Philippe Halsman (1906-1979)

Η φωτογραφία μπορεί να είναι ένας μεταδοτικός ιός, που είναι σχεδόν αδύνατον να καταπολεμηθεί, τον οποίο κουβαλάμε μέσα μας, για όλη μας τη ζωή. Για τον Philippe Halsman, ο ιός της φωτογραφίας ήρθε σε ηλικία 13 ετών, ανακαλύπτοντας μια παλιά μηχανή, στη σοφίτα του σπιτιού του στη Ρίγα, στη Λετονία, όπου γεννήθηκε το 1906. Αμέσως, η φωτογραφία γι’ αυτόν άρχισε να σημαίνει ένα τρόπο για να δώσει μορφή στις δημιουργίες του: “Επεξεργάστηκα το πρώτο φιλμ στο μπάνιο του σπιτιού μου, με το κόκκινο φως μιας λάμπας. Ήταν η πιο μαγική στιγμή της ζωής μου. Στο διάχυτο, κόκκινο φως έβλεπα να επιτελείται, κάτω από τα ορθάνοιχτα μάτια μου, ένα θαύμα: σταδιακά, από τα σκούρα περιγράμματα του φόντου, σχηματίζονταν στην γαλακτώδη επιφάνεια του φιλμ, η πρώτη μου αρνητική εικόνα. Αμέσως, η φωτογράφηση άρχισε να σημαίνει την απεικόνιση προσώπων – στην αρχή ήταν μόνο οι φίλοι, οι αρραβωνιαστικιές ή ακόμα οι αρραβωνιαστικιές των φίλων μου. Κάθε φορά, εμφανίζονταν μια πρόκληση: να μάθω να συλλαμβάνω την ενδόμυχη ουσία ενός προσώπου στις γρήγορες κινήσεις του, στην απότομη αλλαγή μιας χειρονομίας ή μιας έκφρασης”.

Φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, σε μια σύντομη επίσκεψή του στο Παρίσι, θα ανακαλύψει την ζωή, γεμάτη ενέργεια και πλούσια σε καλλιτεχνικές ζυμώσεις, της γαλλικής πρωτεύουσας. Εδώ θέλει να μετακομίσει, αν και ασφαλώς περισσότερο από τις σπουδές του Πολυτεχνείου, αυτό που του κινεί την περιέργεια και τον γοητεύει είναι η λογοτεχνία και η τέχνη: “Ένιωθα την ανάγκη να φωτογραφίσω, να πειραματιστώ, να δημιουργήσω. Η φωτογραφία μου φαινόταν σαν μια ανεξερεύνητη χώρα, μια τέχνη που μόλις είχε αρχίσει ν’ ανθίζει”. Έχει ξεκάθαρες ιδέες για το ποια θα πρέπει να είναι η νέα φωτογραφία που θα πρέπει να δημιουργήσει, κυρίως όσον αφορά την φωτογραφία της μόδας και του γκλάμουρ εν γένει. Όχι εκείνο το παλαιωμένο “φλου” εφέ, εκείνες οι κλασικίζουσες πόζες του φωτοπικτοριαλισμού, αλλά κάτι το ρεαλιστικό, το αναπάντεχο, που θα απελευθερώνει απλότητα, δύναμη, πραγματικότητα. Ένας τρόπος φωτογράφησης που θα είναι γρήγορος, που θα αποδίδει την φρεσκάδα ενός βλέμματος, μιας φευγαλέας, αλλά αποκαλυπτικής έκφρασης.

Η πρώτη ευκαιρία έρχεται με ένα νεαρό γείτονα, ηθοποιό στα πρώτα του βήματα, που θα πρέπει να δημιουργήσει  το δικό του “book” για ενδεχόμενες συμφωνίες για ταινίες. Με ελάχιστο εξοπλισμό – μια παλιά, φωτογραφική μηχανή, ένα τρίποδο και ένα βασικό σύστημα φωτισμού – δημιουργεί εκπληκτικά αποτελέσματα: το φως δεν χρησιμεύει μόνο για να φωτίσει αλλά για να χαρακτηρίσει και να δώσει ουσία στις εκφράσεις. To book είναι αποτελεσματικό, ο νεαρός ηθοποιός κλείνει την δουλειά και ο Halsman έχει την πρώτη του επιτυχία. Εάν κάθε εικόνα αποτελεί μια πρόκληση, σε κάθε δοκιμή υπάρχει μια νέα τεχνική που εκλεπτύνεται, ένα νέο τέχνασμα που τελειοποιείται για να μπορέσει να δουλέψει καλύτερα.

