Ο κλάδος της φωτογραφίας με τη μεγαλύτερη αίγλη και τις υψηλότερες αμοιβές είναι αυτός της μόδας. Οι φωτογράφοι ήρθαν να αντικαταστήσουν σταδιακά τους εικονογράφους οι οποίοι με τα σχέδια τους παρουσίαζαν τα ρούχα στα περιοδικά και ενημέρωναν τις υποψήφιες πελάτισσες για τα νέα προϊόντα και τις τάσεις της μόδας. Η ζωντάνια και η ρεαλιστικότατα των φωτογραφιών προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και τόσο θετική εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό που είχε σαν αποτέλεσμα τη προσέλκυση των καλύτερων φωτογράφων στη φωτογραφία μόδας.

Οι πραγματικά καλές φωτογραφίες μόδας είναι τεχνικά άρτιες, αισθητικά αξιόλογες και σε μερικές περιπτώσεις τόσο όμορφες, που κάνει πολλούς να τις κατατάσσουν ανάμεσα στα πετυχημένα παραδείγματα της Τέχνης της φωτογραφίας. Η ευρεία διάδοση και χρήση της φωτογραφίας στις μέρες μας σε συνδυασμό με την αντίληψη που πρωτοεμφανίστηκε τις δυο-τρεις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα ότι ο κάθε εν γένει δημιουργός έπρεπε να αποκαλείται καλλιτέχνης, συνέβαλαν στη κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στην εφαρμοσμένη-εμπορική και τη καλλιτεχνική φωτογραφία, αφού η Τέχνη άρχισε να λειτουργεί σαν μοχλός κοινωνικής καταξίωσης.

Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των εμπορικών φωτογραφιών –και η φωτογραφία μόδας σαφώς συγκαταλέγεται σε αυτό το είδος– είναι ότι απευθύνονται κατ’ ανάγκη στο πλατύτερο δυνατό κοινό και ως εκ τούτου πρέπει να είναι έτσι φτιαγμένες, ώστε να πετύχουν την ταχύτερη και σαφέστερη επικοινωνία με το κόσμο. Έχουν ένα σκοπό: να πείσουν. Όταν τα καταφέρουν είναι καλές, είναι επιτυχημένες. Αντίθετα η καλλιτεχνική φωτογραφία βρίσκεται στον αντίποδα. Ξεκινά από άλλη αφετηρία και τα κίνητρα της είναι διαφορετικά. Οι εικόνες παράγονται από μια εσωτερική ανάγκη του φωτογράφου-δημιουργού. Η επικοινωνία δεν είναι στόχος, είναι ευχή. Η δημοσιογραφία, η διαφήμιση, η μόδα ασχολούνται με το σήμερα, με το επίκαιρο, με το εφήμερο. Η καλλιτεχνική δημιουργία όμως χρησιμοποιεί το επίκαιρο για να μιλήσει και να αγγίξει το αιώνιο. Βεβαίως και η εμπορική φωτογραφία στις μέρες μας έχει βελτιωθεί ποιοτικά, αλλά δεν πρέπει όμως να συγχέουμε το όμορφο, το καλαίσθητο, το ευρέως αποδεκτό με το καλλιτεχνικό.

Ο σκοπός των περιοδικών μόδας δεν είναι μόνο ο προφανής, δηλ η προώθηση των ενδυμάτων και των λοιπών αξεσουάρ της μόδας, αλλά κυρίως η προβολή ενός συγκεκριμένου life style των ευκατάστατων ανθρώπων. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουν να επηρεάσουν τον τρόπο ζωής των λιγότερο ευνοημένων ανθρώπων ώστε οι διακοπές στο χωριό να γίνουν διακοπές στη Κυανή Ακτή, το βραστό βοδινό να γίνει βοδινό Ουέλινγκτον και μέσα από αυτήν τη διαδικασία να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα, πού προκαλεί τους αναγνώστες να αγοράσουν ό,τι διαφημίζεται στα περιοδικά και να ντυθούν, ακόμα και ράβοντας μόνοι τους τα ρούχα, σύμφωνα με τη μόδα πού επιδεικνύουν τα μοντέλα. Ο φωτογράφος έχει αρκετούς ανθρώπους πού στέκονται πάνω από το κεφάλι του, έτοιμοι να του υπενθυμίζουν αυτόν το σκοπό: το σχεδιαστή των φορεμάτων και των άλλων αξεσουάρ, τον κατασκευαστή, τον κομμωτή, τον μακιγιέρ, τον στυλίστα και – μια πού όλες οι φωτογραφίες προορίζονται για έκδοση – τον art director και τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Έτσι γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ο φωτογράφος δεν είναι ελεύθερος να δημιουργήσει μόνος του τις δικές του εικόνες, αλλά πρέπει να συγκεράσει τις γνώμες όλων των ειδικών και να υλοποιήσει τις εντολές τους.

Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα της βήματα, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, η φωτογραφία μόδας είχε λιγότερους περιορισμούς κι αυτό γιατί τότε δεν χρειαζόταν να καινοτομεί διαρκώς. Ότι κι αν γινόταν ήταν καινούργιο και εντυπωσίαζε. Απ’ την άλλη ορισμένοι από τους πιο πετυχημένους φωτογράφους εκείνης της περιόδου είχαν μια πραγματικά προσωπική εξοικείωση με το χώρο της μόδας. Ο πρωτοπόρος Adolph de Meyer, η γυναίκα του οποίου ήταν όπως λέγεται νόθα κόρη του Εδουάρδου VII, είχε ένα βενετσιάνικο παλάτι, ένα κτίριο στο Λονδίνο και ένα σπίτι στη Νότια Αγγλία, δώρα – καθώς έλεγαν οι φήμες – του Βασιλιά πεθερού του. Ήταν ένας σωματώδης, εξωτικός τύπος με μπαστούνι. Κοιμόταν κάτω από μια κουβέρτα μινγκ και προστάτευε τα βαμμένα μπλε μαλλιά του μ’ ένα δίχτυ, όσο εργαζόταν στο στούντιο. Ο Cecil Beaton, γιος ενός Άγγλου έμπορου ξυλείας, αποφοίτησε από τα καλύτερα σχολεία (Χάρροου και Κέιμπριτζ) πριν μεταπηδήσει στα ανώτερα στρώματα της Λονδρέζικης κοινωνίας, οπού μπορούσε να ικανοποιήσει τη διπλή επιθυμία του: Δεξιώσεις και κομψό ντύσιμο. Κάποτε εγκατάλειψε το συμβατικό ντύσιμο και εμφανιζόταν κάθε μέρα με διαφορετική φανταστική μεταμφίεση, κι όχι απαραίτητα ανδρική.

Ο George Hoyningen Huene χρησιμοποιούσε σπάνια τον τίτλο του Βαρόνου και είχε αριστερούς φίλους, αλλά δεν αποχωριζόταν ποτέ μια φωτογραφία του πατέρα του, Barthold Theodor, ενός αριστοκράτη της Βαλτικής, σταυλάρχη του Τσάρου Αλέξανδρου Γ΄, ο οποίος στολισμένος με όλα του τα παράσημα προπορευόταν του διαδόχου του Νικόλαου Β’ στην τελετή στέψης του 1894 στη Μόσχα. Η μητέρα του, η Αμερικανίδα Emily AnneNanLothrop, ήταν κόρη του προξένου των Η.Π.Α και έκτακτου εκπρόσωπου στην αυτοκρατορική Αυλή. Ο γεννημένος το 1900 George είχε εφοδιαστεί από πολύ μικρός με κλασική αισθητική και μια ασύγκριτη καλλιτεχνική παιδεία καθώς η γιαγιά του τον πήγαινε βόλτες στις αίθουσες του μουσείου Hermitage στα Χειμερινά Ανάκτορα του Τσάρου. Έχοντας μεγαλώσει στο αριστοκρατικό περιβάλλον της Αγίας Πετρούπολης, εκτός από γνώση για την τέχνη είχε εξοικειωθεί και έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τα ωραία ρούχα και τις τάσεις της μόδας. «Ήταν ένας κόσμος», όπως είπε αργότερα, «στον οποίο οι άνδρες ήταν άνδρες και οι γυναίκες ήταν γυναίκες·- οι σύγχρονοι άνθρωποι μου φαίνονται να έχουν μεικτό φύλο».

Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 έφερε ένα δραματικό τέλος στο πολυτελή τρόπο ζωής της οικογένειας Huene. Η περιουσία τους κατασχέθηκε και οι ίδιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία και να καταφύγουν αρχικά στην Αγγλία. Ο έφηβος ακόμη George αρχικά ονειρευόταν να ανακτήσει τη γονική περιουσία του και γι’ αυτό το λόγο  συμμετείχε στην καταστροφική εξόρμηση της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης εναντίον των Ερυθρών Μπολσεβίκων το 1918. Ωστόσο, το φιάσκο της εκστρατείας τον δίδαξε ότι οι δείκτες στο ρολόι της ιστορίας δεν γυρίζουν πίσω και ότι θα έπρεπε να σφυρηλατήσει μια νέα ζωή για τον εαυτό του στη Δύση. Εγκαθίσταται στο Παρίσι χαρούμενος στην ιδέα να ζει σε μια πόλη με τόσο υψηλή τέχνη, για την οποία είχε από μικρός πάθος. Παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής με τον φημισμένο κυβιστή Andre Lhote, μαθητές του οποίου υπήρξαν επίσης ο Henri Cartier-Bresson και η Lisette Model. Ενστικτωδώς στρέφεται προς τον κόσμο της υψηλής ραπτικής τον οποίο άλλωστε θεωρούσε ως μια άλλη εκδήλωση της τέχνης, και γρήγορα διαπίστωσε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει υψηλά εισοδήματα σαν εικονογράφος μόδας. Αρχικά συνεργάστηκε με την αδελφή του Betty, η οποία είχε μια εταιρεία παραγωγής ρούχων και στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος και τις διασυνδέσεις της μητέρας του, επέκτεινε  το πελατολόγιό του πουλώντας εικονογραφήσεις στο Harper’s Bazaar, στο Women’s Wear και στο Le Jardin des modes.

Ανάμεσα στις νέες γνωριμίες του Huene στο Παρίσι ήταν και ο φωτογράφος Man Ray με τον οποίο συνεργάστηκε σε μια ιδέα του για τη δημιουργία ενός portfolio με τίτλο: «Οι πιο όμορφες γυναίκες στο Παρίσι». Ο ρόλος του Huene ήταν μόνο η αναζήτηση των γυναικών, αλλά αυτό το φιλόδοξο σχέδιο εντυπωσίασε τόσο πολύ την Edna Woolman Chase, αρχισυντάκτρια τότε της γαλλικής Vogue, που πρόσφερε στον Huene, το 1926, την «πρώτη πραγματική δουλειά» σαν εικονογράφο του περιοδικού. Ο Huene δέχτηκε με ενθουσιασμό τη θέση αν και υποπτευόταν πάντα ότι η απόφαση της Chase είχε μεγαλύτερη σχέση με την ευκολία πρόσβασης που είχε στον κόσμο των λαμπερών γυναικών παρά με τις δεξιότητές του στο σχέδιο. Ο Huene ασχολήθηκε με την φωτογραφία κυριολεκτικά κατά τύχη, αν και κοιτώντας προς τα πίσω θα δούμε μια βαθμιαία έλξη προς αυτό το νέο μέσο. Κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία ήταν πολύ πρόθυμος να βοηθήσει τους φωτογράφους στα στούντιο της Vogue στο στήσιμο των μοντέλων ή στους φωτισμούς κι έτσι ένα πρωινό που δεν εμφανίστηκε κάποιος φωτογράφος ο Huene προσφέρθηκε να τον υποκαταστήσει. Με αυτόν τον απροσδόκητο τρόπο ξεκίνησε μια δεκαετής φωτογραφική συνεργασία με τη Vogue στη διάρκεια της οποίας πιθανόν να τραβήχτηκαν οι καλύτερες φωτογραφίας μόδας μέχρι και τις μέρες μας.

