείνει το βιβλίο: “Κάθε εμπειρία είναι ένα παράδοξο με την έννοια ότι ενώ είναι απόλυτη ταυτόχρονα παραμένει σχετική, και ενώ πάντα με κάποιο τρόπο σε ξεπερνά, εντούτοις ποτέ δεν μπορείς να της ξεφύγεις”

 Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2019

Bibliography: Monographs by Ken Schles

  • 1988 Invisible City: Photographs By Ken Schles, Twelvetrees Press
  • 2001 The Geometry of Innocence, HatjeCantz
  • 2008 A New History Of Photography: The World Outside And The Pictures In Our Heads, White Press
  • 2011 Oculus, Noorderlicht
  • 2014 (2015 US release) Night Walk, Steidl (reprint 2017)
  • 2014 (2015 US release) Invisible City, Steidl (2nd printing, reprint 2016)