Mimmo Jodice (1934-)

Ο Domenico “Mimmo” Jodice γεννήθηκε το 1934 σε μια λαϊκή συνοικία της Νάπολης, τη Σανιτά. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας του και καθώς έχασε πολύ νωρίς τον πατέρα του αναγκάστηκε να δουλέψει αμέσως μετά το γυμνάσιο. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να σπουδάζει και να ενδιαφέρεται με πάθος για τις τέχνες, το θέατρο, τη κλασσική μουσική και τη ζωγραφική. Το 1962 παντρεύτηκε την Angela Salomone, αξιόπιστη συνεργάτη σε όλη τη ζωή του, και μητέρα των τριών παιδιών τους, της Barbara, του Francesco και του Sebastiano. Την ίδια περίοδο θα αρχίσει να πειραματίζεται με τη φωτογραφία. Αυτοδίδακτος στη νέα τέχνη, οργανώνει το 1964 ένα σκοτεινό θάλαμο στο σπίτι του και καταπιάνεται με το κοινωνικό ρεπορτάζ στρέφοντας το βλέμμα του στις γειτονιές της Νάπολης και στους κατοίκους της. Στα σοκάκια και τις πλατείες, στην περίμετρο της παλιάς πόλης, χρησιμοποιώντας σαν σκηνικό το θαυμάσιο αν και υποβαθμισμένο αρχιτεκτονικό περιβάλλον, ο Jodice αφήνεται σε μια απεικόνιση όπου το παρόν συνεχίζει το διάλογο με το παρελθόν. Ακολουθώντας το κυρίαρχο ρεύμα εκείνης της εποχής – που έχει επικρατήσει να το ονομάζουμε «φωτογραφία δρόμου», αλλά ταυτόχρονα επηρεασμένος από τον νεορεαλισμό του ιταλικού κινηματογράφου, καταγράφει το τελετουργικό στη θρησκεία και την καθημερινή ζωή, ενδιαφέρεται για την περιθωριοποίηση των ασθενών και των  αδύναμων συμπολιτών του, καθώς επίσης και για την απόρριψη όσων δεν προσαρμόζονται με τις καθεστηκυίες νόρμες. Φωτογραφίζει τις ναπολιτάνικες παραγκουπόλεις, τους τρόφιμους στις φυλακές και τα ψυχιατρικά άσυλα, εργάτες στα εργοστάσια, τις θρησκευτικές πομπές. Η ματιά του φανερώνει τον παρατηρητή που συμπαθεί τους πρωταγωνιστές του στην καθημερινότητά τους, αλλά και τον διανοούμενο που λαμβάνει υπόψη του το μεγάλο πολιτιστικό και ιστορικό παρελθόν αυτού του τόπου και το εντάσσει θεατρικά και τελετουργικά στη σύγχρονη ζωή της Νάπολης. Η δουλειά αυτή με τίτλο “Vedute di Napoli” (Απόψεις της Νάπολης) εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1967, στο βιβλιοπωλείο La Mandragola της γενέτειράς του και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1980 από τις Εκδόσεις Mazzotta.

Το 1968 αρχίζει μία περίοδος γνωριμίας του με τα διάφορα στυλ σύγχρονης τέχνης όπως η Pop Art, η Art Povera και το Fluxus, ενώ συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς πρωτοπορίας, από τον Warhol στον Rauschenberg και τον Jasper Johns, κι από τον Mertz και τον Κουνέλλη στον Acconci και τον Ginsberg. Το 1970 εκλέχθηκε καθηγητής φωτογραφίας στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης, θέση που διατήρησε ως το 1996. Στη δεκαετία του ’70 επηρεασμένος από τον σουρεαλισμό, παθιασμένος με τον De Chirico αλλά και τον Bill Brandt, στρέφεται σε φορμαλιστικές κατασκευές μακριά από την ρεαλιστική απεικόνιση. Πολλαπλές εκτυπώσεις (Progetto Stroboscopico), σκίσιμο και επανένωση της φωτογραφίας, παραμόρφωση με τη χρήση απότομης προοπτικής, ασαφείς αντανακλάσεις, υιοθέτηση εκτυπώσεων με πολύ υψηλό κοντράστ χαρακτηρίζουν τις φωτογραφικές του απόπειρες εκείνης της εποχής, οι οποίες φανερώνουν μεν το ανήσυχο και διερευνητικό πνεύμα του Jodice, αλλά δεν συγκαταλέγονται στις σπουδαιότερες των φωτογραφιών του. Αυτές οι φωτογραφικές του ανησυχίες προσεγγίζουν περισσότερο την εννοιολογική τέχνη (conceptual art) και περιλαμβάνονται στην ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Ricerca e Sperimentazione” (Έρευνα και Πειραματισμός). Από το 1975 ως το 1994 ο Jodice υπήρξε καθηγητής φωτογραφίας στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης.