Το στυλ επιβάλλεται λόγω της αμεσότητας των πορτραίτων και λίγο αργότερα θα μιλάνε γι’ αυτόν, σαν τον μεγαλύτερο προσωπογράφο της Γαλλίας. Έχει επίσης μια νεαρή βοηθό, που θα γίνει πολύ γρήγορα μια πολύ καλή φωτογράφος και λίγο αργότερα η σύζυγός του, αναντικατάστατη σύντροφος στη ζωή και στην δουλειά: την Yvonne. Το Παρίσι του προσφέρει την ευκαιρία να ζήσει την καλλιτεχνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής και έχοντας περιέργεια για κάθε τι, ο Halsman κατορθώνει να συλλάβει τις νέες τάσεις και να τις οικειοποιηθεί. Από τον Σουρεαλισμό μαθαίνει την ανάγκη να εκπλήσσει σε κάθε νέα εικόνα, την σημασία να υπερβαίνει τα προσχήματα, να δοκιμάζει την αναζήτηση, στις πτυχές ενός προσώπου, του μυστικού ενός χαρακτήρα. Γι’ αυτό παίζει με το φως, κροπάρει τα κάδρα του, επινοεί νέες καταστάσεις. Με τον ίδιο τρόπο, όταν θα στήσει τα πρόσωπά του σε ένα λευκό τοίχο και τα απογυμνώσει από κάθε ενδεχόμενο στοιχείο, θα είναι ακριβώς αυτό  το κενό που θα αποκαλύψει πολλά περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Ο πόλεμος θα διακόψει αυτό το αισιόδοξο κίνημα. Όταν οι Γερμανοί θα εισβάλλουν στην Γαλλία, η οικογένειά του θα κατορθώσει να φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ γι’ αυτόν, με ένα διαβατήριο της Λετονίας, δεν θα υπάρχει καμία δυνατότητα να μεταναστεύσει. Χάρη στην πολύτιμη μεσολάβηση του Άλμπερτ Αϊνστάιν, με τον οποίο ο Halsman διατηρούσε τα προηγούμενα χρόνια μια φιλική αλληλογραφία, θα κατορθώσει επιτέλους να φθάσει το 1940 στη Νέα Υόρκη και να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του.

Ο πρώτος καιρός στην Αμερική είναι σκληρός και πολύπλοκος. Δεν είναι γνωστός, δεν έχει φίλους, δεν ξέρει πώς να κινηθεί. Μετά, μια ημέρα, σε ένα πρακτορείο, του κάνει μεγάλη εντύπωση το πρόσωπο ενός μοντέλου. Γεμάτη φρεσκάδα, όμορφη, νέα: το πρόσωπό της φαίνεται να περικλείει την αίσθηση και το νόημα ενός ολόκληρου έθνους, της Αμερικής, όπου η ελπίδα μιας νέας και δροσερής ηλικίας και ενός μέλλοντος που θα πρέπει να επινοηθεί, είναι η δύναμη της γοητείας της. Το κορίτσι, η Connie Ford, αποδέχεται ευχαρίστως να ποζάρει στον Halsman για το πορτραίτο της, με φόντο μια σημαία – το κατ’ εξοχήν “αμερικανικό προφίλ”. Αυτή η εικόνα, που θα χρησιμοποιηθεί λίγο αργότερα για την διαφημιστική καμπάνια ενός κραγιόν της Elisabeth Arden (το “Victory Red”), θα εδραιώσει τη φήμη της Connie, σαν το νέο πρότυπο της αμερικανικής ομορφιάς και τον Philippe Halsman σαν τον νέο προσωπογράφο ενός νεαρού κράτους, που είναι έτοιμο να δεχθεί τις καινοτομικές και ευφυείς ιδέες του ευρωπαίου φωτογράφου.