Σε αντίθεση με τη σύγχρονη εποχή που οι φωτογράφοι είναι υποχρεωμένοι να υπερβάλουν συνεχώς προκειμένου να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, οι λιτές και αυστηρές συνθέσεις του Huene εντυπωσιάζουν με την ακρίβεια και την περιεκτικότητα τους. Όλη η καλλιτεχνική παιδεία που είχε προσλάβει στη παιδική του ηλικία έβαλε τη σφραγίδα της στις φωτογραφίες του. Η αγάπη του για την κλασική Τέχνη της αρχαίας Ελλάδας είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τον Huene. Οι Ιωνικοί κίονες, οι ναοί και τα αγάλματα εμφανίζονταν συχνά στις φωτογραφίες του προσδίδοντας ενέργεια στα ρούχα των μοντέλων. Χαρακτηριστικό δομικό στοιχείο των συνθέσεων του είναι η εξαιρετική χρήση του φωτός. Μιμούμενος το σκληρό καλοκαιρινό φως της Μεσογείου ο Huene φωτίζει τα μοντέλα του σαν να λούζονται από μια μόνο φωτεινή πηγή. Οι σκιές που δημιουργούνται είναι έντονες και μυστηριώδεις. Δουλεύοντας αποκλειστικά σε εσωτερικούς χώρους, σε αχανή στούντιο, χωρίς τα ηλεκτρονικά φλας που θα ανακαλυφθούν αργότερα, ο Huene υπαινίσσεται την πραγματικότητα, φανερώνοντας πόσο μπροστά ήταν από την εποχή του. Χαρακτηριστική απόδειξη η εμβληματική φωτογραφία του 1930 που δείχνει ένα ζευγάρι που ατενίζει τον ορίζοντα διαφημίζοντας μαγιό. Δύο διαφορετικοί τόνοι του γκρι είναι αρκετοί για να δημιουργήσουν τη ψευδαίσθηση του ουρανού και της θάλασσας, ενώ μια επιφάνεια που εισχωρεί από το μπροστινό τμήμα της φωτογραφίας υποδηλώνει τη προβλήτα πάνω στην οποία κάθεται το ζευγάρι δίνοντας την αίσθηση του βάθους. Τόσο απλά, τόσο «ψεύτικα», αλλά και τόσο μεγαλοπρεπή. Η διαφήμιση στην υπηρεσία του ονείρου.

Ο άνδρας που ποζάρει στη φωτογραφία είναι ο Horst Ρ. Bohrmann με τον οποίο ο Huene συνδέθηκε ερωτικά. Κτίζουν μαζί ένα σπίτι στην Τυνησία και περνούν εκεί τον περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο τους. Τη συντροφιά όμως του γοητευτικού Horst του την έκλεψε ο νεαρός και πανέμορφος Ιταλός σκηνοθέτης Luchino Visconti, με τον οποίο ο Horst έζησε για τρία χρόνια. Αργότερα θα γίνει πολύ γνωστός φωτογράφος μόδας με το ψευδώνυμο Horst Ρ. Horst και θα παραμείνει για πάντα πιστός φίλος του Huene.

Δουλεύοντας για τη Vogue, ο Huene είχε την ευκαιρία να μελετήσει τις δουλειές των προκατόχων του, ενώ μπορούσε να παρακολουθεί τον Edward Steichen, που τότε ήταν επικεφαλής του φωτογραφικού επιτελείου της Vogue, στις ώρες που εργαζόταν. Από τις φωτογραφίες του Βαρόνου de Meyer, των αρχών του εικοστού αιώνα, κράτησε «τη μυστηριώδη αύρα που κάνει κάθε γυναίκα να μοιάζει με οπτασία σε όνειρο» και από τον Steichen έμαθε τη σημασία της ψυχολογίας: «Εκτός από το να δίνει οδηγίες στους βοηθούς του, ο φωτογράφος μόδας πρέπει να κάνει και τον κλόουν, να καθοδηγεί τα μοντέλα του, να τα κολακεύει και να τους εμφυσά τον ενθουσιασμό. Να μιλά για άλλα πράγματα για να διώχνει το άγχος, ενώ με το μυαλό του να παρακολουθεί τη σύνθεση της φωτογραφίας – τα φώτα, τις σκιές, το κάδρο». Μελέτησε τόσο βαθιά τους προγενέστερους, αλλά και τους σύγχρονούς του φωτογράφους που ήταν σε θέση να μιμηθεί τη μανιέρα τους, όπως αποδεικνύεται σε μια σειρά φωτογραφιών της Natalia Pavlovna, πρώτης εξαδέλφης του Τσάρου και συζύγου του μόδιστρου Lucien Lelong, στις οποίες ο Huene αποδίδει με επιτυχία το προσωπικό ύφος τους, όπως μπορείτε να δείτε στις φωτογραφίες που ακολουθούν.