Σε μια διάσημη φωτογραφία του στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, ο Jodice, αποτυπώνει μια ηλικιωμένη γυναίκα, που βρίσκεται έγκλειστη σε ψυχιατρικό ίδρυμα, να κρύβει το πρόσωπό της πίσω από ένα μαντήλι που κρατά σφιχτά τα χέρια της,  αφήνοντας να ξεπροβάλουν μόνο τα πυκνά φρύδια και το μέτωπο της. Το πρόσωπο εξαλείφεται. Το άτομο έχει ενσωματωθεί στο χώρο και αυτή η αίσθηση επιτείνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο λευκό του μαντηλιού και στο επίτηδες σκοτεινιασμένο φόντο στο βάθος. Η φωτογραφία αυτή σηματοδοτεί μια ουσιαστική αλλαγή στη φωτογραφική γλώσσα του Jodice. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 εξαλείφει το ανθρώπινο στοιχείο από τις φωτογραφίες του, σταματά να αποτυπώνει πολύβουες σκηνές της ναπολιτάνικης ζωής και στρέφει τη προσοχή του κυρίως στα τοπία – φυσικά και αστικά, στους αρχαιολογικούς χώρους, στη μελέτη των αγαλμάτων και των αρχαίων αντικειμένων. Το έργο του πλέον αρχίζει να αποκτά μια μεταφυσική χροιά, η οποία πηγάζει από τις πνευματικές ρίζες του αρχαίου κόσμου που τον περιβάλλει και κυρίως από το πολιτιστικό στερέωμα της Μεσογείου που έγινε το επίκεντρο της φωτογραφίας του για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Ένα μεταφυσικό φως κάνει σταδιακά την είσοδό του με σκοπό να αναδείξει τις μορφές των αρχαίων γλυπτών και να εξάγει από το ναπολιτάνικο σκοτάδι τις φόρμες των ιστορικών μνημείων. Δουλεύοντας αποκλειστικά με ασπρόμαυρο φιλμ και μην υποκύπτοντας στην ευκολία της ψηφιακής εποχής, ο καλλιτέχνης μας οδηγεί σε μια πορεία ανάκτησης της μνήμης, ανακατασκευής μιας εικόνας των πολιτισμών που σημάδεψαν την αρχαία ιστορία της mare nostrum, της Μεσογείου Θάλασσας. Αυτή η Μεσόγειος των πολιτισμών, η οποία συνεχίζει να είναι θέατρο ζυμώσεων που επηρεάζουν ολόκληρο τον κόσμο. Σε αυτό το συναρπαστικό ταξίδι πίσω στο χρόνο, ερείπια και αγάλματα επιστρέφουν στη ζωή καθώς οι αρχαίοι κάτοικοι της προγονικής γης, οι θεοί και οι ήρωες, στις φωτογραφίες του Jodice φαίνεται να εκφράζουν τα δικά μας, σημερινά, συναισθήματα.

Σαν ένας σύγχρονος Οδυσσέας ο Jodice περιπλανάται στη λεκάνη της Μεσογείου, στο λίκνο τόσων πολιτισμών, σε ένα επικό ταξίδι που ο ίδιος περιγράφει ως «ένα ταξίδι σε αναζήτηση του παρελθόντος». Ενός παρελθόντος που ακόμη επηρεάζει το παρόν μας. Το αποτέλεσμα, αυτής της προσπάθειας, είναι ότι πιο προσωπικό και σημαντικό έχει πετύχει ο Jodice μέχρι σήμερα. Δεν αρκείται στη καταγραφή των αρχαιολογικών μνημείων και τα έργων τέχνης, αλλά έχει ως στόχο να ξαναβρεί την αίσθηση του κλασικού πνεύματος, παρουσιάζοντάς το με ένα ζωντανό και πρωτότυπο τρόπο. Οι φωτογραφίες του από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Τυνησία, τη Συρία και την Ιορδανία, αποτελούν συγκερασμό της ιστορίας και τη μυθολογίας του πολιτισμού της Μεσογείου. Ερειπωμένοι ναοί, χαμένες πόλεις, ηρωικά τοπία, θεοί και θεές, η θέα του Βεζούβιου και της πανταχού παρούσας θάλασσας ξεπερνούν τους περιορισμούς του ιστορικό τους πλαισίου. Οι γοητευτικές φωτογραφίες του Jodice μας προσφέρουν τη μαρτυρία της πολύπλοκης ικανότητας όρασης ενός δημιουργού και προκαλούν την αντίστοιχη ικανότητα επικοινωνίας εκ μέρους του θεατή.