Πολυάριθμα, διάσημα εξώφυλλα, 101 μόνο για το Life, με πολλές σημαντικές προσωπικότητες – της πολιτικής και του θεάματος – εμπιστεύονται όλα αυτά τα χρόνια τον φακό του Halsman, τους λεπτούς τρόπους του, την πνευματώδη ευφυΐα του, την ικανότητά του να αποκαλύπτει, με ένα χαριτωμένο αστείο, με μια αναιδή ερώτηση, ένα συνωμοτικό και αναπάντεχα ενδοσκοπικό βλέμμα, την πραγματική “ψυχή”, την κρυμμένη αλήθεια, αυτών των προσωπικοτήτων. Από τις τόσες, γνωστές διασημότητες, ο Dali είναι ένας από αυτούς με τον οποίο διατηρεί μια βαθιά φιλία που θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Από το πρώτο ρεπορτάζ του 1941, αυτοί οι δύο θα εργαστούν συχνά μαζί σε εντυπωσιακές δημιουργίες, αποτέλεσμα μιας πολύ επιτυχημένης, αρμονικής συνεργασίας.

Ο Halsman ξέρει πώς να εξαλείψει την αμηχανία μπροστά στον φακό, με μια μεγάλη ικανότητα επικοινωνίας, της αίσθησης του χιούμορ και μια εκλεπτυσμένη, ψυχολογική ευαισθησία, επιτυγχάνει όλα αυτά που θέλει, από τα πρόσωπα που έχει μπροστά του. Μπορεί ακόμα να τους κάνει  να πηδήξουν. “Όταν λες σε ένα άτομο να πηδήξει, η προσοχή του είναι στραμμένη κυρίως προς την ίδια την πράξη του άλματος: οι μάσκες πέφτουν και το πραγματικό πρόσωπο εμφανίζεται πιο εύκολα”. Η σειρά Jumpology είναι από τις πιο εκπληκτικές και κάθε φορά που ένας από τους διάφορους πολιτικούς, επιστήμονες και εστεμμένους, ηθοποιούς ή συγγραφείς, αποδέχεται να “παίξει” μαζί του και να πηδήσει, αυτό αποτελεί μια μικρή, προσωπική νίκη του φωτογράφου, της μεθόδου του στην ενδοσκόπηση, στην οποία υποβάλλονται συναινετικά, τα “θύματά” του, σχεδόν σαν μια αστραπιαία συνεδρία ψυχανάλυσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το πορτραίτο, δεν αποτελεί πλέον ένα συμβατικό, οπτικό ίχνος, αλλά κάτι το διαφορετικό και πιο βαθύ: μια παλλόμενη και πραγματική μαρτυρία, παθιασμένη και ωμή, του “ανθρώπινου τύπου”, ο οποίος για μια μεγάλη και σημαντική στιγμή, έχει ακινητοποιηθεί στον έμπειρο και ευαίσθητο φακό του Philippe Halsman.

Βιογραφικό.

Ο Philippe Halsman γεννήθηκε στις 2 Μαΐου του 1906 στη Ρίγα της Λετονίας. Ο πατέρας του ήταν ένας εύπορος οδοντίατρος που παρείχε κάθε άνεση και μόρφωση στον Philippe και στην μικρότερη αδελφή του την Liouba. Ο Philippe μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο μιλούσε πέντε γλώσσες, ενώ κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν τις μητροπόλεις της Ευρώπης και γοητευόταν από πορτραίτα των μεγάλων δασκάλων της ζωγραφικής που έβλεπε στα μουσεία. Η πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία θα γίνει στα 13 του όταν ανακαλύπτει στη σοφίτα του σπιτιού του την παλιά φωτογραφική μηχανή του πατέρα του, εμφανίζει τις γυάλινες πλάκες στο νιπτήρα του μπάνιου και εντυπωσιάζεται. Παρά την επιθυμία του πατέρα του να σπουδάσει Ιατρική ο Philippe μετά το Γυμνάσιο μετακομίζει στη Δρέσδη και σπουδάζει Ηλεκτρολόγος Μηχανικός.