Ο ίδιος τελειοποίησε ένα στιλ, πού συνδύαζε τη προσωπική έλξη από τη θηλυκότητα και το σεβασμό για την τέχνη του αρχαίου δυτικού πολιτισμού. Για να συλλάβει τη μυστηριώδη θηλυκότητα πού αναπολούσε από την παιδική του ηλικία, ο Huene εργαζόταν υπομονετικά με τα μοντέλα του, ενθαρρύνοντας τα ώσπου «να τα κάνει να έχουν συναίσθηση της θηλυκότητας τους και να μοιάζουν σαν να περιμένουν να φιληθούν». Τα μοντέλα του μοιάζουν μ’ ελληνικές θεότητες με σάρκα και οστά, μια ακαταμάχητη εικόνα με την οποία οι αναγνώστριες προσπαθούσαν να ταυτιστούν, φορώντας τα ίδια αυτά ρούχα, πού με τόση χάρη κάλυπταν τις ποζαρισμένες μορφές του. Ο Huene αδιαφορεί για την τυποποιημένη ομορφιά των γυναικών που χρησιμοποιεί σαν μοντέλα. Ενδιαφέρεται κυρίως για τη προσωπικότητα, την κομψότητα και το δυναμισμό τους. Μπροστά από το φακό του ποζάρουν Ευρωπαίες αριστοκράτισσες και κυρίες της υψηλής κοινωνίας, κάτι άλλωστε συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια. Μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Horst προώθησε τη χρήση επαγγελματιών-μοντέλων με μεγαλύτερες δεξιότητες στο να ποζάρουν.

Ο Huene παρακολουθούσε επίσης τις εξελίξεις στον κινηματογράφο. Συμμετείχε με μικρούς ρόλους σε ταινίες και μάλιστα προσπάθησε να σκηνοθετήσει τρεις δικές του, οι οποίες όμως έμειναν ημιτελείς. Συγχρωτιζόταν με προσωπικότητες τόσο διαφορετικές, όπως ο φωτογράφος Henri Cartier-Bresson, η Αμερικανίδα χορεύτρια Josephine Baker, και ο αρμενικής καταγωγής μυστικιστής, φιλόσοφος και συνθέτης George Ivanovich Gurdjieff. Φιλτράρισε όλες αυτές τις προσλαμβάνουσες και τις μετέφερε στις φωτογραφίες του. Ο Huene δεν φοβήθηκε να στραβώσει τα κάδρα του, πολύ προτού κάτι τέτοιο εμφανιστεί -χρόνια μετά- στην αμερικανική φωτογραφία δρόμου. Χρησιμοποίησε το ψεύδος του φωτογραφικού στούντιο για να υπαινιχθεί την αλήθεια των εξωτερικών χώρων. Ταίριαξε το ύφος των συνθέσεων του με εκείνο των ρούχων που απεικόνιζε. Με δυο λέξεις υπήρξε διαχρονικά μοντέρνος.

Ενώ ο Huene βρισκόταν στην ακμή της φωτογραφικής του παραγωγής, λύνει το συμβόλαιο του με τον εκδοτικό οίκο Condé Nast. Η αιτία ήταν το φλογερό του ταμπεραμέντο και η αφορμή δόθηκε το 1935, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού Mehemed Fehmy Agha, ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες, τον πήρε να φάνε μαζί ένα μεσημέρι και του πρότεινε να «συμπεριφέρεται καλύτερα». Ο Huene αναποδογύρισε το τραπέζι και τα φαγητά επάνω στον Agha, έτρεξε στον τηλεφωνικό θάλαμο του εστιατορίου και τηλεφώνησε στο Harper’s Bazaar, πού τον προσέλαβε αμέσως, όπως είχε κάνει αρκετά χρόνια πριν και με τον Adolf de Meyer. Στη Νέα Υόρκη ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της σημαντικής επαγγελματικής του καριέρας, αν και οι φωτογραφίες του εκείνης της περιόδου δεν μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες του Παρισιού. Παρόλο που ο Huene συνέχισε να καινοτομεί, ο art director του περιοδικού, Alexey Brodovitch, στη προσπάθειά του να φανεί μοντέρνος πρόσθετε υπερβολικά γραφιστικά στοιχεία που υπονόμευαν την ακεραιότητα των εξαιρετικά λιτών και ισορροπημένων συνθέσεων του Huene. Έτσι, άρχισε σταδιακά να χάνει το ενδιαφέρον του για τη φωτογράφιση μόδας. Άλλωστε οι σχεδιαστές και ο κόσμος της μόδας γενικά στην Αμερική, υπολειπόταν κατά πολύ σε σχέση με αυτόν της Γαλλίας. Το κλίμα γινόταν όλο και πιο αποθαρρυντικό για τον Huene, ο οποίος θεωρούσε ότι το επιχειρηματικό πνεύμα της Νέας Υόρκης κατέστρεφε την κομψότητα στο χώρο της υψηλής ραπτικής. Διέκοψε τη συνεργασία του με το Harper’s Bazaar το 1946 και έκτοτε αναμίχθηκε ελάχιστα με τη φωτογραφία μόδας. Παρέδωσε τη σκυτάλη σε μια νέα γενιά λιγότερο αφοσιωμένη στο προπολεμική κομψότητα. Πρόλαβε το νεαρό Richard Avedon στα πρώτα του βήματα και έχει μείνει στην ιστορία η φράση που την οποία τον αποχαιρέτησε: «Too bad, Too late!»