Σημαντικό μερίδιο του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι φωτογραφίες του Jodice οφείλεται στην πρωτότυπη επεξεργασία που πραγματοποιείται στο σκοτεινό θάλαμο. Ο καλλιτέχνης εκτυπώνει μόνος του τις φωτογραφίες προσδίδοντας τους μια ψευδαίσθηση κίνησης, προκειμένου να υποστηρίξει τη πεποίθησή του ότι «κάθε τι είναι φευγαλέο και κάπως απόρθητο». Το επιλεκτικό φλουτάρισμα ορισμένων μόνο περιοχών της φωτογραφίας, η περιορισμένη χρήση της τεχνικής ζουμ-άουτ, το ιδιαίτερο φως της Μεσογείου και η πλούσια γκάμα των γκρίζων τόνων που μεσολαβούν ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο των εικόνων του, αποκαλύπτουν μια εντελώς πρωτότυπη και ενδεχομένως μοναδική αντιμετώπιση ενός θέματος – των αρχαιολογικών χώρων – που δεν προσφέρεται για πειραματική-δημιουργική προσέγγιση. Ο Mimmo Jodice όμως το τολμά και τα καταφέρνει. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της δουλειάς συγκεντρώθηκε στο λεύκωμα “Mediterranean” που εξέδωσε ο οίκος Aperture το 1995.

Η αλλαγή της φωτογραφικής του προσέγγισης γίνεται ολοφάνερα αισθητή και στις φωτογραφίες που συνεχίζει να παίρνει από την αγαπημένη του Νάπολη στη δεκαετία του ΄80. Ένα αυτοκίνητο σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι της καλυμμένο, σαν τα πτώματα της Μαφίας, με ένα άσπρο σεντόνι που το θροΐζει ένα αεράκι μοιάζει σαν ευθεία αναφορά με το καλυμμένο με το μαντήλι πρόσωπο της γυναίκας στο ψυχιατρείο λίγα χρόνια πριν.  Ένα άλλο αυτοκίνητο, της ίδιας επίσης περιόδου, δεσπόζει τεράστιο σε πρώτο πλάνο. Η θάλασσα βρίσκεται στο βάθος. Αυτό το αυτοκίνητο μπορεί να εξομοιωθεί με μια δυσκίνητη, παχύσαρκη ανθρώπινη φιγούρα, ίσως με το σώμα ενός θαλάσσιου κήτους με ένα και μόνο τεράστιο μάτι.

Καθώς γίνεται όλο και πιο γνωστός, το 1993, του ανατίθεται από το Paris Audiovisuel να φωτογραφίσει τη γαλλική πρωτεύουσα. Η προσωπική ανάγνωση της πόλης του Παρισιού από τον Mimmo Jodice, η οποία επικεντρώθηκε στις ιστορικές και μνημειακές πτυχές της γαλλικής πρωτεύουσας, καθώς και στον ρόλο της ως σύγχρονης μητρόπολης εκδόθηκε το 1998 με τίτλο: “Paris, City of Light” και συνοδεύτηκε από έκθεση στο Maison Européenne de la Photographie στο Παρίσι. Ακολουθούν και άλλες μητροπόλεις τις οποίες κατέγραψε συστηματικά με τον φακό του ο Jodice, όπως η Βοστώνη και η Νέα Υόρκη το 2001-2002, το Σαo Πάολο το 2003 – έργο που του είχε ανατεθεί για να τιμήσει την 450η επέτειο της ίδρυσης της πόλης – η Μόσχα και το Τόκυο το 2006. Οι πιο αντιπροσωπευτικές από αυτές τις φωτογραφίες περιελήφθησαν στα λευκώματα “Visibile Cities” και “Villes Sublimes”. Άλλες σειρές φωτογραφιών του είναι η: “Natura”, που περιλαμβάνει τοπία, αλλά και κοντινές λεπτομέρειες φυτών, πάντα τραβηγμένα με τον χαρακτηριστικό τρόπο του Jodice, η “Eden”, με αλλόκοτες φωτογραφίες που εικονίζουν, ψάρια, χταπόδια, αρνίσια κεφαλάκια, πόδια από κοτόπουλα, μια μηχανή του κιμά, αλλά και εσωτερικά σπιτιών και πορτραίτα.