Το 1928 του συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο. Σε πεζοπορία με τον πατέρα του στις Αυστριακές Άλπεις ο δεύτερος πέφτει από ύψωμα και σκοτώνεται. Χωρίς μάρτυρες να τον υποστηρίξουν, ο Halsman καταδικάζεται για φόνο. Μετά από έντονες προσπάθειες της αδερφής του να αποδείξει την αθωότητα του και την στήριξη Ευρωπαίων διανοούμενων όπως ο Φρόιντ, ο Αϊνστάιν και ο Τόμας Μάνν, τελικά του δίνεται χάρη με την προϋπόθεση να εγκαταλείψει την Αυστρία. Επιλέγει να φύγει για το Παρίσι, όπου ήδη ζούσε η αδελφή του. Είναι η εποχή του μεσοπολέμου και το Παρίσι είναι ο τόπος συνάντησης διανοουμένων, καλλιτεχνών και κοσμικών. Το 1934 ανοίγει στο Μονπαρνάς το στούντιο του και έτσι ξεκίνα η φωτογραφική του καριέρα.

Δουλεύει κυρίως πορτρέτα χρησιμοποιώντας μια διοπτική ρεφλέξ μηχανή κατασκευασμένη από τον ίδιο. Φωτογραφίζει μεταξύ άλλων και πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως ο Αντρέ Ζιντ, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Λε Κορμπιζιέ, ο Αντρέ Μαλρώ και χαρακτηρίζεται ως ένας από τους καλύτερους φωτογράφους πορτρέτων στη Γαλλία. Συνεργάζεται επίσης με τα περιοδικά Vogue και Vu αλλά και με άλλα περιοδικά μόδας. Σημαντικές επίσης και οι συνεργασίες του σε εκθέσεις μαζί με τους Man Ray, Andre Kertesz, Brassai. Το 1937 παντρεύεται την Yvonne Mosor. Θα αποκτήσουν δύο κόρες: την Irene και την Jane.

Με την εισβολή του Χίτλερ το 1940 εγκαταλείπει τη Γαλλία για την Αμερική. Στην έκδοση της βίζας τον βοηθάει ο οικογενειακός του φίλος Άλμπερτ Αϊνστάιν. Φτάνει στη Νέα Υόρκη με μόνη αποσκευή την φωτογραφική του μηχανή. Πιάνει αμέσως δουλειά, αναλαμβάνει διαφημιστικές καμπάνιες και τον επόμενο χρόνο ξεκινά η τριαντάχρονη συνεργασία του με το περιοδικό LIFE και το ρεκόρ των 101 εξώφυλλων, ένα ρεκόρ που δεν κατόρθωσε να καταρρίψει κανένας άλλος φωτογράφος. Η καριέρα του απογειώνεται. Συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα περιοδικά και φωτογραφίζει της διασημότητες της εποχής, Μέριλιν Μονρόε, Ρίτα Χέιγουορθ, Τζόν Κένεντι, Ρίτσαρντ Νίξον, Λούις Αρμστρονγκ, ο Δούκας και η Δούκισσα του Windsor, Άλφρεντ Χίτσκοκ, Τζούντι Γκάρλαντ, Ουίνστον Τσώρτσιλ, Πάμπλο Πικάσο μερικά από τα πορτρέτα του. Την περίοδο αυτή ξεκινά ακόμα μία μακρόχρονη συνεργασία, αυτή με τον Σαλβαντόρ Νταλί, αποτέλεσμα αυτής οι εμβληματικές εικόνες του Νταλί με το μουστάκι, το πορτρέτο με τα γυμνά σώματα κ.α.

Το 1945 εκλέγεται πρώτος πρόεδρος του American Society of Magazine Photographers (ASMP), όπου μάχεται για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων για τον ίδιο αλλά και για τους συναδέλφους του. Το 1948 αποκτά την αμερικανική υπηκοότητα. Το 1958 περιλαμβάνεται ανάμεσα στους δέκα μεγαλύτερους φωτογράφους του κόσμου, από το περιοδικό Popular Photography. To 1963 οργανώνεται η πρώτη από τις μεγάλες, προσωπικές εκθέσεις του στην Smithsonian Photography Gallery της Washington.