Αναζητώντας πνευματική ανανέωση ο Huene δραπέτευσε προσωρινά στον αρχαίο κόσμο της Μέσης Ανατολής. Προϊόν αυτών των περιπλανήσεων ήταν το λεύκωμα: «Baalbek / Palmyra» το 1946. Στη συνέχεια βρήκε παρηγοριά σε μεγάλα ταξίδια σε όλη την Αφρική και την Αραβία. Επισκέφτηκε επανειλημμένα την Ελλάδα, εξέδωσε ένα βιβλίο που συγκέντρωνε τις φωτογραφίες του από αυτές τις επισκέψεις και το 1950 εξέθεσε τη δουλειά του στην έδρα της Αμερικανικής Αποστολής στην Αθήνα. Πρόθυμος να δοκιμάσει νέους τρόπους ζωής πειραματίστηκε εν συντομία με ναρκωτικά υπό την καθοδήγηση του Aldous Huxley. Για να κερδίσει τα προς το ζην δίδαξε φωτογραφία στο Art Center School στην Πασαντένα της Καλιφόρνια, ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο ως σύμβουλος αρκετών σκηνοθετών, μεταξύ αυτών και του George Cukor με τον οποίο συνδέθηκε με μεγάλη φιλία. Κυρίως όμως φωτογράφιζε πορτραίτα για τον λαμπερό κόσμο της βιομηχανίας του κινηματογράφου στο Χόλιγουντ. Παρόλο που η δουλειά του στη μόδα έχει από καιρό αναδειχθεί, τα υπέροχα πορτραίτα του δεν έχουν λάβει την προσοχή που τους αξίζει. Οι φωτογραφίες των συγγραφέων Jean Cocteau και Janet Flanner, του συνθέτη Igor Stravinsky, των φωτογράφων Baron de Meyer, Cecil Beaton και Henri Cartier-Bresson, του ηθοποιού Johnny Weismuller, που έμεινε γνωστός από τους ρόλους του Ταρζάν, αλλά και της Κατίνας Παξινού, του ζωγράφου και του γλύπτη Alexander Calder, της σχεδιάστριας Coco Chanel και δεκάδων άλλων διασημοτήτων, δεν καταφεύγουν ποτέ σε τυποποιημένες πόζες ή στην επιφανειακή κολακεία, αλλά βρίσκουν πάντα έναν πρωτότυπο τρόπο για να απεικονίσουν τον φωτογραφιζόμενο. Ακραίο, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα το βυθισμένο στο σκοτάδι πορτραίτο του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Η΄, ο οποίος παραιτήθηκε προκειμένου να παντρευτεί την δυο φορές διαζευγμένη Αμερικανίδα Wallis Simpson.

Ο George Hoyningen-Huene πέθανε από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Λος Άντζελες το 1968.

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούνιος 2020

Πηγές :

  • George Hoyningen Huene : Photographs – Thames & Hudson, 1986
  • Φωτογραφία και Μόδα, επιμέλεια Πλάτων Ριβέλλης / Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2004