Το 2008, το ενδιαφέρον του Jodice επέστρεψε στο ανθρώπινο πρόσωπο, θέμα που είχε ερευνήσει στην αρχή της καριέρας του ως φωτογράφος. Στα πλαίσια της εορταστικής εκδήλωσης της 50ης επετείου της επανέναρξης του, το Μουσείο Capodimonte, ανατέθηκε σε τρεις καλλιτέχνες, τον Olivo Barbieri, τον Craigie Horsfield και τον Mimmo Jodice, να πραγματοποιήσουν ένα φωτογραφικό έργο της επιλογής του. Στο πλαίσιο αυτό, ο Jodice έθεσε τα πρόσωπα των σύγχρονων Ναπολιτάνων, έτσι όπως τα είχε φωτογραφήσει ο ίδιος, σε απ΄ ευθείας διάλογο με τα ζωγραφικά πορτραίτα των μεγάλων καλλιτεχνών της συλλογής του μουσείου. Λεπτομέρειες που απεικονίζουν πρόσωπα από πίνακες των Carracci, Parmigianino, Artemisia Gentileschi και Caravaggio αντιπαρατίθενται με τα φωτογραφικά πορτραίτα του Jodice επιδιώκοντας να καταστήσουν σαφές ότι οι φυσιογνωμίες και οι εκφράσεις του των κατοίκων της Νάπολης δεν έχουν αλλάξει καθόλου με το πέρασμα των αιώνων. Έτσι, το  πρόσωπο της γυναίκας που συμμετέχει στη λιτανεία της Madonna dell’ Arco (1972) έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, και την ίδια αγωνία που έχει και το πρόσωπο του Μαρσύα (1637) του José de Ribera ή Jusepe de Ribera ή «Lo Spagnoletto – ο μικρός Ισπανός», όπως ήταν γνωστός στην Ιταλία. Το βλέμμα του νεαρού αξιωματικού από τον πίνακα του Luca Giordano αντικατοπτρίζεται αναλλοίωτο και απαράλλακτο στο μικρό αλάνι που επιζεί κάνοντας μικροθελήματα στους δρόμους τη δεκαετία του ΄60.  Το έργο με το χαρακτηριστικό τίτλο Transitiεκδόθηκε συνοδευόμενο από δοκίμια των Francesco Rosi, Nicola Spinosa και Cristiana Colli.

Την ίδια χρονιά ο Jodice προσκλήθηκε από το Μουσείο του Λούβρου με σκοπό να επαναλάβει ένα αντίστοιχο έργο βασιζόμενος στην καλλιτεχνική κληρονομιά του Μουσείου. Ο Jodice δημιούργησε μια σειρά από κοντινά πορτρέτα των εργαζομένων στο Λούβρο, από τον διευθυντή μέχρι τους φύλακες, ενώ παράλληλα φωτογράφισε έντονα περικομμένα πρόσωπα από έργα ζωγραφικής των Delacroix, David, Leonardo, Raphael, Parmigianino και άλλων. Το αποτέλεσμα ήταν μια ακολουθία προσώπων με έμφαση στο βλέμμα, στην οποία ζωντανοί και νεκροί, φωτογραφημένοι ή ζωγραφισμένοι, εναλλάσσονται σε απόλυτη συνέχεια. Το έργο αυτό με τον τίτλο: Le yeux du Louvre στάθηκε η αφορμή για να αποκτήσει ο Jodice τον τίτλο του Ιππότη του Τάγματος Τεχνών από τον Γαλλικό Υπουργεία Πολιτισμού, ενώ η έκθεση αυτών των φωτογραφιών μεταφέρθηκε το 2012 στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της έκθεσης “Το μουσείο μέσα στο μουσείο”.

Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που φωτογραφίες του Jodice παρουσιάζονταν στην Ελλάδα. Τo 1994, στα πλαίσια της 7ης Φωτοσυγκυρίας, αυτού του σημαντικού φωτογραφικού φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, το Ιταλικό Ινστιτούτο είχε διοργανώσει μια μεγάλη έκθεση του Mimmo Jodice με τίτλο ”Λήθη της Μεσογείου”. Από τον κατάλογο της έκθεσης μεταφέρω αυτούσιο το εισαγωγικό σημείωμα του Predrag Matvejevic, ο οποίος είχε επίσης επιμεληθεί και την έκδοση του λευκώματος “Mediterranean”.

ΛΗΘΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Η μεσογειακή φωτογραφία δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη γοητεία του τοπίου. Μόνο συμπτωματικά ο Mimmo Jodice φωτογραφίζει το τοπίο με την τρέχουσα έννοια του όρου. Για τον καθορισμό της προσέγγισής του μπορεί, εν ανάγκη, να είναι χρήσιμη η διάκριση μεταξύ χώρου και τόπου: από τη μία πλευρά ο χώρος, λίγο πολύ ουδέτερος και ακαθόριστος, κι από την άλλη ο οικείος, ο πιο φιλικός τόπος. Ο Jodice ελκύεται μόνο από εκείνους του τόπους που, στο παρελθόν ή το παρόν, έχουν το δικό τους πνεύμα (Genius loci). Αποφεύγει εντέλει την κοινοτοπία, τόσο συχνή στις μεσογειακές φωτογραφίες του χθες και του σήμερα.

Η έρευνα του Mimmo Jodice συνοδεύεται από ένα σταθερό ερωτηματικό. Το συμβάν διαχέεται στο χώρο, συγκεντρώνεται στον τόπο: το βλέμμα του καλλιτέχνη σταματάει εκεί όπου το δράμα έλαβε ήδη χώρα, εκεί όπου τα ίχνη του και οι συνέπειές του μπορούν να ξαναβρεθούν και να επαληθευθούν. Τα πρώτα καλέσματά του φθάνουν από τα φαινόμενα και τις οπτασίες: η έντονη επιθυμία να τα αναστήσει, να τα “κάνει να φανούν” συνοδεύεται, συχνά, από έναν αβάσταχτο ίλιγγο και, ακόμα πιο συχνά, από μια έντονη νοσταλγία. Ο φωτογράφος επιλέγει για τη φωτογράφιση την στιγμή που το αντικείμενο της έρευνάς του (ή το θέμα του, αν θέλουμε) αποκαλύπτεται πιο εξαιρετικό ή πιο σημαντικό. Εκείνες τις προνομιακές στιγμές, που φθάνουν μετά από μακρά αναμονή, η τοπογραφία και το πρόσκαιρο επανασυνδέονται χωρίς συγκρούσεις. Οι θεματικές επιλογές βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την επιλογή αναχώρησης αυτού του ποιητή της φωτογραφίας.

Η δουλειά του Mimmo Jodice προσδιορίζεται από τις αρνήσεις του και τον ασκητισμό του μάλλον παρά από τις καταφάσεις ή από την εκδήλωση μίας φωτεινής ευθυμίας. Αισθάνεται αποστροφή για κάθε εξομολόγηση και για κάθε ευφράδεια, καλλιεργεί την αποσιώπηση και τη διακριτικότητα, αφιερώνεται σ’ έναν λυρισμό τόσο συγκροτημένο όσο και παθιασμένο. Μια προσεκτική ανάγνωση των προηγούμενων πλαστικών προτύπων (Magritte, de Chirico και Man Ray, μεταξύ των άλλων) εμπλούτισε την κουλτούρα του χωρίς να επηρεάσει την οπτική του. Η κοινωνική έμπνευση, που χαρακτήρισε την ιταλική φωτογραφία των δεκαετιών του ’60 και του ’70, του έδωσε κάποια ερεθίσματα χωρίς παρ’ όλα αυτά να αποτελέσει μία μορφή στράτευσης. Το εννοιολογικό (ή εννοιοκρατικό) κύμα προσέλκυσε την προσοχή του χωρίς εν τούτοις να την καθυποτάξει. Ο Mimmo Jodice δεν έπαψε ποτέ να ανησυχεί βαθιά για τη μοντέρνα φωτογραφία χωρίς να ακολουθεί τις μόδες για τις οποίες διέπεται, και χωρίς να κάνει παραχωρήσεις στην αγορά. Η ερευνά του διέσχισε τα σύνορα της θάλασσάς μας χωρίς να προδώσει το μεσογειακό πνεύμα και χωρίς να αφεθεί στην εξάρτησή του.