Το 1951, σε ανάθεση του NBC, του έρχεται η ιδέα για τα jumps. Αναπτύσσει μια φιλοσοφία περί αυτού, το jumpology, όπου παρατηρεί ότι κάθε άνθρωπος φοράει μια μάσκα κάτω από την οποία κρύβεται ο πραγματικός του εαυτός. Όταν ζητάς από κάποιον να πηδήξει, η προσοχή του επικεντρώνεται στο άλμα και όχι στην φωτογραφία. Η μάσκα πέφτει και εμφανίζεται το πραγματικό του πρόσωπο. Τα επόμενα χρόνια θα εκδώσει το βιβλίο του “Halsman on the Creation of Photographic Ideas” όπου δίνει έξι κανόνες και συμβουλές προς φωτογράφους και στα 65 του θα διδάξει για πέντε χρόνια φωτογραφία σε σεμινάριο με τίτλο “Psychological Portrai-ture”. Το 1979, μετά από πρόσκληση του Cornell Capa και με την βοήθειά του, δημιουργεί για το International Center of Photography της Νέας Υόρκης, την μεγαλύτερη, αναδρομική έκθεση της δουλείας του. Την ίδια χρονιά, στις 25 Ιουνίου, σε ηλικία 73 ετών πεθαίνει στην πόλη της Νέας Υόρκης.

Ανάμεσα στα τόσα βιβλία που δημοσίευσε, αναφέρουμε τα: The Frenchman (1949, 2006), Dali’s Mustache (1954, 1994), Philippe Halsman’s Jump Book (1959, 1986), Sight and Insight (1972), Halsman Portraits (1982), Halsman at Work(1989), Halsman. A Retrospective (1998).

 Philippe Halsman διηγείται:

Για μένα, κάθε πορτραίτο είναι ένα είδος αποκάλυψης για το άτομο που έχω μπροστά μου. Νομίζω ότι οι φωτογραφίες μου, από τη στιγμή της φωτογραφικής πόζας μέχρι την τελική εκτύπωση, θα πρέπει να είμαι εγώ αυτός που θα τις επινοήσει και θα τις ελέγξει. Η φωτογραφική τεχνική βοηθά, έτσι ώστε η “αποκάλυψή” μου να μην είναι αδύνατη, ούτε όμως και τυχαία αλλά ισχυρή και ξεκάθαρη.

Είναι σημαντικό να υπενθυμίσω ότι μια φωτογράφηση πορτραίτων είναι μια άκρως επιτηδευμένη κατάσταση. Είναι πολύ λίγα τα άτομα που είναι σε θέση να χάσουν αμέσως την αυτοκυριαρχία τους και να συμπεριφερθούν μπροστά στην φωτογραφική μηχανή, σαν να μην υπήρχε καθόλου. Σχεδόν πάντα, ο φωτογράφος θα πρέπει να βοηθήσει τον φωτογραφιζόμενο για να αποκαλύψει τον ίδιο του τον εαυτό. Σε πολλές φωτογραφήσεις κατάλαβα ότι γινόταν πολύ πιο σημαντικό αυτό που έλεγα παρά αυτό που έκανα με την φωτογραφική μου μηχανή και τα φώτα μου.

Το μεγάλο ενδιαφέρον μου στη ζωή ήταν πάντα ο κόσμος. Ένα ανθρώπινο πλάσμα αλλάζει συνεχώς κατά την διάρκεια της ύπαρξής του. Αλλάζουν οι σκέψεις του και οι ψυχικές καταστάσεις, οι εκφράσεις του, ακόμα και τα χαρακτηριστικά του. Και τώρα φτάσαμε στο κρίσιμο πρόβλημα του πορτραίτου. Εάν τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπινου πλάσματος συνίστανται σε ένα ατελείωτο αριθμό διαφορετικών εικόνων ποια από αυτές θα πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε; Για μένα, η απάντηση ήταν πάντοτε: η εικόνα όπου αποκαλύπτεται με τον πληρέστερο τρόπο η εξωτερική του εμφάνιση αλλά επίσης και ο εσωτερικός του κόσμος. Αυτό είναι ένα πορτραίτο.

Κάθε πρόσωπο που βλέπω, μου φαίνεται ότι κρύβει – και μερικές φορές, φευγαλέα, αποκαλύπτει – το μυστήριο άλλου, ανθρώπινου πλάσματος. Η σύλληψη αυτής της αποκάλυψης”, έγινε ο σκοπός και το πάθος της ζωής μου.

 Πηγές:

  • Alessandra Mauro : Philippe Halsman, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του MagnumHachette
  • Philippe Halsman – LIFO