Μία τόσο ριζοσπαστική επιχείρηση μας δημιουργεί την επιθυμία λεπτομερούς περιγραφής της, καθορισμού των σημείων εκκίνησης ή των καταληκτικών λήψεων θέσης. Τα “δικαιώματα βλέμματος” δεν είναι a priori κωδικοποιημένα. Η φωτογραφική μηχανή δεν κατέχει αφ’ εαυτής καμία πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση η αναπαράσταση πρέπει να είναι προμελετημένη: απαιτεί μία μακρά αναμονή και χρειάζεται μία άμεση συνάντηση. Τόποι, γεγονότα, πράξεις – εκεί όπου το παρελθόν μοιάζει να ‘χει καταργηθεί και όπου παγιώνεται ένα εσωτερικό βλέμμα, εκεί όπου τα πρόσωπα και τα χνάρια – πολυάριθμα ίχνη και σημάδια παραμένουν συσσωρευμένα. Απομένει η μετάφρασή τους σε μία άλλη γλώσσα. Η μετατροπή μίας απουσίας σε παρουσία. Η κατά διαλείμματα πορεία και η παρέμβαση μόνο σε ενδιάμεσες παύσεις. Ο εκ των προτέρων υπολογισμός του χρόνου της πόζας και του χρόνου της έκθεσης. Η αναμέτρηση με τον εύθραυστο και ανεπανόρθωτο χαρακτήρα του φωτογραφικού φιλμ. Ο συνεχής καθορισμός της διαφοράς μεταξύ φωτός και φωτισμού: εδώ πρόκειται για εκείνο το “μεταφυσικό φως” της Μεσογείου για το οποίο μιλούσε ο de Chirico. Τέλος πρέπει να ψάξουμε πάλι τον τόπο, να βρούμε την κατάλληλη στιγμή, να καταλήξουμε σε μία συμφωνία με τον Καιρό*, να ανατρέξουμε στην τομή, την έλλειψη, τη λιτότητα ή σε κάποια άλλη απροσδιόριστη μορφή. Με αυτούς τους όρους θα μπορούσε να γίνει μία προσπάθεια καθορισμού μίας ποιητικής του Mimmo Jodice. Αυτή η αναζήτηση συνεπάγεται ένα νομαδικό πεπρωμένο. Συνοδεύουμε αυτό το νομάδα στους αγαπημένους του τόπους: απ’ το Pozzuoli στο Ercolano ή απ’ το Paestum στη Nimes, από τη Villa Adriana στη Villa Jovis, απ’ τους βυθισμένους θησαυρούς των Συρακουσών στους διαβρωμένους βράχους της Sperlonga, από τη Σικελία στο Κάπρι και παραπέρα. Ακολουθεί διαδρομές που πιστεύαμε πως γνωρίζαμε καλά και μας δείχνει εκείνα που δεν είχαμε ποτέ διακρίνει.

 * Αρμονία, κατάλληλος χρόνος (αρχαία ελληνικά)

 

Χρήστος Κοψαχείλης, Φεβρουάριος 2018

Βιβλιογραφία

  • Mimmo Jodice : Vedute di Napoli / Mazzotta, 1980
  • Mimmo Jodice : I Grandi Fotografi / Gruppo Editoriale Fabbri, 1983
  • Mimmo Jodice : Passe Interieur / Contrejour, 1993
  • Mimmo Jodice : Mediterranean / Aperture, 1995
  • Mimmo Jodice : Paris, City of Light / Aperture, 1998
  • Mimmo Jodice : Eden / Art Books Intl Ltd, 2000
  • Mimmo Jodice : Retrospettiva 1965-2000 / Galleria Civica d’Arte Moderna e Contemporanea di Torino, 2001
  • Mimmo Jodice : Visibile Cities / Charta Εditions, 2006
  • Mimmo Jodice : Transiti / Electa, 2008
  • Mimmo Jodice : Le yeux du Louvre / Musèe du Louvre, 2011
  • Mimmo Jodice : Villes Sublimes / Musée McCord Editions, 2012